Ενας φάκελος της γαλλικής αστυνομίας από το 1973 αποδεικνύεται φάκελος-κλειδί στην υπόθεση της οργάνωσης «17Ν». Τρία στελέχη του στρατιωτικού τμήματος ΛΕΑ (Λαϊκός Επαναστατικός Αγώνας) συνελήφθησαν στη Γαλλία γιατί βρέθηκαν στην κατοχή τους εκρηκτικά. Ο ένας ήταν ο κ. Αλέξανδρος Γιωτόπουλος, ο οποίος σήμερα κατηγορείται ότι ήταν αρχηγός της 17Ν. Η σύλληψή του στη Γαλλία και ορισμένα άλλα στοιχεία οδήγησαν τις γαλλικές μυστικές υπηρεσίες στο να δώσουν το όνομά του στη CIA. Στην ίδια λίστα υπόπτων, που δόθηκε κατόπιν στις ελληνικές αρχές, υπήρχαν πάντοτε και τα ονόματα των δύο άλλων συλληφθέντων μαζί με τον κ. Γιωτόπουλο. Οι άνθρωποι αυτοί, με δεδομένη την εξαφάνιση του κ. Γιωτόπουλου, βρέθηκαν στο στόχαστρο μιας ασταμάτητης παρακολούθησης. Για τον έναν βρέθηκαν κάποια επιβαρυντικά στοιχεία για σχέσεις που διατηρούσε με Γερμανίδα η οποία έπαιξε ρόλο στα δίκτυα της διεθνούς τρομοκρατίας παίζοντας τον ρόλο του «ταχυδρόμου». Ουδέποτε όμως βρέθηκαν στοιχεία για ανάμειξή του στη 17Ν.


Ο άνθρωπος αυτός πιστεύεται ότι συμμετείχε σε μια ιστορική πλέον συνάντηση που έγινε στην Αθήνα το φθινόπωρο του 1974. Εκεί βρέθηκαν γύρω από το ίδιο τραπέζι σε σπίτι στην Πεντέλη 20 περίπου άτομα τα οποία εκπροσωπούσαν διάφορες οργανώσεις της αντιδικτατορικής περιόδου όπως ο ΛΕΑ, ο «Αρης», η «20 Οκτώβρη» και η «ΚΟ Μαχητής». Οι οργανώσεις αυτές είχαν συνεδριάσει προηγουμένως μόνες τους και στις περισσότερες περιπτώσεις είχαν αποφασίσει να αυτοδιαλυθούν και να εγκαταλείψουν την ένοπλη δράση. Οι διαφωνούντες κάθε οργάνωσης πήγαν στη συνάντηση της Πεντέλης όπου μίλησαν μεταξύ άλλων ο κ. Αλέξανδρος Γιωτόπουλος, ο Χρήστος Κασσίμης, ο άνθρωπος που συμμετείχε στη 17Ν με το ψευδώνυμο «Σαρδανάπαλος» και αρκετοί άλλοι. Σύμφωνα με ορισμένες πληροφορίες, που δεν έχουν επιβεβαιωθεί, τρεις-τέσσερις άνθρωποι φορούσαν κουκούλες στη συνάντηση αυτή για να μην αναγνωρισθούν από τους υπολοίπους. Η συζήτηση ήταν έντονη. Στο τέλος της κάποιοι άνθρωποι αποχώρησαν δηλώνοντας πως «δεν θέλουν να έχουν τίποτα να κάνουν με τρομοκρατικές ενέργειες», ένας σημαντικός αριθμός αποφάσισε να ιδρύσει τον ΕΛΑ και τέσσερα-πέντε άτομα που θεωρούνταν ιδιαίτερα σκληροί προχώρησαν στην ίδρυση της 17Ν. Ο κ. Γιωτόπουλος και ο «Σαρδανάπαλος» ήταν σίγουρα ανάμεσα στους τελευταίους. Σύμφωνα με ορισμένες πληροφορίες, στη συνάντηση αυτή συμμετείχαν και οι δύο «σύντροφοι» του κ. Γιωτόπουλου από τις ημέρες του ΛΕΑ στο Παρίσι. Ο ένας, γόνος μεγαλοαστικής οικογένειας των Αθηνών, φέρεται να έχει διαφωνήσει ανοιχτά με τον κατοπινό αρχηγό της 17Ν. Ο τρίτος της παρέας θα παίξει αργότερα καθοριστικό ρόλο στις εξελίξεις γύρω από τη 17Ν και το μέλλον του κ. Γιωτόπουλου.


