Την Τετάρτη 20 Νοεμβρίου 1991, στις 00.50, η Αστυνομία ήρθε σε συμπλοκή με αγνώστους στα Σεπόλια. Η ανταλλαγή πυροβολισμών άρχισε όταν μία αστυνομική περίπολος εντόπισε τρεις άντρες να προσπαθούν να κλέψουν ένα φορτηγάκι Toyota. Οι δύο αστυνομικοί άφησαν τα αυτόματα όπλα τους στο περιπολικό καθώς βγήκαν να συλλάβουν τους τρεις υπόπτους. Αλλά ξαφνικά πρόβαλε ένα τέταρτο άτομο από ένα παρκαρισμένο αυτοκίνητο και άνοιξε πυρ εναντίον τους. Δύο άλλα περιπολικά έφτασαν στο σημείο της συμπλοκής αλλά «αναχαιτίστηκαν» με χειροβομβίδες και οι τέσσερις δράστες διέφυγαν με ταξί.


Σε επίσημη ανακοίνωση της Ασφάλειας υπήρχε η εκτίμηση ότι «οι τέσσερις ένοπλοι ανήκαν σε τρομοκρατική οργάνωση». Δεν κατονομαζόταν αλλά φωτογραφιζόταν με στοιχεία η 17Ν. Στα ρεπορτάζ των εφημερίδων οι αξιωματικοί Ειδικών Δυνάμεων διέρρεαν ότι ήταν εντυπωσιασμένοι από τον τρόπο δράσης των τρομοκρατών και θα ήθελαν να έχουν φαντάρους τόσο καλά εκπαιδευμένους, όπως οι τέσσερις τρομοκράτες: «Εχουν τέτοια εκπαίδευση, που ως σήμερα τουλάχιστον δεν παρέχεται στην Ελλάδα. Ο τρόπος και οι ενέργειές τους έδειξαν ότι όσοι και να ήταν οι αστυνομικοί, δεν θα μπορούσαν να τους συλλάβουν». Το τελικό συμπέρασμα των αξιωματικών ήταν: «Ούτε η Αστυνομία αλλά ούτε και οι Ειδικές Δυνάμεις είναι σήμερα σε θέση να αντιμετωπίσουν τέτοιας μορφής αντιπάλους και το μόνο που μένει είναι να δημιουργηθούν και στη χώρα μας ομάδες κρούσης τέτοιες, όπως στο εξωτερικό, με ειδική εκπαίδευση «αντάρτικου πόλεων»». Τι έλεγε η 17Ν


Δεν παραδέχθηκε σε καμία προκήρυξή της τη συγκεκριμένη ενέργεια. Τι έλεγαν οι εφημερίδες


«Αντάρτες πόλεις χωρίς αντίπαλο. Ανώτεροι αξιωματικοί των Ειδικών Δυνάμεων του Στρατού παραδέχονται την αδυναμία της ΕΛ.ΑΣ.» έγραφε η «Ελευθεροτυπία» στο φύλλο τής 21.11.1991, που είχε ως πρωτοσέλιδο: «Για πρώτη φορά «ψηλά τα χέρια 17Ν» και μετά, κόλαση. Πώς ξέφυγαν». Το βασικό της σχόλιο ήταν ότι «χρειάστηκαν 16 ολόκληρα χρόνια για να μείνει η 17Ν με «ψηλά τα χέρια» στην Ελληνική Αστυνομία, έστω και για λίγα δευτερόλεπτα». Η «Απογευματινή» της ίδιας ημέρας είχε ως πρωτοσέλιδο: «Μοιραίο λάθος της 17Ν». Σήμερα


