«Δεν θα γίνω ποτέ μου μπαλαρίνα,
δεν θα πατήσω το πόδι μου στη σκηνή» ορκίστηκε με πείσμα η μικρή Γκαλίνα Ουλάνοβα όταν, στις αρχές της δύσκολης για τη νεότευκτη τότε Σοβιετική Ενωση της δεκαετίας του 1920, αντίκρισε τη μητέρα της παγωμένη από το κρύο και κατάκοπη από την κούραση. Κόρη του σκηνοθέτη του Αυτοκρατορικού Θεάτρου Μαριίνσκι της Αγίας Πετρούπολης Σεργκέι Ουλάνοφ και της χορεύτριας Μαρίας Ρομάνοβα, η μετέπειτα αδιαφιλονίκητη βασίλισσα του πάλαι ποτέ σοβιετικού μπαλέτου γνώρισε από μικρή τη σκληρή πραγματικότητα της καλλιτεχνικής ζωής.


Οταν λοιπόν οι γονείς της θεώρησαν την εισαγωγή της ως εσωτερικής μαθήτριας στη σχολή χορογραφίας του Λένινγκραντ ως μια καλή λύση για την ανατροφή της, με δεδομένες τις δυσκολίες της εποχής, η μικρή Γκαλίνα απογοητεύθηκε. Λίγους μήνες αργότερα ωστόσο, με τις παραινέσεις της μητέρας της που υπήρξε και η πρώτη της δασκάλα, είχε κιόλας προσαρμοστεί: σε συνδυασμό με την εντυπωσιακή πρόοδο που σημείωνε στα μαθήματα, πήρε την απόφαση να μείνει. Ανάμεσα στους πρώτους ρόλους της ήταν δύο μέτριες εμφανίσεις σαν πασχαλίτσα στα «Καπρίτσια της πεταλούδας» του Ρικάρντο Ντρίγκο και σαν πουλί στη βασισμένη σε μουσική Ρίμσκι-Κόρσακοφ «Χιονάτη». Αυτές οι παρουσίες προσέφεραν στην Ουλάνοβα την πρώτη της σκηνική εμπειρία καθώς και την ικανοποίηση ότι κατάφερε να ανταποκριθεί χωρίς να κάνει κάποιο λάθος στα βήματα.


Αφού σπούδασε συστηματικά χορό δίπλα στην περίφημη Αγριππίνα Βαγκάνοβα, η Ουλάνοβα χόρεψε σε ηλικία 18 ετών τον ρόλο της Οντέτ/Οντίλ στη Λίμνη των Κύκνων. Η αυστηρή χορευτική της παιδεία ωστόσο την εμπόδισε στην αρχή να αφήσει ελεύθερο τον εαυτό της ενσαρκώνοντας την ηρωίδα όπως θα ήθελε. «Η αλήθεια είναι ότι στην αρχή χόρευα χωρίς να έχω πλήρη συναίσθηση των χαρακτήρων τους οποίους ερμήνευα. Χόρεψα τη «Λίμνη των Κύκνων» εκατοντάδες φορές προτού κατανοήσω την προσωπικότητα πέρα από τα βήματα» παραδεχόταν αργότερα και η ίδια. Την ίδια περίπου περίοδο η Ουλάνοβα άρχισε να αποκτά κοινωνικές επαφές με τους διανοουμένους της εποχής της. Εδειχνε μάλιστα ιδιαίτερα γοητευμένη από τις θεωρίες του περίφημου σκηνοθέτη Κωνσταντίν Στανισλάφσκι, τις ιδέες του οποίου προσπάθησε να ενσωματώσει στον χορό της.


Αν ωστόσο η εμφάνισή της στη «Λίμνη των Κύκνων» σημάδεψε την αρχή της καλλιτεχνικής ωρίμασης της Ουλάνοβα, το μπαλέτο των Λαβρόφσκι-Προκόφιεφ «Ρωμαίος και Ιουλιέτα» ήταν αυτό που την έκανε πραγματικά διάσημη. «Αυτός ο ρόλος μού κόστισε δέκα χρόνια δουλειάς και μελέτης» εξομολογούνταν αργότερα η ίδια. Η σκληρή δουλειά άλλωστε ήταν κάτι που ουδέποτε φοβήθηκε η μεγάλη μπαλαρίνα. «Ο χορευτής είναι στην πραγματικότητα ένας σκληρά εργαζόμενος εργάτης. Η καθημερινή εξάσκηση είναι το «ψωμοτύρι» του και δεν πρέπει να επαναπαύεται ποτέ, ούτε στις καλοκαιρινές διακοπές του» έλεγε συχνά.


Το 1944 η Γκαλίνα Ουλάνοβα εγκατέλειψε το θέατρο Κίροφ του Λένινγκραντ προκειμένου να γίνει πρώτη χορεύτρια στο μπαλέτο Μπολσόι της Μόσχας. Ενα χρόνο αργότερα έκανε την πρώτη της εμφάνιση στη Δύση και συγκεκριμένα στη Βιέννη. «Αγαπημένο παιδί» τού τότε καθεστώτος αλλά και του σοβιετικού κοινού, η Ουλάνοβα χόρεψε το 1949 στη Φλωρεντία και δύο χρόνια αργότερα στη Βενετία. Κόντευε πια τα 50 (γεννήθηκε το 1910) αλλά σύμφωνα με τους κριτικούς της εποχής «είχε καταφέρει να ξορκίσει τον χρόνο». Με το μπαλέτο Μπολσόι η Ουλάνοβα μάγεψε το κοινό του Λονδίνου (1956) αλλά και της Νέας Υόρκης (1959).


Η Γκαλίνα Ουλάνοβα εγκατέλειψε τη σκηνή το 1962 και ωστόσο συνέχισε να μεταλαμπαδεύει την εμπειρία της στους εκκολαπτόμενους χορευτές του θεάτρου Μπολσόι. Πολυβραβευμένη για τα επιτεύγματά της, καταγράφηκε ως μια από τις μεγαλύτερες χορεύτριες του 20ού αιώνα για τη χάρη, την άψογη τεχνική και την έντονη ευαισθησία της.


«Η τέχνη της Ουλάνοβα δεν ήταν απλώς ένα θεατρικό θαύμα αλλά ένας θρίαμβος του ανθρώπινου πνεύματος» έγραψε λίγο μετά τον θάνατό της το 1998 κάποιος έγκριτος κριτικός χορού. «Ηταν τόσο ταυτισμένη με τους ρόλους που ερμήνευε ώστε πραγματικά δεν υπήρχε τίποτε έξω από αυτό…».