Ο «Σαρδανάπαλος» είχε ανοιχτές συζητήσεις με πρώην συντρόφους του της οργάνωσης «20 Οκτώβρη» οι οποίοι είχαν αποφασίσει την αυτοδιάλυση της οργάνωσης καθώς η πλειοψηφία αποφάσισε ότι δεν είχε νόημα η συνέχιση του ένοπλου αγώνα σε συνθήκες κοινοβουλευτικής δημοκρατίας παρά τις ελλείψεις του μεταδικτατορικού καθεστώτος. Στην απόφαση της πλειοψηφίας (Ανδρεάδης, Μανιός, Βότσης, Σαγιάς, Ψυχογιός και άλλοι) διαφωνούν δύο. Ο ένας είναι ο Χρήστος Κασσίμης, ο άλλος ο «Σαρδανάπαλος». Η πλειοψηφία παραθέτει στην απόφασή της δύο πολιτικές προοπτικές: «Είτε να σβήσουμε εκμηδενισμένοι από μία διπλή παγίδα: την παγίδα του ρεφορμισμού που θα μας κάνει να υπηρετήσουμε το σύστημα με τη θέλησή μας. Είτε την παγίδα τής χωρίς διέξοδο τρομοκρατίας που θα μας κάνει να υπηρετήσουμε το σύστημα ενάντια στη θέλησή μας καταντώντας πρόσχημα για αντιλαϊκή καταπίεση…».


Ο Κασσίμης υποστήριζε και αυτός ανοιχτά τη συνέχιση της ένοπλης πάλης αλλά είχε εκείνη την εποχή εντονότατη προσωπική αντιπαράθεση με τον «Σαρδανάπαλο» και ήθελε να ιδρύσει το δικό του «μαγαζί». Μαζί με κάποιους άλλους – επώνυμους και μη – ξεκίνησαν τον ΕΛΑ.


* Τα ιδρυτικά μέλη


Οι άνθρωποι που διεξάγουν τις έρευνες έχουν, ύστερα από πολλές στροφές, αδιέξοδα και λάθη στην τελική τους εκτίμηση. Στην ιδρυτική πράξη της 17Ν συμμετείχαν ο κ. Γιωτόπουλος, ο κ. Παύλος Σερίφης, ο «Σαρδανάπαλος» και μία γυναίκα που αναζητείται. Ενα από τα εκπληκτικά στοιχεία που προκύπτουν σήμερα είναι ότι η Αστυνομία του 1975 διεξήγε πολλές έρευνες στο Μόρφιο Θεσπρωτίας. Τι τους οδήγησε στο χωριό από το οποίο κατάγεται η οικογένεια Σερίφη δεν έχει γίνει γνωστό αλλά δείχνει ότι η έρευνα είχε κινηθεί στη σωστή κατεύθυνση.