Η Αστυνομία διαθέτει την ομολογία του Χριστόδουλου Ξηρού, ο οποίος στην προανακριτική του κατάθεση ομολόγησε τη συμμετοχή του στο περιστατικό: «… εγώ, ο αδελφός μου ο Σάββας, ο «Λουκάς» (σ.σ.: Δημ. Κουφοντίνας) και ο «Αρης» (σ.σ.: αγνώστων λοιπών στοιχείων) πήγαμε στην περιοχή των Σεπολίων με σκοπό να κλέψουμε ένα φορτηγάκι. Κάποιος όμως από τους ενοίκους μάς αντιλήφθηκε και ειδοποίησε την Αστυνομία. Φθάνοντας το πρώτο περιπολικό στο σημείο ανταλλάξαμε πυροβολισμούς, ακινητοποιήσαμε ένα διερχόμενο ταξί και κάνοντας διαφόρους ελιγμούς καταφέραμε να βγούμε στην οδό Αγ. Μελετίου. Αντιληφθήκαμε την παρουσία περιπολικού με φάρο και θεωρώντας ότι μας καταδιώκει, ή ο «Αρης» ή ο «Σάββας» έριξε προς το περιπολικό χειροβομβίδα. Ολοι είχαμε μαζί μας όπλα, οι τρεις περίστροφα και ένας, δεν ξέρω ποιος, 45άρι, τα οποία όλοι χρησιμοποιήσαμε κατά την ανταλλαγή πυρών με τους αστυνομικούς».


Σύμφωνα με την Αστυνομία, στη συμπλοκή είχε χρησιμοποιηθεί πιστόλι 45 χιλιοστών, το οποίο βρέθηκε χωρίς γεμιστήρα και με απαλειμμένο αριθμό στη γιάφκα της οδού Πάτμου 84, στα Κάτω Πατήσια. Αξιολογείται μέχρι στιγμής ως μικρότερης αξίας όπλο, αφού προς το παρόν έχει συνδεθεί μόνο με αυτή τη συμπλοκή. Είναι ένα «τρίτο» 45άρι της οργάνωσης και δεν έχει γίνει γνωστό από πού προέρχεται, πώς δηλαδή το απέκτησε η 17Ν. Επίσης, δεν έχει γίνει γνωστό αν έχει χρησιμοποιηθεί σε υποθέσεις που εμπίπτουν στο κοινό ποινικό δίκαιο.


Στην ίδια συμπλοκή χρησιμοποιήθηκε και ένα 38άρι περίστροφο (τραυμάτισε τον αστυφύλακα Ιωάννη Παπαφώτη) τύπου Smith & Wesson με τον αύξοντα αριθμό 971379, το οποίο βρέθηκε στη γιάφκα της οδού Πάτμου 84, στα Κάτω Πατήσια. 70. Δύο ρουκέτες στην εταιρεία Βιοχάλκο


Την Κυριακή 8 Δεκεμβρίου 1991, στις 00.30, πραγματοποιήθηκε επίθεση με δύο ρουκέτες κατά των γραφείων της εταιρείας Βιοχάλκο στους Αμπελόκηπους. Η ίδια η οργάνωση ποτέ δεν ανέλαβε την ευθύνη με προκήρυξη για το χτύπημα. Σήμερα


Η Αστυνομία διαθέτει την ομολογία του Χριστόδουλου Ξηρού, ο οποίος στην προανακριτική του κατάθεση ομολόγησε τη συμμετοχή του στο περιστατικό: «Τον Δεκέμβριο του 1991, εγώ, ο Σάββας (σ.σ.: Ξηρός) και ο «Λουκάς» (σ.σ.: Δημ. Κουφοντίνας) κάναμε την επίθεση με δύο ρουκέτες κατά των γραφείων της Βιοχάλκο στους Αμπελόκηπους. Εκτοξεύσαμε με τη χρήση ενός μπαζούκα και τις δύο ρουκέτες, οι οποίες ήταν των 2,36 και ήταν η μοναδική φορά που εγώ πήρα μέρος σε επίθεση και εκτόξευσα ο ίδιος τις ρουκέτες». 71. Το φιάσκο της Ριανκούρ


Την Παρασκευή 27 Μαρτίου 1992, στις 08.00 το πρωί, μια ομάδα τεσσάρων ανδρών των ΕΚΑΜ παρακολουθούν τις κινήσεις ύποπτου βαν, το οποίο έχει εμφανιστεί τρεις φορές μέσα στην ίδια εβδομάδα στο ίδιο σημείο. Οι αστυνομικοί δεν αντιλήφθηκαν ότι πρόκειται για μέλη της 17Ν, οι οποίοι έκαναν «πρόβα» χτυπήματος. Ωσπου να αντιδράσουν, οι ύποπτοι είχαν εξαφανιστεί. Τι έλεγε η Αστυνομία


Το θέμα «κρύφτηκε» τότε για περισσότερο από έναν μήνα από την Αστυνομία και όταν τελικά το «φιάσκο» αποκαλύφθηκε, υπήρξαν εκτιμήσεις στελεχών της Αστυνομίας «για μια πολύ καλά οργανωμένη ενέδρα».


