Η πρώτη συνομιλία του «Λάμπρου» με τους άνδρες της Αντιτρομοκρατικής Υπηρεσίας ήταν μάλλον πεζή: «Λάμπρο, τέλος» του είπε ένας από αυτούς μόλις επιβιβάστηκαν στο ελικόπτερο που θα μετέφερε τον Οικονόμου-Γιωτόπουλο από τους Λειψούς στην Αθήνα. Ο Αλέκος Γιωτόπουλος αντέδρασε χωρίς εμφανή συναισθήματα, κοφτά: «Ούτε Λάμπρος ούτε τέλος».


Το «κυνήγι» του «Λάμπρου» από την Ελληνική Αστυνομία διήρκεσε μερικούς μήνες και το «συμπλήρωμα» των κομματιών που έλειπαν αναδείχθηκε ένα από τα προσωπικά πάθη του αρχηγού της ΕΛ.ΑΣ. κ. Φώτη Νασιάκου.


Συγκέντρωνε τα πάντα, από τα χρόνια του Γιωτόπουλου στο γυμνάσιο του Χαλανδρίου. Η Αστυνομία «έπεσε πάνω» και σε φωτογραφίες του Γιωτόπουλου από την εποχή που 15 ετών μαθητής σύχναζε στα κεντρικά γραφεία της Γαλλικής Ακαδημίας (Annex Central). Τότε η τάξη του είχε πάει ημερήσια εκδρομή στην Αίγινα. Στις φωτογραφίες της εκδρομής που χρονολογείται από τις αρχές της δεκαετίας του ’60 εικονιζόταν και ένας πανεπιστημιακός του Πολυτεχνείου ο οποίος έτυχε να βρίσκεται στο Παρίσι το 1968 και έχει δραστηριότητα στην εξωκοινοβουλευτική Αριστερά. Ο καθηγητής προσήχθη πριν από δύο εβδομάδες άρον άρον σε αστυνομικό τμήμα νησιού του Αργοσαρωνικού, όπου τα στοιχεία «διασταυρώθηκαν» σε χρόνο μηδέν μέσω μιας πολύ γρήγορης σύνδεσης μόντεμ σε έναν κεντρικό υπολογιστή. «Ηταν εξαιρετικά γρήγορη η διαδικασία και εξαιρετικά επώδυνη για μένα» είπε ο πανεπιστημιακός μιλώντας στο «Βήμα» (σ.σ.: το όνομά του είναι στη διάθεση της Συντάξεως της εφημερίδας). «Επειτα, μέσα σε δευτερόλεπτα, μου είπαν ότι είμαι ελεύθερος να φύγω. Είχαν διασταυρωθεί τα στοιχεία μου και δεν ταίριαζαν».


Ο άνθρωπος αυτός δεν ξαναείδε τον «Λάμπρο» μετά την κοινή εποχή τους στο Παρίσι – είχαν μια διαφορά ηλικίας τριών ετών – και από αυτή την άποψη δεν ήταν χρήσιμος στις αρχές. Ο προσαχθείς πανεπιστημιακός θυμάται ότι «πάντα συζητούσαμε τι έχει γίνει ο Λάμπρος». Πίστευε και αυτός στον «μύθο» ότι «ο Λάμπρος ερωτεύτηκε μια όμορφη Πολωνέζα και εγκαταστάθηκε στην Πολωνία».


Ο ίδιος ο Γιωτόπουλος απέδωσε τη χρήση του ονόματος Μιχάλης Οικονόμου στην ανάγκη να έχει διαβατήριο με άλλο όνομα όταν «χτυπήθηκε» ως στέλεχος της Λαϊκής Επαναστατικής Αντίστασης (ΛΕΑ).