Ενα από τα επίσης ενδιαφέροντα στοιχεία είναι ότι ο αποκαλούμενος «Σαρδανάπαλος» ανήκε στη 17Ν αλλά συνέχισε να συνομιλεί με τον ΕΛΑ όπου δρούσαν πολλοί από τους παλιούς του συντρόφους. Για ένα μεγάλο διάστημα ως το 1981 θεωρήθηκε «χτυπημένος» λόγω του εντοπισμού του από τις αρχές και γι’ αυτό απείχε από τις επιχειρήσεις αλλά εν συνεχεία αποκτά καθοριστικό ρόλο στη στρατολόγηση νέων στελεχών από το περιβάλλον του. Ενδέχεται δε σε μία τουλάχιστον περίπτωση να έπαιξε καθοριστικό ρόλο σε επιχείρηση «παραδειγματισμού» κάποιου θύματος. Στον ρόλο του στρατολογητή-συντονιστή τον διαδέχθηκε ο Δημήτρης Κουφοντίνας ο οποίος φτάνει στο τέλος στο σημείο να γράφει μόνος του προκηρύξεις, χωρίς να παίρνει πάντοτε την έγκριση του αρχηγού κ. Αλ. Γιωτόπουλου, και να καθορίζει τη μισθοδοσία παλαιών και νέων στελεχών. «Ο Κουφοντίνας τους τάιζε καραβίδες στη Δραπετσώνα και οι Ξηροί πρόσφεραν την απίστευτη φυσική τους δύναμη και ικανότητα στις στρατιωτικές τέχνες» ανέφερε αξιωματούχος που γνωρίζει το περιεχόμενο όλων των καταθέσεων και πρόσθετε: «Οι Ξηροί δικαιολογημένα λένε ότι μόνοι τους θα μπορούσαν να καταλάβουν στρατιωτικά και τα Σκόπια».


* Η ανησυχία του αρχηγού


Τον τελευταίο καιρό, από το Πάσχα και μετά, ο κ. Γιωτόπουλος δεν έκρυβε την ανησυχία του για τα δημοσιεύματα που εμφάνιζαν τις αρχές να ξέρουν την ταυτότητά του. Στις συζητήσεις που είχε με τον κ. Κουφοντίνα και άλλα στελέχη της 17Ν υποστήριζε ότι «θα ήταν καλό για το ξεκάρφωμα να κάνουμε καμιά επίθεση να τους δείξουμε ότι είμαστε εδώ». Ο κ. Κουφοντίνας ήταν σκληρός και επέμενε ότι έπρεπε να συνεχίσουν τα χτυπήματα ως και το 2004, ακόμη και να επιτεθούν σε στόχο που συνδεόταν με τους Ολυμπιακούς Αγώνες. Ο αρχηγός απάντησε όμως «ας κάνουμε κάτι φέτος και βλέπουμε».


Αυτοί που κράτησαν τα όπλα * Εντονες συζητήσεις και ρήξεις στις αντιστασιακές οργανώσεις μετά την πτώση της χούντας


Οταν το έκτακτο στρατοδικείο της χούντας καταδίκαζε το 1971 τον 27χρονο Αλέξανδρο Γιωτόπουλο για τη συμμετοχή του στην οργάνωση «29 Μάη» ο Γιωτόπουλος ανήκε ήδη στην οργάνωση «Λαϊκός Επαναστατικός Αγώνας», έχοντας διαμορφώσει την ιδεολογική του ταυτότητα. Στο έντυπο της «29 Μάη», «Ξεκίνημα», τον Οκτώβριο του 1967, διαβάζουμε: «Από ‘δώ και πέρα κι αφού και σαν αίτημα και σαν μορφή πάλης ξεπήδησε ο ένοπλος αγώνας από μέσα από τον λαό, καθήκον όλων μας είναι να στραφούμε προς τη μεριά των πρώτων μας ελπίδων. Να βοηθήσουμε υλικά και ηθικά να βρούμε τα μέσα που χρειάζονται για να συνεχιστεί ο αγώνας που άρχισε και να τον γενικεύσουμε… Ολοι μας ζητάμε νέα σχήματα, αυτά που θα ξεπηδήσουν από τη λαϊκή θέληση και μέσα από την ένοπλη λαϊκή αντίσταση, αυτά που θα μας οδηγήσουν στο απευθείας πέρασμα της εξουσίας στα χέρια του λαού, χωρίς παλάτια και κοινοβουλευτικές περικοκλάδες, χωρίς αμερικάνικα νάζια και εκβιασμούς…» (σελίδα 14).