Ο τότε υπουργός Δημόσιας Τάξης, Θόδωρος Αναγνωστόπουλος, παραδέχθηκε σε μια συνέντευξη Τύπου ότι η «μονάδα των ΕΚΑΜ που πήρε μέρος στην επιχείρηση δεν έκανε καλά τη δουλειά της». Σύμφωνα με το υπουργείο Δημόσιας Τάξης, άγνωστη γυναίκα τηλεφώνησε στην Αστυνομία και ανέφερε ότι στην οδό Λουίζης Ριανκούρ, κοντά στο Γηροκομείο Αθηνών, θα γινόταν συνάντηση μελών της οργάνωσης-φαντάσματος. Ο Θόδωρος Αναγνωστόπουλος είπε ακόμη ότι «από την Αστυνομία υπήρχαν διαρροές προς τις τρομοκρατικές οργανώσεις».


Μετά την αποκάλυψη του «φιάσκου», ο επικεφαλής των ΕΚΑΜ και εκπαιδευόμενος στις ΗΠΑ αξιωματικός Μιχάλης Μαυρουλέας πήρε δυσμενή μετάθεση για τη Σάμο. Τι έλεγε η 17Ν


Η οργάνωση έβγαλε μια προκήρυξη με ημερομηνία 8 Μαΐου 1992 και ανέφερε μεταξύ άλλων ότι έκανε συχνά «πρόβες», δοκιμάζοντας ένα προσχεδιασμένο χτύπημα. Ανέφερε επίσης ότι ο Μαυρουλέας, ο επικεφαλής της συγκεκριμένης ομάδας των ΕΚΑΜ, «ενήργησε ήρεμα και συνετά και βασιζόμενος στην πείρα του συνειδητοποίησε ότι αν η Αστυνομία είχε κινηθεί εναντίον του βαν της 17Ν, οι πέντε κομάντος θα τους είχαν γαζώσει με σφαίρες».


Στην προκήρυξη η 17Ν γράφει: «Μπορεί βέβαια σήμερα να αποκαλύφθηκε ότι ο περίφημος πληροφοριοδότης στην ασφάλεια ήταν παραμύθι, ότι κατασκεύασαν ολόκληρη 17Ν μαϊμού για να τσεπώσουν τα εκατομμύρια της επικήρυξης και ότι η δική μας εκδοχή της Ριανκούρ ήταν αληθινή, αλλά τέτοια ψιλοπράγματα δεν πτοούν τους πρακτοράρες».


Η 17Ν άφησε να εννοηθεί ότι τα μέλη της ξέχασαν το περίστροφο μέσα στο φορτηγάκι, στην προσπάθειά τους να μεταφέρουν τον υπόλοιπο οπλισμό που υπήρχε μέσα σ’ αυτό. «Ας μας επιτραπεί να μην πούμε γιατί αφέθηκε το περίστροφο. Το γεγονός όμως δείχνει το μέγεθος του οπλισμού που υπήρχε μέσα στο αυτοκίνητο». Τι έλεγαν οι εφημερίδες


Εκείνη την εποχή υπήρχε έντονη σεναριολογία για μια γυναίκα πληροφοριοδότη της 17Ν, η οποία ενημέρωνε τις αρχές για τις ενέργειές της. «Αυτό ήταν εν μέρει αλήθεια. Είχε παρουσιαστεί μια γυναίκα πράγματι στις αρχές, αλλά δεν έδωσε αυτή τις πληροφορίες στην Αστυνομία σχετικά με τις κινήσεις της οργάνωσης» εκτιμούν «Τα Νέα» της 5.2.2002. Σήμερα