Σύμφωνα με μαρτυρίες πρώην συντρόφων του, ο Γιωτόπουλος «μπαινόβγαινε» στην Ελλάδα κατά τη διάρκεια της δικτατορίας με διαφορετικά διαβατήρια, ακολουθούσε διαφορετικούς δρόμους αλλά καθοδηγούσε την οργάνωσή του – μαζί με άλλους – με «σιδερένιο χέρι»: τα μέλη της ηγεσίας της οργάνωσης ήταν διορισμένα (κοοπτάτσια), όπως συνέβαινε με τα μέλη των ηγεσιών και άλλων αντιδικτατορικών οργανώσεων. Μέσα στη δικτατορία, αυτή η πολιτική ήταν επιβεβλημένη, συνέδρια δεν ήταν δυνατόν να γίνουν.


Οταν το 1973 «χτυπιέται» η ΛΕΑ από μια έκρηξη σε εργαστήριο φύλαξης εκρηκτικών στην Κυψέλη, η Αστυνομία συλλαμβάνει δεκάδες μέλη της αλλά ο Γιωτόπουλος μένει αλώβητος. Ή σχεδόν αλώβητος. Γιατί σε ένα σήμα των γαλλικών μυστικών υπηρεσιών όπου αποτυπώνεται ένα γαλλικό «χτύπημα» κατά της ΛΕΑ το 1973 οι Γάλλοι περιλαμβάνουν το όνομα Αλέκος Γιωτόπουλος, γεννημένος το 1944 στο Παρίσι.


Η Αστυνομία υπολογίζει ότι αυτή την εποχή ο Αλέκος Γιωτόπουλος καταλήγει στη χρήση του ονόματος Μιχάλης Οικονόμου, άλλοι όμως που γνωρίζουν περισσότερα από την ΕΛ.ΑΣ. ξέρουν ότι ο Γιωτόπουλος χρησιμοποιεί αυτό το όνομα – του πρώτου Γραμματέα του ΣΕΚΕ στην Ελλάδα – από το ταξίδι στην Κούβα το 1968.


Με αυτό το όνομα δεν κυκλοφορεί μετά την πτώση της χούντας στην Αθήνα, επιχειρώντας να στρατολογήσει μέλη των οργανώσεων της εξωκοινοβουλευτικής Αριστεράς στην «ένοπλη πάλη».


Ο Γιωτόπουλος έχει συγκεκριμένες απόψεις για την «ένοπλη προπαγάνδα», επιχειρηματολογώντας υπέρ της «κλειστής οργάνωσης στελεχών» που βρίσκεται στην «πρωτοπορία». Ο «μαζικός χώρος» είναι προνομιακός για τη στρατολόγηση νέων μελών αλλά όχι αναγκαίος για την ύπαρξη της «πρωτοπορίας».


Η οργάνωση ιδρύεται στις 17 Νοεμβρίου του 1974 όπως δείχνει η προκήρυξη της δολοφονίας του Γουέλς: «… Το σύνθημα «έξω οι Αμερικάνοι» που ήταν από τα βασικά της εξέγερσης της 17 Νοέμβρη, που κυριαρχούσε πανελλήνια από τις 24 Ιούλη και που βροντοφώναξαν οι ένα εκατομμύριο διαδηλωτές στις 17 Νοέμβρη, παραμένει ανεκπλήρωτο» γράφει ο συντάκτης της προκήρυξης της δολοφονίας του Ρίτσαρντ Γουέλς.


Η αστυνομία τον θέλει να κυκλοφορεί υπό καθεστώς «ημιπαρανομίας», επενδύοντας το μεγαλύτερο μέρος του χρόνου του στη συγκέντρωση πληροφοριών για τους στόχους τους οποίους ήθελε να «χτυπήσει» η οργάνωση. Στην πραγματικότητα κυκλοφορεί στην Αθήνα με το όνομά του, Αλέκος Γιωτόπουλος, για όσους τον γνωρίζουν και με το Μιχάλης Οικονόμου για όσους δεν τον γνωρίζουν.


