Παγκόσμιο μνημείο της φύσης


Μετά τη Σύμβαση για τη διατήρηση της παγκόσμιας βιοποικιλότητας του Ρίο, που υπογράφηκε από τουλάχιστον 150 κράτη-μέλη του ΟΗΕ, η ελληνική πολιτεία ανέλαβε τεράστιες ευθύνες για τη διατήρηση του φυσικού της περιβάλλοντος. Μια από τις ευθύνες της είναι και η περίπτωση της Λίμνης της Βουλιαγμένης, ένα κόσμημα των τεχνασμάτων της φύσης. Σύμφωνα με τη Σύμβαση του Ρίο, «βιοποικιλότητα» ορίζεται η ποικιλομορφία που εμφανίζεται ανάμεσα στους ζωντανούς οργανισμούς όλων των ειδών, των χερσαίων, θαλάσσιων και άλλων υδάτινων οικοσυστημάτων και οικολογικών συμπλεγμάτων στα οποία οι οργανισμοί αυτοί ανήκουν. Τα βασικά συστατικά της βιοποικιλότητας είναι η οικολογική, η γενετική και η οργανισμική βιοποικιλότητα. Η Λίμνη της Βουλιαγμένης εδώ και μία 15ετία αποτελεί ένα από τα κύρια επιστημονικά ενδιαφέροντα του Τμήματος Βιολογίας του ΑΠΘ. Από τις έρευνες αυτές έχουν προκύψει ως σήμερα αρκετά επιστημονικά δημοσιεύματα.


Σύμφωνα με την καθηγήτρια Γεωλογίας Αθηνά Ζαμάνη(1), η ύπαρξη της λίμνης δεν αναφέρεται από κανέναν αρχαίο συγγραφέα, ούτε και από τον Παυσανία ο οποίος περιέγραψε τη χερσόνησο της Βουλιαγμένης. Τα κομμάτια των σταλακτιτών στα πρανή της λίμνης μαρτυρούν παράλληλα ότι δεν είχε πάντα τη σημερινή της μορφή. Στη θέση της υπήρχε τμήμα ενός μεγάλου σπηλαίου, του οποίου η οροφή κατέρρευσε εξαιτίας της διάβρωσης και των τεκτονικών φαινομένων που διαδραματίστηκαν περίπου πριν από 2000 χρόνια. Η είσοδος ενός πολυδαίδαλου υποβρύχιου σπηλαίου ανοίγεται στον πυθμένα της λίμνης. Το σπήλαιο εκτείνεται σε μήκος τουλάχιστον 3.123 μέτρων στα ασβεστολιθικά πετρώματα της περιοχής. Ο πυθμένας της λίμνης αποτελείται από ένα λασπώδες υπόστρωμα πλούσιο σε θειούχες ενώσεις. Η παρουσία υδρόθειου στο ίζημα αποδίδεται στην αναγωγική δράση των οργανικών αλάτων που προέρχονται από την αποικοδόμηση φυτικών υπολειμμάτων. Πρόσφατες έρευνες έδειξαν ότι στην ευρύτερη περιοχή η θερμοκρασία των υδάτων του υδροφόρου ορίζοντα είναι αυξημένη. Πιθανόν ο υδροφόρος ορίζοντας να επηρεάζεται από κάποιο προσκείμενο παρακλάδι του γνωστού ηφαιστειακού τόξου (Σουσάκι – Αίγινα – Μέθανα)(2). Με τον υδροφόρο αυτόν ορίζοντα αλλά και με διηθητικές διεργασίες από τα χερσαία τοιχώματα της λίμνης επέρχεται η ανανέωση του νερού στο οικοσύστημα της λίμνης με θερμό θαλασσινό νερό (28Ψ-35Ψ C). Η λίμνη τροφοδοτείται επίσης και με γλυκό νερό από μια πηγή που βρίσκεται σε βάθος 17 μ. Το γλυκό νερό που αναβλύζει από την πηγή είναι κατά κύριο λόγο υπεύθυνο για τον υφάλμυρο χαρακτήρα του νερού της. Οι γεωμορφολογικές αυτές ιδιαιτερότητες όμως έχουν άμεση αντανάκλαση στη φυσικοχημεία των νερών της. Η θερμοκρασία δεν πέφτει κάτω από τους 18Ψ C, ενώ τους θερινούς μήνες μπορεί να φτάσει και τους 29Ψ C. Η αλατότητα του νερού κυμαίνεται γύρω στο 17â, το pH στο 7, ενώ το διαλυμένο οξυγόνο στο νερό βρίσκεται γύρω στο 6 ppm.