Τα νέα σχήματα που «ξεπήδησαν» μετά τη διάλυση της «29 Μάη» ήταν το ΕΚΚΕ, η μεγαλύτερη οργάνωση της άκρας Αριστεράς, και μία μικρότερη, ο ΛΕΑ (Λαϊκός Επαναστατικός Αγώνας). Στην τελευταία εντάχθηκε ο Γιωτόπουλος. Το 1972 συναντήθηκαν στο Παρίσι οι οργανώσεις ΛΕΑ, «Αρης», ΚΟ Μαχητής και «20 Οκτώβρη» για να συντονίσουν τον ένοπλο αγώνα. Ο Κασσίμης, ο οποίος είχε προσχωρήσει στην «20 Οκτώβρη», αφού έφυγε από τη «Δημοκρατική Αμυνα», όπου έμεινε για ένα μικρό διάστημα, βρισκόταν πλέον στην Αθήνα. Την ημέρα της εξέγερσης του Πολυτεχνείου αρνήθηκε να πάει καν στον χώρο της εξέγερσης δηλώνοντας ότι «αυτά είναι αστειότητες, εμείς είμαστε η στρατηγική εφεδρεία του κινήματος». Ο Κασσίμης εξόργισε μάλιστα τους συντρόφους του όταν ισχυρίστηκε ότι στις 17 Νοεμβρίου «μετακόμιζε» και παρ’ ολίγον να έλθει στα χέρια μαζί τους όταν εκείνοι τον επέκριναν σε μια κατοπινή τους συνάντηση στο Παρίσι.


Την περίοδο αυτή η σύζυγος του Κασσίμη, Αλεξάνδρα, έρχεται σε επαφή με τον Γιωτόπουλο, ο οποίος επισκεπτόταν το γνωστό τροτσκιστικό βιβλιοπωλείο «Μασπερό» όπου εκείνη εργαζόταν. Ο Γιωτόπουλος, όπως και ο Κασσίμης, εμφανίζονται επίσης να έχουν στενές σχέσεις – ακόμη και να παίρνουν οικονομική ενίσχυση – με τον Ζαν-Πολ Σαρτρ που έχει αναδειχθεί σε γκουρού ένοπλων κινημάτων ανά τον κόσμο.


* Από το Παρίσι στον ΕΛΑ


Στις 28 Απριλίου 1975 εμφανίζεται ο Επαναστατικός Λαϊκός Αγώνας με τον εμπρησμό οκτώ αυτοκινήτων αμερικανών στρατιωτικών από τη βάση της Ελευσίνας.


Λίγο νωρίτερα ο Χρήστος Κασσίμης και η γυναίκα του Αλεξάνδρα συλλαμβάνονται από την Αστυνομία στον Πειραιά να κολλούν αφίσες για την Κύπρο. Στην αφίσα αναφερόταν «Τα ίδια τα αφεντικά μαγείρεψαν την 21η Απρίλη και τον Ιούλη του ’74. Ο λαός μπορεί να δει, καταλαβαίνει. Μόνο η διαμαρτυρία είναι κοροϊδία. Οι λαοί που καταχτιούνται δεν διαμαρτύρονται. Φτιάχνουν λαϊκά αντάρτικα, που είναι ο τρόμος των καταχτητών. Γιατί δεν έχει όπλα ο ηρωικός κυπριακός λαός; Γιατί τότε θα ήταν αφέντης στον τόπο του. Σε αυτή την πολιτική θα αντιτάξουμε τους οργανωμένους λαϊκούς αγώνες.


Ομάδες Πολιτικής Πρωτοβουλίας». Αν υπολογίσουμε ότι ο Κασσίμης και η γυναίκα του είχαν αθωωθεί από το Τριμελές Πρωτοδικείο Πειραιώς στις 20 Φεβρουαρίου 1975 (αυτόφωρο) για αυτή την αφισοκόλληση, τότε η ίδρυση του ΕΛΑ πρέπει να έγινε πολύ κοντά στα γεγονότα του Απριλίου του 1975. Είχε προηγηθεί πολιτική σύγκρουση του Χρήστου Κασσίμη με τον Αλέξανδρο Γιωτόπουλο. Στη σύγκρουση αυτή πήρε μέρος ένα ακόμη ιστορικό στέλεχος της άκρας Αριστεράς που προσέγγιζε τις θέσεις του Γιωτόπουλου και όχι του Κασσίμη για το είδος και τη σχέση της λεγόμενης «ένοπλης προπαγάνδας με το μαζικό κίνημα».