Ο «μεγάλος παππούς» της τρομοκρατίας


Στις 20 Οκτωβρίου 1991, ο «σύντροφος» του πατέρα του Γιωτόπουλου Μιχάλης Ράπτης θα γράψει στο «Βήμα»:


«Θεωρούσα ότι επρόκειτο μάλλον για μια «ακροαριστερή» μικρή ομάδα «μαοϊκής» ιδεολογικής προέλευσης, που είχε ως κύριο στόχο της να χτυπήσει, να «τιμωρήσει» όσους συνέβαλαν στην εγκαθίδρυση και λειτουργία της χούντας του 1967. Ξέρω τώρα το ίδιο καλά όσο και οι αρμόδιες υπηρεσίες στη Γαλλία και την Ελλάδα ότι στα χρόνια 1975-77 (τουλάχιστον) η οργάνωση αυτή έχαιρε μεγάλης συμπάθειας όχι μόνο σε ευρύ κύκλο νέων και πολιτών στην Ελλάδα και το Παρίσι…».


Η εκτίμηση του Μιχάλη Ράπτη είναι απολύτως σωστή, αν και η Αστυνομία δεν είναι βέβαιη ότι γνώριζε τη νέα ιδιότητα και το νέο όνομα του Αλέκου Γιωτόπουλου. «Υπάρχει ένας κύκλος ανθρώπων στην Αθήνα και στο Παρίσι που εξακολουθούν να γνωρίζουν τον κύριο Οικονόμου ως κύριο Γιωτόπουλο. Ο Γιωτόπουλος και στην Αθήνα και στο Παρίσι χρησιμοποιεί και τα δύο ονόματα…». Αλλά το ίδιο διάστημα πάρα πολλοί άνθρωποι συναντούν και γνωρίζουν στην Αθήνα τον Αλέξανδρο Γιωτόπουλο με αυτό το όνομα, το όνομα Αλέξανδρος Γιωτόπουλος είναι αυτό που χρησιμοποιεί κυρίως στην κοινωνική του ζωή, σε εκθέσεις, παρουσιάσεις βιβλίων και συναντήσεις με παλιούς συντρόφους.


Ο Γιωτόπουλος το διάστημα αυτό είναι ο «επιχειρησιακός αρχηγός της οργάνωσης», ένας από τους«Νικήτες» της, ο πρώτος. Στη σημειολογία της 17Ν το ψευδώνυμο «Λάμπρος» έχει ο αρχηγός της οργάνωσης και το ψευδώνυμο «Νικήτας» ο υπ’ αριθμόν 2, ο επιχειρησιακός αρχηγός. Παρ’ όλα αυτά η αδελφή του Λάουρα είχε να τον δει 27 χρόνια.


Ορισμένοι από τους ανθρώπους που γνωρίζουν από την εποχή της χούντας τις οργανωτικές δυνατότητες και την ικανότητά του να παράγει ιδεολογία πιστεύουν ότι πίσω από τον Γιωτόπουλο βρίσκεται ένας άλλος αρχηγός… Αυτός «εγγυάται» την αξιοπιστία όσων μεταβαίνουν στην Κούβα το 1968 και αυτός «εγγυάται» την αξιοπιστία του Γιωτόπουλου όταν συνομιλεί με τους άλλους ηγέτες των ενόπλων ομάδων. «Δεν είναι ένα από τα πρόσωπα που αναζητά σήμερα η Αστυνομία» λέει με βεβαιότητα ένας άνθρωπος που είδε τον Αλέκο Γιωτόπουλο για τελευταία φορά το 1975. Ο «Λάμπρος» της πρώτης περιόδου, λένε, είναι ένας… άλλος.


Η Αστυνομία υποστηρίζει ότι κάτι τέτοιο δεν προκύπτει από την κατάθεση του Παύλου Σερίφη αλλά και από το ύφος της πρώτης προκήρυξης, που διακρίνεται από τις εμμονές του Αλέξανδρου Γιωτόπουλου (οι φράσεις όπως «ξέφραγο αμπέλι», αναφορά στο Κυπριακό).


Πολλοί άνθρωποι του «ευρύτερου χώρου της σύγκρουσης με το κράτος» λένε με σιγουριά ότι από την αρχική ιδρυτική ομάδα της 17Ν δεν ζουν πλέον «τέσσερα άτομα ». Το ερώτημα ποιος ήταν σε αυτή την αρχική ηγετική ομάδα ίσως να μην έχει καμία αξία για την Αστυνομία.