Πέρα όμως από το αβιοτικό σύστημα της λίμνης, εκείνο που παρουσιάζει άμεσο ενδιαφέρον είναι ο έμβιος κόσμος της. Στα τέλη της δεκαετίας του ’80 δημοσιεύθηκε ένα νέο για την επιστήμη είδος θαλάσσιας ανεμώνης, το Paranemonia vouliagmeniensis. Ακολούθησε η μελέτη της οικολογίας – βιολογίας του μοναδικού αυτού είδους σε σχέση με άλλους ζωικούς οργανισμούς. Μπορεί η ποικιλότητα του έμβιου κόσμου της λίμνης να είναι σχετικά μικρή, όπως εξάλλου αναμενόταν, εν τούτοις οι προκαταρκτικές έρευνες έδειξαν ότι στα νερά της λίμνης υπάρχουν και άλλα νέα είδη για την επιστήμη. Πάντως τα περισσότερα από τα είδη των οργανισμών που έχουν ως σήμερα προσδιοριστεί αποτελούν χαρακτηριστικούς κατοίκους της ανοιχτής θάλασσας παρόμοια εκείνων των υφάλμυρων οικοσυστημάτων. Οι οικολογικές μελέτες που ολοκληρώθηκαν συνολικά σε τρεις ζωικούς οργανισμούς της λίμνης αποκάλυψαν την ιδιαιτερότητά τους σε σχέση με εκείνους που ζουν σε οικοσυστήματα της ανοιχτής θάλασσας, σε παγκόσμιο επίπεδο. Οι έρευνες αυτές αποκάλυψαν επίσης ότι τα είδη αυτά μπορούν να χρησιμοποιηθούν ως βιοδείκτες (=οργανισμοί μάρτυρες των συνθηκών του περιβάλλοντος στο οποίο διαβιούν) για τη βιοπαρακολούθηση του οικοσυστήματος της Λίμνης της Βουλιαγμένης. Για παράδειγμα, το είδος Paranemonia vouliagmeniensis, που διατηρεί έναν αξιόλογο πληθυσμό πάνω σε διάφορα υποστρώματα, διαβιώνει στη λίμνη με διαφορετικό τρόπο από άλλα αντίστοιχα είδη του ανοιχτού θαλάσσιου συστήματος. Ωστόσο οι ανθρωπογενείς επιδράσεις φαίνεται να έχουν αρνητικές επιπτώσεις σε αρκετά σημεία στα παράλια της λίμνης. Η ανεμώνη αυτή είναι ζωοτόκος οργανισμός, ενώ η διατροφή του στηρίζεται σε μικροοργανισμούς αλλά και σε διαλυμένες οργανικές ουσίες που βρίσκονται στα νερά της λίμνης. Για τα άλλα δύο είδη (Abra ovata και Cerastoderma glaucum) διαπιστώθηκε ότι η αναπαραγωγική τους στρατηγική είναι κατάλληλα προσαρμοσμένη στο περιβάλλον της λίμνης. Το πρώτο είδος φαίνεται να ζει περίπου 18 μήνες ενώ το δεύτερο περίπου 12. Το πρώτο βρίσκεται χωμένο στο ίζημα ως και 5 cm ενώ το δεύτερο μπορεί να ζει παραχωμένο στο ίζημα αλλά και πάνω στα φύκια που κοσμούν τους βράχους και τον πυθμένα της λίμνης. Ο πληθυσμός ιδιαίτερα του C. glaucum παίζει καθοριστικό ρόλο στην οικολογική ισορροπία των νερών της, αφού σε ημερήσια βάση το κάθε άτομο μπορεί να διηθεί (φιλτράρει) 1-3 λίτρα νερού, καθαρίζοντάς το από διάφορα μικρόβια και περίσσειες οργανικές ενώσεις. Φαίνεται λοιπόν ότι η οικολογική ισορροπία της λίμνης, που βρίσκεται κάτω από ένα ιδιαίτερο καθεστώς, χρειάζεται ιδιαίτερες και άμεσες μελέτες βιοπαρακολούθησης προκειμένου η Λίμνη της Βουλιαγμένης να τύχει μιας αειφόρου και βιώσιμης διαχείρισης. Τα μνημεία της φύσης δεν αποτελούν κληρονομιά μόνο των κατοίκων μιας χώρας αλλά όλων των κατοίκων του πλανήτη. Η λίμνη την περίοδο του καλοκαιριού δέχεται πάνω από χίλιους κολυμβητές ημερησίως. Με άλλα λόγια, σε ημερήσια βάση το καθένα από τα άτομα αυτά καταλαμβάνουν 3,5-4 τ.μ. της επιφάνειας της λίμνης. Αναρωτήθηκε όμως ποτέ κανείς αν το περιβάλλον της λίμνης μπορεί να επιδέχεται τέτοια φόρτιση ανθρωπογενούς όχλησης; Μήπως η διαχείριση της λίμνης χρειάζεται μια καλύτερη τύχη; Μήπως θα πρέπει να αξιοποιηθεί η λίμνη με πολύπλευρες ενέργειες και βιώσιμες διαχειριστικές στρατηγικές; Δεν θα πρέπει κάποτε να δείξουμε στον κόσμο ότι το φυσικό περιβάλλον αξιοποιείται με σεβασμό; Τα ερωτήματα αυτά, όπως και άλλα πολλά που δεν διατυπώνονται, φαίνεται ότι βασανίζουν πολλούς αλλά δυστυχώς δεν εισακούγονται. Αν ένα τέτοιο μοναδικό μνημείο της φύσης δεν αξιοποιηθεί κατάλληλα, φοβάμαι ότι οι κυρώσεις από την ΕΕ δεν θα καθυστερήσουν για πολύ ακόμη.


1) Α. Papapetrou-Zamanis, Ann. Geol. de Pays Hell., 21, 210-216, 1969. 2) V. Giannopoulos & Κ. Giotis, Γαιόραμα, Ιούλιος – Αύγουστος 2000.


Ο κ. Χαρίτων Χιντήρογλου είναι αναπληρωτής καθηγητής του Τομέα Ζωολογίας στο Τμήμα Βιολογίας του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης.