Η Αντιτρομοκρατική Υπηρεσία είχε εντοπίσει τις διευθύνσεις των κατοικιών τεσσάρων τουλάχιστον μελών της «ΕΟ 17Ν» τους τελευταίους τρεις μήνες προχωρώντας σε κατ’ οίκον έρευνες. Με τις έρευνες, που δεν αποσκοπούσαν ασφαλώς στο να βρεθεί κάτι, η Αστυνομία θέλησε να στείλει ένα ηχηρό μήνυμα προς τα μέλη της «ΕΟ 17Ν» ότι «σας γνωρίζουμε και σας παρακολουθούμε, θα σας πιάσουμε!».


Η τακτική αυτή συνοδεύτηκε από συνεχείς διαρροές προς τον Τύπο ότι «είναι θέμα χρόνου η σύλληψή τους» και ότι «έχουν παραλύσει, δεν μπορούν άλλο…». Η τακτική αυτή αποσκοπούσε, όπως αναφέρει παράγοντας που παρακολουθεί από κοντά την… οικοδόμηση του ψυχολογικού κλοιού, στην πλήρη αποσταθεροποίηση στο εσωτερικό της οργάνωσης, στην απομόνωση του σκληρού πυρήνα από τον χώρο των συμπαθούντων που τους περιέβαλλε, στη δημιουργία δυσκολιών στην επικοινωνία των μελών της και στη μετατροπή της αρχικής ανασφάλειας σε πανικό και απόγνωση με στόχο να «κάνουν ένα λάθος και να βρεθούν μόνοι τους στον προθάλαμο του δικαστηρίου».


Η προσπάθεια αυτή συνοδευόταν από συστηματική και επίπονη προσέγγιση όλων των ανθρώπων του ακροαριστερού και αναρχοαυτόνομου χώρου που κατά το παρελθόν είχαν με τον ένα ή τον άλλο τρόπο εμπλακεί σε υποθέσεις τρομοκρατίας. Η ΕΛ.ΑΣ. διαθέτει ήδη «από το 1997 μια διευρυμένη ηλεκτρονική βάση δακτυλικών αποτυπωμάτων μερικών χιλιάδων ανθρώπων του «χώρου»», όπως αποκάλυψε στο «Βήμα της Κυριακής» ένας από τους προκατόχους του κ. Χρυσοχοΐδη στο υπουργείο Δημόσιας Τάξης.


Ιδιαίτερη επιλογή έγινε μεταξύ των ανθρώπων με ψυχολογικά, προσωπικά και οικονομικά προβλήματα και με προβλήματα απομόνωσης από τον πολιτικό χώρο της άκρας Αριστεράς. Από την τακτική αυτή δεν εξαιρέθηκαν άτομα που είχαν δικαστεί τα τελευταία χρόνια και για τους οποίους οι αρχές Ασφαλείας ισχυρίζονται ότι ήταν πρώην στελέχη του ΕΛΑ, της Αντικρατικής Πάλης και της «1ης Μάη».


Ξανά και ξανά άνδρες της Αντιτρομοκρατικής Υπηρεσίας ανέπτυσσαν το επιχείρημα μιλώντας με ηγέτες των αναρχοαυτόνομων και των αριστεριστών ότι, και αν ακόμη στελέχη του ακροαριστερού χώρου δεν υποστήριζαν την «ΕΟ 17Ν», γνώριζαν κάποια από τα νεότερα μέλη της και είχαν την ηθική και πολιτική υποχρέωση να σταματήσουν τη δράση τους.


Παράλληλα ζητούσαν να μην υπάρξουν εκδηλώσεις συμπαράστασης σε «κουμπουροφόρους» και σε όσους προέκυπτε ότι είχαν τρομοκρατική δράση.


Είχε γίνει τόσο λεπτομερής επεξεργασία των επιχειρημάτων και της ψυχολογίας ενός εκάστου των συνομιλητών της Αντιτρομοκρατικής ώστε να χρησιμοποιείται το επιχείρημα προς στελέχη του ευρύτερου χώρου ότι τα υπό παρακολούθηση μέλη της «ΕΟ 17Ν» ουδέποτε είχαν συμπαρασταθεί σε στελέχη άλλων οργανώσεων όταν αυτά κρατούνταν, επειδή αντιμετώπιζαν όλες τις άλλες οργανώσεις με την υπεροψία του ελέω θεού δικαστή με το… περίστροφο.


«Αισθανόμασταν ότι έσφιγγαν τις… βίδες γύρω μας, ακόμη και όταν μας διαβεβαίωναν ότι δεν υπάρχει θέμα με μας» λέει γνωστός παράγοντας του χώρου των ακροαριστερών. Η προσπάθεια ωστόσο των υπηρεσιών, ιδιαίτερα των βρετανικών, ήταν να «απομονώσουν» τους περιθωριακούς του χώρου αυτού, εκείνους που «δεν ήταν πολύ συχνοί» σε συγκεντρώσεις και απέφευγαν να πάρουν μέρος σε διαδηλώσεις και διαμαρτυρίες.


Η τακτική αυτή οδήγησε κάποιους από τους υπόπτους στη λύση της φυγής στην επαρχία (Δυτική και Κεντρική Ελλάδα) αλλά η Αντιτρομοκρατική Υπηρεσία άρχισε να τους «προσεγγίζει» και εκεί. Κάποιες σκέψεις να καταγγελθεί δημόσια η τακτική αυτή της ΕΛ.ΑΣ. εγκαταλείφθηκαν καθώς ουδείς φαινόταν να έχει τη διάθεση αντιπαράθεσης με αυτήν.


Οι προσαγωγές αυτών των ατόμων ήταν ζήτημα χρόνου. «Ολοι αναρωτιόμασταν πότε θα τους συλλάβουν καθώς για πρώτη φορά γνώριζαν ποιοι είναι και αναζητούσαν τις αποδείξεις για να τους… πιάσουν» ανέφερε στο «Βήμα» στέλεχος εξωκοινοβουλευτικής αριστερής οργάνωσης.


Η ιστορία της γιάφκας


Σύμφωνα πάντα με τους ανθρώπους της εξωκοινοβουλευτικής αριστεράς, η οργάνωση φαίνεται ότι επιχειρούσε να «αποσυμφορήσει» τη γιάφκα της οδού Πάτμου μεταφέροντας κάποια από τα πράγματα σε άλλα «σπίτια» στον Πειραιά ή στην Αίγινα. Αλλά, σύμφωνα με τους ίδιους ανθρώπους, η γιάφκα δεν είχε εντοπιστεί πριν από την αρχή αυτής της εβδομάδας. Η ατμόσφαιρα του κλοιού δεν φαίνεται να μεταβάλλεται για τους ανθρώπους του «χώρου» μετά την έκρηξη του πυροκροτητή στα χέρια του Σάββα Ξηρού στα εκδοτήρια τής Hellas Flying Dolphin στον Πειραιά. Δεν υπήρξε η παραμικρή ανακοίνωση αμφισβήτησης των ενεργειών της Αστυνομίας καθώς τα τεκμήρια δημιουργούσαν μια αναμφισβήτητη εντύπωση σύνδεσης του Ξηρού με την «ΕΟ 17Ν».


Η οικογένεια του Ξηρού έχει απευθυνθεί σε γνωστό δικηγόρο της Αθήνας για να αναλάβει την υπεράσπισή του. Ενα κρίσιμο ζήτημα για την ίδια τη διαδικασία της υπεράσπισης είναι αν ο Ξηρός θα επιλέξει τη δημόσια αποδοχή της συμμετοχής του στην «ΕΟ 17Ν» ή τον δρόμο της άρνησης των πράξεων που θα του καταλογιστούν από τις αρχές.