Την ίδια περίοδο πρώην στελέχη αντιδικτατορικών οργανώσεων προσπαθούν να προσελκύσουν κόσμο από τα πανεπιστήμια στις οργανώσεις του «ένοπλου αγώνα» αλλά η προσπάθεια αυτή δεν τελεσφορεί ενώ παλιοί σύντροφοι συγκρούονται για την πολιτική κατεύθυνση που θα πάρουν τα νέα… μέλη.


Μετά τη δολοφονία του Ρίτσαρντ Γουέλς από τη 17Ν ο ΕΛΑ αναλαμβάνει το 1976 την ευθύνη για δεκάδες βομβιστικές επιθέσεις, για να κλείσει τη χρονιά με τη δολοφονία του βασανιστή της χούντας Ευ. Μάλλιου στις 14 Δεκεμβρίου. Οι δύο οργανώσεις της «ένοπλης Αριστεράς» βρίσκονται πλέον σε ανοιχτή αντιπαράθεση. Την τριετία 1974-1976 έγιναν συνολικά 165 ενέργειες του ΕΛΑ με εμπρηστικές ή εκρηκτικές βόμβες και δύο δολοφονίες της 17Ν.


Η απόπειρα του Χρήστου Κασσίμη και των συντρόφων του να ανατινάξουν εγκαταστάσεις στο εργοστάσιο της AEG που καταλήγει στον θάνατο του Κασσίμη και στη σύλληψη του Γιάννη Σερίφη πυροδοτεί ανοιχτή σύγκρουση μεταξύ του ΕΛΑ και της 17Ν για την οργάνωση αλλά και το πολιτικό περιεχόμενο της επιχείρησης. Η 17Ν με προκήρυξή της ασκεί κριτική στην ενέργεια του Χρήστου Κασσίμη σαν να είχε πληροφορίες από… μέσα για αυτήν και τονίζει ότι:


– Δεν είχε γίνει προετοιμασία για την ενέργεια. «Η επιχείρηση οργανώθηκε σαν να μην υπήρχε φύλακας στο κτίριο ενώ υπήρχε».


– «Το μίνιμουμ μελέτης ενός στόχου είναι 2 εβδομάδες. Γιατί πρέπει να μαζευτούν πληροφορίες για όλες τις μέρες της εβδομάδας και θα πρέπει αυτές οι πληροφορίες να επιβεβαιωθούν με μία δεύτερη εβδομάδα ότι δεν ήταν τυχαίες. Κι ακόμα οι πληροφορίες πρέπει να είναι φρέσκιες και όχι να έχουν μαζευτεί πριν από 2 μήνες, γιατί μπορεί να μην ισχύουν πια».


– «Το κριτήριο επιτυχίας μιας ενέργειας είναι το υλικό, η βία, η καταστροφή, και όχι το πολιτικό κριτήριο, δηλαδή αν επιτυγχάνεται συγκεκριμένα η προπαγάνδιση της αναγκαιότητας της λαϊκής βίας. Κι αυτό ακριβώς είναι ο ορισμός του μιλιταρισμού. Εχουμε δηλαδή να κάνουμε με ένα μιλιταριστικό αυθορμητισμό. Αυτή η αντίληψη δυστυχώς κυριαρχεί στις περισσότερες οργανώσεις λαϊκής βίας».


Η οργάνωση κάνει ένα ακόμη βήμα κριτικάροντας τον ΕΛΑ ότι υπονόμευσε το μαζικό κίνημα των εργατών που είχαν καταλάβει το εργοστάσιο επί 70 ημέρες. «Οι αγώνες έχουν πολύ μεγάλη σημασία για την ανασύνταξη του επαναστατικού κινήματος, ακόμα και αν οι αγωνιστές δεν έχουν συνειδητοποιήσει την αναγκαιότητα της λαϊκής βίας». Επικεφαλής του αγώνα των εργατών της AEG που θεωρεί η 17Ν ότι υπονομεύει ο ΕΛΑ είναι ο συνδικαλιστής Γιάννης Σερίφης.


