Ο Βιτόριο ντε Σίκα
δεν χρειάζεται συστάσεις. Ή μήπως χρειάζεται; Δυστυχώς, όσο ο καιρός περνά τόσο οι θεμελιωτές κινημάτων και τάσεων που χάραξαν τομές στην ιστορία της τέχνης ανοίγοντας – χωρίς απαραιτήτως να το καταλαβαίνουν – δρόμους στους νεότερους δημιουργούς απομακρύνονται από τη μνήμη μας. Ο Ντε Σίκα ανήκει σε αυτούς τους θεμελιωτές. Ο χαρακτηρισμός «πατέρας του νεορεαλισμού» ίσως να ακούγεται κάπως λαϊκίστικος, δεν είναι όμως. Αυτό ακριβώς υπήρξε και γι’ αυτόν ακριβώς τον λόγο κατηγορήθηκε από τους αρκετούς επικριτές του.


«Κατηγορήθηκε» για θεματική ρηχότητα και συναισθηματική «ευκολία» στην προβληματική και στην προσέγγιση των θεμάτων του. Χωρίς αυτό φυσικά να σημαίνει ότι ο Ντε Σίκα δεν σκηνοθέτησε τέσσερα κινηματογραφικά αριστουργήματα στη σειρά, μέσω των οποίων μάθαμε για τη μεταπολεμική Ιταλία περισσότερα από όσα μας έδωσε στο σύνολό του όλος ο υπόλοιπος ιταλικός κινηματογράφος («Ο κλέφτης των ποδηλάτων», «Sciuscia», «Θαύμα στο Μιλάνο», «Ουμπέρτο Ντ.»).


Μια προσεκτική επιλογή των κορυφώσεων της καριέρας του είναι ένα μικρό κινηματογραφοφιλικό ταξίδι με αφετηρία την πρώτη ταινία του «Τα παιδιά μάς βλέπουν» («Ι bambini ci guardano», 1943). Ανάμεσα στους σταθμούς θα βρούμε τον αντιπροσωπευτικότερο τίτλο του, «Ο κλέφτης των ποδηλάτων» («Ladri di biciclette», 1948), ενώ τελευταία χρονολογικά ταινία της όψιμης φάσης του είναι ο «Κήπος των Φίντσι Κοντίνι» («Il giardino dei Finzi Contini», 1970).


Ο Ντε Σίκα, ο οποίος γεννήθηκε έξω από τη Ρώμη το 1901, εισχώρησε από μικρός στον χώρο του θεάματος και η άνοδός του ήλθε σύντομα. Κατ’ αρχήν ηθοποιός και μάλιστα σταρ της προπολεμικής περιόδου, άρχισε να ασχολείται με τη σκηνοθεσία το 1940 συμμετέχοντας στη δημιουργία τεσσάρων κωμωδιών. Από την πρώτη κιόλας προσωπική ταινία του, «Τα παιδιά μάς βλέπουν» (πικρό σχόλιο επάνω στον τρόπο ζωής μιας μικροαστικής οικογένειας), φάνηκε το ρεαλιστικό ύφος που αργότερα θα γινόταν το σήμα κατατεθέν του ιταλικού κινηματογράφου. Ο ιταλικός νεορεαλισμός γεννήθηκε μέσα στο χάος. Η ιταλική κοινωνία μετά τον πόλεμο ψυχορραγούσε αλλά δεν λύγιζε στην προσπάθειά της να σταθεί και πάλι όρθια. Σκηνοθέτες όπως ο Ντε Σίκα, ο Ρομπέρτο Ροσελίνι, ο Τζιουζέπε ντε Σάντις και (πριν από αυτούς) ο Λουκίνο Βισκόντι εισχώρησαν με τον φακό τους σε φυσικούς, άθλιους χώρους και με ερασιτέχνες ηθοποιούς έδωσαν μέγεθος στην «ασημαντότητα της καθημερινότητας». Απλά γεγονότα, όπως η προσπάθεια ενός οικογενειάρχη να ξαναβρεί το κλεμμένο εργαλείο για τη δουλειά του, ένα ποδήλατο, απέκτησαν μέσω του νεορεαλισμού οικουμενικό χαρακτήρα, οξυδώνοντας το ασημί της κινηματογραφικής οθόνης.


Οταν επήλθε το τέλος του νεορεαλισμού, ο κινηματογράφος του Ντε Σίκα διαφοροποιήθηκε, έγινε περισσότερο προσιτός στο πλατύ κοινό. Υπέγραψε δράματα και κωμωδίες με δημοφιλείς σταρ, σαν την «Ατιμασμένη» που χάρισε στη Σοφία Λόρεν το Οσκαρ πρώτης γυναικείας ερμηνείας και το «Χθες σήμερα, αύριο» («Oggi, ieri, domani», 1963) το οποίο τιμήθηκε με το Οσκαρ καλύτερης ξενόγλωσσης παραγωγής (το ίδιο βραβείο κέρδισαν τρεις ακόμη ταινίες του Ντε Σίκα, το «Sciuscia», ο «Κλέφτης των ποδηλάτων» και ο «Κήπος των Φίντσι Κοντίνι»).


Αδιαφιλονίκητα, ο Ντε Σίκα υπήρξε ένας αφοσιωμένος μαχητής του κινηματογράφου, εκείνος που έδωσε στο ιταλικό σινεμά αίγλη και του χάρισε διεθνή αναγνώριση στην πιο απίθανη εποχή. Αν το καλοσκεφθούμε, η μόνη ήττα του ήταν απόρροια ενός πάθους που ποτέ δεν ξεπέρασε. Ο τζόγος εν τέλει τον κατέστρεψε. Ο Ντε Σίκα πέθανε καταχρεωμένος στο Παρίσι το 1974. Αφησε όμως σε όλους μας μια ανεκτίμητη κληρονομιά.