«Ο στρατηγός Πινοτσέτ έχει τόσες πιθανότητες να δικαστεί στη Χιλή όσες έχει και να πάει στον παράδεισο».


Τζιόφρεϊ Ρόμπερτσον, δικηγόρος, ειδικός σε ζητήματα ανθρωπίνων δικαιωμάτων





Ο Αουγκούστο Πινοτσέτ Ουγκάρτε
γεννήθηκε στο λιμάνι του Βαλπαραΐσο, στις ακτές του Ειρηνικού, στις 26 Νοεμβρίου 1915. Η αυταρχική μητέρα του ήταν η πρώτη που τον ώθησε στη στρατιωτική καριέρα, αλλά ο γάμος του με τη Λουσία Ιραέρτ, κόρη ενός εξέχοντος πολιτικού της Χιλής, ήταν αυτός που γιγάντωσε τις φιλοδοξίες του και συνέβαλε στην ιεραρχική άνοδό του. Στην άνοδό του βοήθησε βέβαια και ο έντονος αντικομμουνισμός του, στοιχείο απαραίτητο τα ψυχροπολεμικά χρόνια: τη δεκαετία του 1950 πρωτοστάτησε στις διώξεις των μελών του Κομμουνιστικού Κόμματος της Χιλής κερδίζοντας πόντους στο «ταμείο» της Ουάσιγκτον, που έβλεπε με αυξανόμενη δυσφορία τη σταδιακή ενίσχυση της Αριστεράς. Ετσι, όταν έφθασε η ώρα, ο Πινοτσέτ ήταν ο κατάλληλος άνθρωπος στην κατάλληλη θέση: τον Ιούνιο του 1973 ο ίδιος ο δημοκρατικά εκλεγμένος ηγέτης της χώρας Σαλβαδόρ Αλιέντε τον έχρισε αρχιστράτηγο, δίνοντας βάση στους όρκους του για πίστη προς το Σύνταγμα. Τρεις μήνες αργότερα ο Αλιέντε δεν πρόλαβε καν να μετανιώσει για την επιλογή του: σκοτώθηκε με το όπλο στο χέρι, όταν ο στρατηγός βομβάρδισε το προεδρικό μέγαρο με μαχητικά αεροσκάφη και τεθωρακισμένα, στο πιο αιματηρό golpe de estado (πραξικόπημα, ισπανιστί) της λατινοαμερικανικής ιστορίας. Είχε προηγηθεί φυσικά η απαραίτητη «προεργασία» από την αμερικανική CIA και τον πανίσχυρο τότε υπουργό Εξωτερικών των ΗΠΑ Χένρι Κίσινγκερ, ο οποίος είχε οργανώσει το περιβόητο «σχέδιο Κόνδωρ»: μια μεγάλη απεργία των φορτηγατζήδων, που παρέλυσε τη χώρα, εκτόξευσε στα ύψη τον πληθωρισμό και δίχασε τον δοκιμαζόμενο πληθυσμό προλειαίνοντας έτσι το έδαφος για το πραξικόπημα.


Ο Αλιέντε, ο σοσιαλιστής πολιτικός που τόλμησε να επιχειρήσει την ανακατανομή του εθνικού πλούτου της χώρας μέσω της εθνικοποίησης βιομηχανιών και ορυχείων, δεν πέθανε μόνος. Πάνω από 3.000 άτομα δολοφονήθηκαν εκείνον τον μαύρο Σεπτέμβριο του 1973. Ο «εσωτερικός πόλεμος» κατά του κομμουνισμού, τον οποίο κήρυξε ο Πινοτσέτ στις 12 Σεπτεμβρίου, έμελλε να κρατήσει χρόνια και να οδηγήσει σε χιλιάδες νεκρούς και αγνοουμένους.


Η στρατιωτική κυβέρνηση αμέσως διέλυσε το Κογκρέσο, ανέστειλε το Σύνταγμα και έθεσε εκτός νόμου όλα τα πολιτικά κόμματα. Ακολούθησε η κήρυξη της χώρας σε κατάσταση πολιορκίας, με απαγόρευση κυκλοφορίας στις πόλεις και σκληρή λογοκρισία στα ΜΜΕ, που κράτησε (με μικρά διαλείμματα) 14 ολόκληρα χρόνια. Τα στρατοδικεία είχαν πολλή δουλειά: μόνο το 1973 συνελήφθησαν περίπου 250.000 άτομα. Ο τρόμος πήρε σάρκα και οστά: πολλοί Χιλιανοί έγιναν καταδότες για να σωθούν από την DINA, τη μυστική αστυνομία του καθεστώτος που λειτουργούσε για χρόνια σαν κράτος εν κράτει αξιοποιώντας την πείρα αμερικανών «συμβούλων» της CIA. Η τρομερή DINA δεν περιοριζόταν στο χιλιανό έδαφος. Το 1974 σκότωσαν με βόμβα στην Αργεντινή τον στρατηγό Κάρλος Πρατς και τη γυναίκα του. Το 1976 δολοφόνησαν με τηλεχειριζόμενη βόμβα έναν από τους επιφανέστερους επικριτές του καθεστώτος, τον παλαιό υπουργό Εξωτερικών του Αλιέντε, Ορλάντο Λετελιέρ, στην Ουάσιγκτον. Κατά σύμπτωση μόλις είχε αναλάβει διευθυντής της CIA ο Τζορτζ Μπους ο πρεσβύτερος, ο οποίος με τη βοήθεια των μηχανισμών του Κίσινγκερ κατάφερε να αποφύγει τις διώξεις για την πρωτοφανή ενέργεια επί αμερικανικού εδάφους.