Η Αστυνομία διαθέτει την ομολογία του Βασίλη Τζωρτζάτου, ο οποίος στην προανακριτική του κατάθεση ομολόγησε τη συμμετοχή του στο περιστατικό. Στην κατάθεσή του ο Τζωρτζάτος λέει: «Στη γνωστή υπόθεση της Ριανκούρ στο φιάσκο της Αστυνομίας ήμουν κι εγώ εκεί με τον «Λουκά» (σ.σ.: Δημ. Κουφοντίνα), τον «Μιχάλη» (σ.σ.: Σάββα Ξηρό) και με κάποιους άλλους που δεν θυμάμαι». Ο Χριστόδουλος Ξηρός στην προανακριτική του απολογία τονίζει: «Στη συνέχεια από συζητήσεις στην οργάνωση έμαθα για το περιστατικό της Ριανκούρ, στο οποίο πήραν μέρος ο αδελφός μου ο Σάββας, ο «Λουκάς» (σ.σ.: Δημ. Κουφοντίνας), ο «Σταμάτης» (Βασίλης Τζωρτζάτος) και ένας ακόμη που δεν θυμάμαι. Απ’ ό,τι ξέρω μόλις μπήκαν στο κλειστό φορτηγό, το οποίο ήταν σταθμευμένο στην οδό Ριανκούρ από την προηγούμενη ημέρα, αντελήφθησαν την παρουσία αστυνομικών με πολιτικά και αντί να έρθουν στο σημείο που είχαμε ραντεβού, σε πάρκο πίσω από τον Ερυθρό Σταυρό, αυτοί έφυγαν εσπευσμένα προς την περιοχή του Γηροκομείου, όπου εγκατέλειψαν το φορτηγάκι, μέσα στο οποίο ξέχασαν κι ένα περίστροφο, λόγω της βιασύνης τους να εξαφανιστούν». 72. Απόπειρα δολοφονίας Παλαιοκρασσά, νεκρός Αξαρλιάν


Την Τρίτη 14 Ιουλίου του 1992, στις 16.00, τηλεπυροδοτούμενη ρουκέτα εκτοξεύεται κατά του υπουργού Οικονομικών Γιάννη Παλαιοκρασσά στο κέντρο της Αθήνας. Νεκρός ο 22 ετών σπουδαστής Θάνος Αξαρλιάν, που περνούσε από τη συμβολή των οδών Καραγεώργη Σερβίας και Βουλής, την ίδια στιγμή που η ρουκέτα της 17Ν εκτοξευόταν στο θωρακισμένο αυτοκίνητο του τότε υπουργού Οικονομικών. Επεσε νεκρός από θραύσματα, ενώ ο υπουργός, η σύζυγος, η κόρη και ο οδηγός του βγήκαν σοκαρισμένοι από το αυτοκίνητο που είχε γίνει στόχος. Η έκρηξη δημιούργησε κρατήρα ενός μέτρου και κατέστρεψε δύο αυτοκίνητα. Η ενέργεια αυτή της οργάνωσης προκάλεσε κύμα κριτικής εναντίον της. Τι έλεγε η Αστυνομία


Οι αρχικές εκτιμήσεις της Αντιτρομοκρατικής Υπηρεσίας ότι υπεύθυνοι για την επίθεση ήταν ένα σκληροπυρηνικό σχίσμα της 17Ν κατέρρευσαν όταν η οργάνωση ανέλαβε πλήρως την ευθύνη. Τι έλεγε η 17Ν


Ο άγνωστος που τηλεφώνησε στην «Ελευθεροτυπία» και ανέλαβε την ευθύνη εκ μέρους της οργάνωσης λίγες ώρες μετά την επίθεση δήλωσε τη «λύπη» του για τον θάνατο του «αθώου θύματος». Τότε η 17Ν είχε αποδώσει τον θάνατο του φοιτητή όχι στη δική της αδιαφορία, αλλά στην καθυστέρηση του ασθενοφόρου που τον μετέφερε στο νοσοκομείο. Τι έλεγαν οι εφημερίδες


Η «Καθημερινή» σε πρωτοσέλιδο άρθρο της στις 16.7.1992 ανέφερε: «Μέχρι τώρα η 17Ν μας είχε εφησυχάσει ότι έχει συγκεκριμένους στόχους και «σοβαρούς»». Ο «Ελεύθερος Τύπος» στο κύριο άρθρο του, την ίδια μέρα, έγραφε για «φοβερές «συμπτώσεις» που συνοδεύουν τις ενέργειες των τρομοκρατών» και ανέφερε ότι «ο κ. Παλαιοκρασσάς τελευταία είχε γίνει στόχος επίθεσης βουλευτών του ΠαΣοΚ, εφημερίδων και γνωστών αγνώστων κύκλων για το σκάνδαλο Κοσκωτά».


