Το ξημέρωμα της τελευταίας Κυριακής του Ιουνίου ένα μπλε υπουργικό Αουντι έφευγε από τη Βέροια με κατεύθυνση την Αθήνα. Για πρώτη φορά ο Μιχάλης Χρυσοχοΐδης ήταν αποφασισμένος να παραβεί κάθε όριο. Λίγο πριν είχε δεχθεί το τηλεφώνημα του αρχηγού της Αστυνομίας Φώτη Νασιάκου. Η έκρηξη το βράδυ του Σαββάτου στον Πειραιά «μύριζε» 17Ν! Ο Μιχάλης Χρυσοχοΐδης ούτε που τηλεφώνησε στη φρουρά του. «Δέθηκε» στη θέση του οδηγού και «έσχισε» τον δρόμο προς την Αθήνα τρελαίνοντας τα ραντάρ. Ξεκίνησε στις 3.30 το πρωί της Κυριακής και στις 7.00 βρισκόταν στο γραφείο του, στον 7ο όροφο του κτιρίου της Κατεχάκη. Απέναντί του, άυπνος, ο αρχηγός. «Κάτι έχουμε»!


Εννέα ώρες πριν, στον Πειραιά, ο Σάββας Ξηρός περπατούσε με σταθερά βήματα κρατώντας στο δεξί του χέρι ένα μαύρο σακ βουαγιάζ. Δίπλα του, «σκιά» του, ένας άλλος άντρας, ο Δημήτρης Κουφοντίνας. Οι χτύποι του επιτραπέζιου ρολογιού χάνονταν μέσα στα χαχανητά του σαββατόβραδου. Ο μόνος ίσως που άκουγε αυτό το συνεχές τικ-τακ ήταν ο Σάββας Ξηρός – από συνήθεια, δηλαδή. Πριν από χρόνια ίσως ίδρωνε στα ίδια δρομολόγια, τώρα είχε παλιώσει. Μαζί του ένα 38άρι περίστροφο του έδινε σιγουριά. Κάποτε αυτό το 38άρι βρισκόταν σε χέρια «μπάτσου». Το «απαλλοτρίωσε» το 1984 η «σκιά» του, ο Κουφοντίνας, σωριάζοντας νεκρό τον κάτοχό του. «Θεατής» τότε ο Χριστόδουλος, ο μεγάλος αδελφός του Σάββα, ο άνθρωπος που τον μύησε στα όπλα. Αλλά δεν είναι του παρόντος οι λεπτομέρειες. Οπως και οι άσχημες σκέψεις δεν ήταν στο κεφάλι του Σάββα Ξηρού εκείνο το βράδυ. Σε λίγα λεπτά θα άφηνε το «καλάθι» στα εκδοτήρια της Hellas Flying Dolphins και θα επέστρεφε στη ζωή του. Δεν θα γύριζε ούτε να κοιτάξει. Ισως και να γύριζε, δηλαδή, αλλά και πάλι δεν θα κοιτούσε. Ενας που ξέρει απ’ αυτά μου έχει πει ότι στο μάτι του «εκτελεστή» απλώνεται μια μεμβράνη. Δεν βλέπει το αίμα και τους μορφασμούς. Βλέπει τις κινήσεις, τα όπλα, τις αντιδράσεις, αλλά όχι τον πόνο. Δεν θα μπορούσε να ‘ταν και αλλιώς, δηλαδή.


Οσο ο αρχηγός ενημέρωνε τον υπουργό, δύο «πακέτα» άδειαζαν: το «μπλε Κορτίνα» του Φώτη Νασιάκου «συναγωνιζόταν» το «κόκκινο Μάρλμπορο» του Μιχάλη Χρυσοχοΐδη. Τους τελευταίους 10 μήνες, από τον Σεπτέμβριο του 2001, ο Χρυσοχοΐδης, ο Νασιάκος – αυτός που οι Αμερικανοί είχαν απαιτήσει την εκδίωξή του ­, ο Ι. Π. Διώτης – ο εισαγγελέας που θυμώνει όταν στα κανάλια τον έλεγαν από λάθος «Ιδιώτη» – και ο Σύρος, της Αντιτρομοκρατικής, έβλεπαν τα ίδια όνειρα και είχαν τους ίδιους εφιάλτες – όταν κοιμούνταν, δηλαδή. Γιατί συνήθως ξενυχτούσαν στον 7ο όροφο του υπουργείου «παίζοντας σκάκι» με τα σενάρια και τις πληροφορίες. Από πάνω τους η ΕΥΠ και από κάτω τους το χάος. Οι 110 φάκελοι της Αντιτρομοκρατικής που πάντοτε λάθος άνοιγαν και πάντοτε λάθος έκλειναν τα περασμένα χρόνια. Κάποια στόματα είχαν ανοίξει, τίποτε όμως «δεμένο». Παρ’ όλα αυτά, τον Μάιο όλα μαρτυρούσαν ότι ο Χρυσοχοΐδης και οι «έμπιστοί» του είχαν πάρει την απόφαση: το καλοκαίρι θα επιχειρούσαν τη «μεγάλη έξοδο». Δύο – το πολύ τρεις – συλλήψεις, μήπως και γινόταν η αρχή και ξεδιπλωνόταν λίγο το πέπλο.


Στον Πειραιά όμως έγινε το λάθος. Το ρολόι χτύπησε όπως αυτό ήθελε, ο Ξηρός σωριάστηκε, ο Κουφοντίνας το ‘σκασε – «τον πίστεψε για νεκρό τον Σάββα» λέει ένας «ειδήμων» – και το ένα πιόνι άρχισε να «τρώει» το άλλο. Ολα εξελίχθηκαν σαν σε αμερικανική ταινία.


«Ξέρεις πώς φαίνεται ότι ο Γιωτόπουλος είναι ο αρχηγός;» με ρώτησε προ ημερών ένας αξιωματικός από αυτούς τους σκληρούς με το αυστηρό βλέμμα, λίγο κουρασμένο και λίγο «παρμένο» από τις επιτυχίες. Και χωρίς να περιμένει απάντηση συνέχισε: «Κάθε φορά που βλέπει τον αρχηγό μας σηκώνεται σε στάση προσοχής. Είναι αρχηγός ο Γιωτόπουλος, εκπαιδευμένος στρατιώτης». Τέσσερις εβδομάδες τώρα στο χαρτί και στα «παράθυρα» έχουν ειπωθεί τα πάντα για τους πάντες. Αλήθειες, ψέματα, στοιχεία και διαδόσεις. Το τέλος της ιστορίας της 17Ν τα επιτρέπει όλα.


Αθήνα, 25 Ιουλίου 2002, ημέρα Πέμπτη, 5.05 το απόγευμα (γιατί όπως συνηθίζει να λέει ένας από τους ανωνύμους της Αντιτρομοκρατικής «κάποτε μετρούσαμε χρονιές, τώρα μετράμε λεπτά»).