* Θεσπρωτοί εναντίον Ξηρών Οι δύο γραμμές συγκρούονται το 1993


Οι αντιπαραθέσεις στο εσωτερικό της 17Ν για τη σχέση της οργάνωσης με την κοινωνία είχαν οδηγήσει τα τελευταία χρόνια το «πέρασμα» της οργάνωσης στα χέρια της «ομάδας Ξηρού», εκτιμούν παράγοντες της αστυνομικής και δικαστικής έρευνας. Η εκτίμηση αυτή στηρίζεται στο γεγονός ότι όλα τα μέλη της ομάδας των «Θεσπρωτών» που προέρχονται από χώρους της μισθωτής εργασίας απομακρύνονται από την οργάνωση μετά το 1992, δηλαδή μετά τη δολοφονία του Αξαρλιάν, τη σταδιακή παρακμή του ΕΛΑ και την επάνοδο του ΠαΣοΚ στην εξουσία. Για τη γεφύρωση αυτών των διαφωνιών επιστρατεύτηκε σε αρκετές περιπτώσεις παλαίμαχος της οργάνωσης με στενές κοινωνικές και οικογενειακές θέσεις με τους «Θεσπρωτούς» που πίστευε στην ιστορική αναγκαιότητα διατήρησης της 17Ν.


Ενα μόνο μέλος της ομάδας των «Θεσπρωτών» παίρνει μέρος σύμφωνα με κατάθεσή του σε βοηθητικό ρόλο στη δολοφονία του Μιχάλη Βρανόπουλου το 1994 και ένα ακόμη στη ληστεία του ΟΤΕ των Κάτω Πατησίων. Η ομάδα των «Θεσπρωτών», που διέφερε ουσιαστικά από τους Ξηρούς, καθ’ ότι είχαν δημόσια παρουσία (ένας από αυτούς ήταν και συνδικαλιστής), οικογένειες και σχέσεις εξαρτημένης μισθωτής εργασίας. Ηταν ένα κοινωνικό προφίλ εντελώς διαφορετικό από εκείνο των Σάββα, Βασίλη και Χριστόδουλου Ξηρού και του Ηρακλή Τσελέντη. Είχαν επιφυλάξεις για τον τρόπο που διαχειρίζονταν την οργάνωση οι Γιωτόπουλος και Κουφοντίνας αλλά δεν ήταν σε θέση να «αρθρώσουν» αυτές τις αντιρρήσεις τους. Ορισμένοι από αυτούς, όπως ο Παύλος Σερίφης, χαρακτήριζαν την οργάνωση «σταλινική» εξαιτίας του τρόπου με τον οποίο ο Γιωτόπουλος διαχειριζόταν την εσωτερική ζωή της. Ορισμένοι από τους «Θεσπρωτούς» θεωρούσαν ότι αρκετοί από τους «στόχους» της οργάνωσης τα τελευταία χρόνια δεν είχαν νόημα. Αυτού του είδους οι διαφωνίες επεκτάθηκαν στη συνέχεια και στα μέλη της οργάνωσης που είχαν απομείνει ενεργά στον εκτελεστικό της πυρήνα. Οσο η Αστυνομία «ακουμπούσε» την οργάνωση τόσο η «γκρίνια» εντεινόταν, με αποτέλεσμα τον τελευταίο καιρό να λειτουργούν όλα υπό «προθεσμία».


Ετσι σημαντική διαφωνία υπήρχε τελευταία και για το αν θα έπρεπε να γίνει «ενέργεια» της οργάνωσης μέσα στους Ολυμπιακούς Αγώνες του 2004, με τον Δ. Κουφοντίνα να υποστηρίζει την ανάγκη ενός «χτυπήματος» στους Αγώνες και τον Σάββα Ξηρό να θέλει να μη γίνει κάτι τέτοιο επειδή θα οδηγούσε στην οριστική απομόνωση και στην εξαφάνιση της 17Ν. Οι διαφωνίες αυτές οδήγησαν τον Αλέξανδρο Γιωτόπουλο, ο οποίος από τον Απρίλιο «ένιωθε» την Αστυνομία να πλησιάζει, στην υιοθέτηση της θέσης «να κάνουμε κάτι μικρό εφέτος και του χρόνου βλέπουμε».