«Μαζί… τώρα κατά 17Ν» έγραφε στην πρώτη της σελίδα η «Ελευθεροτυπία» της 16.7.1992 και συνέχιζε: «Συνεργασία αρχηγών κατά της τρομοκρατίας. Αλληλοκατηγορίες ετών για ευθύνες των δύο πλευρών. Πρόταση Ανδρέα για κοινό τραπέζι, ναι από την Κυβέρνηση. Πίσω 17 χρόνια οι έρευνες της ΕΛ.ΑΣ.». Στις εσωτερικές σελίδες: «Ανδρέας: Δέχομαι συνεργασία για 17Ν» και «Εκρηξη ανησυχίας από τη φονική ρουκέτα. Η οργή στην Πρώτη Σελίδα. Ολοι καταδικάζουν τη 17Ν».


Την επομένη, 17.7.1992, εφημερίδα έγραφε στο πρωτοσέλιδο: «ΕΛ.ΑΣ.: Και ξανά στο σκοτάδι τραβά. Στο γνωστό δρόμο του σκοταδιού βαδίζουν οι έρευνες της ΕΛ.ΑΣ. για τη 17Ν. Οι αρχηγοί δεν είπαν τίποτα χθες για τη συνεργασία. Η μάνα του 22χρονου Αθανάσιου Αξαρλιάν βρήκε το κουράγιο μες στον σπαραγμό της να συγχωρήσει: Φθάνει ο γιος μου να είναι το τελευταίο θύμα». Κοινή εκτίμηση όλων των εφημερίδων σήμερα είναι ότι ο θάνατος του νεαρού προκάλεσε και την αντίστροφη μέτρηση για την οργάνωση που έχασε μεγάλο μέρος του λαϊκού ερείσματος που διεκδικούσε και αμφισβητήθηκαν όσο ποτέ ο τρόπος δράσης όσο και οι σκοποί της. Σήμερα


Η Αστυνομία διαθέτει τις ομολογίες του Χριστόδουλου Ξηρού και του Βασίλη Τζωρτζάτου, οι οποίοι στις προανακριτικές τους καταθέσεις ομολόγησαν τη συμμετοχή τους στο περιστατικό. Επίσης ανακοίνωσε ότι ομολόγησε και ο Κ. Τέλιος. Στην προανακριτική του κατάθεση ο Βασίλειος Τζωρτζάτος ομολογεί: «Συμμετείχα μαζί με τον «Μανόλη» (σ.σ.: Χριστόδουλο Ξηρό), τον «Μιχάλη» (σ.σ.: Σάββα Ξηρό) και τον «Λουκά» (σ.σ.: Δημ. Κουφοντίνα) στην επίθεση Παλαιοκρασσά, τον Ιούλιο του ’92».


Στην προανακριτική του κατάθεση ο Χριστόδουλος Ξηρός ομολογεί: «Η τελευταία πολιτική ενέργεια που συμμετείχα ήταν η εκτόξευση ρουκετών κατά του Παλαιοκρασσά στο Σύνταγμα, τον Ιούλιο του 1992, μαζί με τον αδελφό μου Σάββα (σ.σ.: Ξηρός), τον «Λουκά» (σ.σ.: Δημ. Κουφοντίνα) και τον «Σταμάτη» (σ.σ.: Βασίλη Τζωρτζάτο). Λίγες ημέρες πριν από την ενέργεια αρχίσαμε να ψάχνουμε για σημείο τοποθέτησης των εκτοξευτήρων. Εντοπίσαμε ένα εγκαταλειμμένο κατάστημα στον πρώτο όροφο μιας γωνιακής πολυκατοικίας. Παραβιάσαμε την κλειδαριά και τοποθετήσαμε μια άλλη δική μας. Την ημέρα της ενέργειας εγώ με τον «Σταμάτη» ήμασταν αρχικά πάνω στο κατάστημα μαζί με τους άλλους δύο και κάναμε τις τελευταίες εργασίες εγκατάστασης και ακολούθως μόλις βγήκε ο Παλαιοκρασσάς από το υπουργείο κατεβήκαμε τρέχοντας και πήγαμε σε προκαθορισμένα σημεία που είχαμε αφήσει τα μηχανάκια. Ο Σάββας και ο «Λουκάς» κατεβαίνουν και αυτοί, περνούν απέναντι στο πεζοδρόμιο κι ο ένας πυροδοτεί τις ρουκέτες και ο άλλος τον καλύπτει, χωρίς να γνωρίζω ποιος πάτησε το μπουτόν».