Η πραγματική ατζέντα του στρατηγού όμως ήταν άλλη: η ανατροπή των μεταρρυθμίσεων του Αλιέντε και η πλήρης παράδοση της οικονομίας στις νόρμες της ελεύθερης αγοράς. «Θέλω να κάνω τη Χιλή ένα έθνος επιχειρηματιών, όχι προλετάριων» έλεγε. Οι εθνικοποιημένες εταιρείες επέστρεψαν στους ξένους «νόμιμους κατόχους» τους, δασμοί και φόροι κόπηκαν προκειμένου να ευνοήσουν τις ξένες επενδύσεις και οι εξαγωγές πρώτων υλών πολλαπλασιάστηκαν. Το «οικονομικό θαύμα» της Χιλής, όπως το ονόμασαν, δεν αφορούσε όμως τον πολύ κόσμο αλλά την εγχώρια στρατιωτικοεπιχειρηματική ελίτ.


Υστερα από μία δεκαετία στον «γύψο», οι Χιλιανοί ξεσηκώθηκαν σε μεγάλες διαδηλώσεις που κατέληξαν σε νέους γύρους μαζικών συλλήψεων και βασανισμών. Το 1986 ένας κομάντο-αντάρτης επιτέθηκε στην αυτοκινητοπομπή του δικτάτορα τραυματίζοντάς τον ελαφρά. Ο Πινοτσέτ όμως πίστευε ακόμη ότι ήλεγχε το παιχνίδι. Το 1988 διεξήγαγε δημοψήφισμα με σκοπό την ανανέωση της θητείας του με λαϊκή εντολή αυτή τη φορά, αλλά εισέπραξε ένα βροντερό «ΟΧΙ». Δύο χρόνια αργότερα προκήρυξε εκλογές. Η αναμέτρηση της κάλπης ανέδειξε νικητή τον χριστιανοδημοκράτη Πατρίσιο Αϊλγουίν. Στις 11 Μαρτίου 1990 η δημοκρατία επέστρεψε στη χώρα. Φαινομενικά ο Πινοτσέτ ήταν παρελθόν για τη Χιλή. Οχι όμως κατ’ ουσίαν και στην πράξη. Φρόντισε να παραμείνει αρχιστράτηγος, θέση που κράτησε ως το 1998, και μετά ισόβιος γερουσιαστής, ώστε να αποφύγει κάθε πιθανή δίωξη εις βάρος του. Ταυτόχρονα ισχυροποίησε στο έπακρο τις ένοπλες δυνάμεις, ώστε να είναι σε θέση να ελέγχουν οποιαδήποτε εκλεγμένη κυβέρνηση. Συνέχισε να κυβερνά τη Χιλή από τα παρασκήνια όλη τη δεκαετία του 1990. Με κλονισμένη υγεία κατέφυγε στην Αγγλία. Το 1998 όμως τον περιέβαλε ο κλοιός ξένων δικαστών για τα εγκλήματα που είχε διαπράξει. Ο ισπανός εισαγγελέας Βαλτασάρ Γαρθόν αξίωσε την άμεση σύλληψή του. Η βρετανική κυβέρνηση αναγκάστηκε να τον συλλάβει τον Οκτώβριο του 1998, ξεκινώντας ένα νομικό θέατρο παραλόγου που κράτησε ακριβώς 503 ημέρες. Στο διάστημα αυτό ο Μπιλ Κλίντον, ο Τζορτζ Μπους, ο Χοσέ Μαρία Αθνάρ και στη Χιλή ο «σοσιαλδημοκράτης» Εδουάρδο Φρέι σχημάτισαν ένα «μέτωπο» για να αποφευχθεί η δίωξη του 86χρονου σήμερα πρώην τυράννου με το επιχείρημα της «ανηκέστου βλάβης» της υγείας του. Στόχος, να διευκολυνθεί η επιστροφή του στη Χιλή – κάτι που έγινε τελικά στις 3 Μαρτίου 2000. Αλλες 500 περίπου ημέρες χρειάστηκε το Σαντιάγο για να συμφωνήσει με τους βρετανούς γιατρούς: ο γερο- στρατηγός πάσχει από «ήπιας μορφής παράνοια», ύστερα από τρία εγκεφαλικά και τοποθέτηση βηματοδότη, και δεν πρόκειται να δικαστεί… Μάταια οι δικαστές της Αργεντινής ένωσαν τη φωνή τους με δικαστές από την Ισπανία, τη Γαλλία και το Βέλγιο απαιτώντας δικαιοσύνη. Μετά και την τελευταία σχετική γνωμοδότηση του Ανώτατου Δικαστηρίου, ο Πινοτσέτ παραιτήθηκε πριν από λίγες ημέρες και από τη Γερουσία, βέβαιος για την ασυλία του. Ο ανίσχυρος σοσιαλιστής πρόεδρος της χώρας Ρικάρντο Λάγος, κρατούμενος άλλοτε και ο ίδιος επί χούντας, ζήτησε από τον λαό να «σεβαστεί την απόφαση», ύστερα από μια πολύ πειστική συνάντηση με τη στρατιωτική ηγεσία της χώρας.