Ισως όμως και να έχει. Στην παρουσίαση της σύλληψης του Αλέκου Γιωτόπουλου ο αρχηγός της ΕΛ.ΑΣ. κ. Φώτης Νασιάκος αναφέρει ότι ο κ. Γιωτόπουλος είναι «ο καθοδηγητής της οργάνωσης…».


Αλλά ο σημερινός καθοδηγητής δεν είναι υποχρεωτικά ο πρώτος. «Υπάρχει ένας άλλος «Λάμπρος» πριν από τον σημερινό» υποστηρίζουν κάποιοι που γνωρίζουν τι συνέβη τις ημέρες του 1974 όταν σχηματίζονταν οι οργανώσεις του «ένοπλου αγώνα». «Ο Γιωτόπουλος είναι αυτός που έμεινε από τους παππούδες...». Και οι υπόλοιποι; Αυτοί που εγκατέλειψαν τη 17Ν το 1980 και αυτοί που διαφώνησαν με τη δολοφονία του Παύλου Μπακογιάννη; Τι σχέση έχουν οι «αδρανοποιημένοι της 17Ν» με το κουβάρι που άρχισε να ξετυλίγεται από τις 29 Ιουνίου στον Πειραιά; Τι σχέση είχαν με άλλες οργανώσεις της ένοπλης βίας; Υπάρχουν «παππούδες» σε δύο οργανώσεις;


Στις 20 Οκτωβρίου 1991, στο άρθρο του στο «Βήμα» ο Μιχάλης Ράπτης («Πάμπλο») απευθύνεται προς τη 17Ν υπονοώντας σαφώς ότι η οργάνωση έχει μεταλλαχθεί μετά τις δολοφονίες των Π. Μπακογιάννη και Τσετίν Γκοργκίου και τη δολοφονική απόπειρα κατά του Β. Βαρδινογιάννη. Γράφει: «Η Ελλάδα σήμερα περνά σε μαφιόζικη αναβάθμισή της. Μαφιόζικα συγκροτήματα αρπάζουν ό,τι μπορούν, κυκλώματα κάθε είδους έχουν αρχίσει να νέμονται την οικονομία, το κράτος, την κοινωνία, εφορμούν ακάθεκτα, αρπάζουν από εδώ και από εκεί ό,τι μπορούν, από νοσοκομεία έως βραχονησίδες… μοιράζεις όταν μπορείς «φακελάκια» παντού, αγοράζεις «υπηρεσίες» ακόμα και «τρομοκρατικές»». Το άρθρο γράφεται για την οργάνωση του Γιωτόπουλου, αλλά κάποιοι συναγωνιστές του Γιωτόπουλου στον αντιδικτατορικό αγώνα εκτιμούν ότι απευθύνεται «σε έναν άλλο ηγέτη της οργάνωσης που έχει χάσει τον έλεγχο». Είναι άραγε ο πρώτος «Λάμπρος»;


Της γραπτής αλληλογραφίας προηγείται ένας έντονος διάλογος του Μιχάλη Ράπτη με δύο άνδρες και μία γυναίκα στην πλατεία Κολωνακίου το 1988. Ο ένας είναι ο Γιωτόπουλος. Ο διάλογος είναι έντονος, διαρκεί δυόμισι ώρες και τελειώνει με ανταλλαγή ύβρεων. Ο Ράπτης αποκαλεί τους συνομιλητές του «ανόητους», αυτοί τον συμβουλεύουν να «αυτοκτονήσει» ως γέρος «αστός πολιτικός». Τις ίδιες εκφράσεις χρησιμοποιεί και η προκήρυξη της 17Ν που απαντά στο άρθρο τού «Πάμπλο» στο Βήμα (20 Οκτωβριου 1991).


Ο Μιχάλης Ράπτης δεν είχε πάρει ο ίδιος την πρωτοβουλία για τη συνάντηση αυτή. Ούτε και οι συνομιλητές του…