Οταν ο Γκαουντί
αποφοίτησε από τη σχολή αρχιτεκτονικής της Βαρκελώνης το 1878, ο διευθυντής της σχολής ανακοίνωσε στους συναδέλφους του καθηγητές: «Κύριοι, έχουμε δίπλα μας μια ιδιοφυΐα ή έναν παρανοϊκό». Τα κτίρια του Γκαουντί έμελλε να επιζητούν αυτή την τόσο αμφίρροπη ετυμηγορία, όντας ρευστά, πολύχρωμα και καμπυλόμορφα, στιγμιότυπα ενός σουρεαλιστικού ονείρου, τόσο πιο εξωτικά και απόκοσμα από όσα θα ακολουθούσαν στη μοντέρνα αρχιτεκτονική.


Ο Γκαουντί είχε καταφέρει έναν εντυπωσιακό συγκερασμό της αρχιτεκτονικής και της γλυπτικής στο έργο του, αλλά και ιδιαίτερα τολμηρές στατικές επιλύσεις. Και πίσω από τις μορφές της αρχιτεκτονικής του, σταθερή πηγή έμπνευσης παραμένει η φύση: καμπυλωτές επιφάνειες να σπινθηρίζουν «ζωντανές» από τα πολύχρωμα κεραμικά τους, περιγράμματα να «ανεμίζουν» σχεδόν «φαγώσιμα», σχεδόν λιωμένα, σαν μορφές από θαλάσσια όντα, τα παράθυρά τους σαν οπές μιας κυψέλης. Σε αυτό το ρευστά γοτθικό στυλ της εξωτικά πλούσιας διακόσμησης όλα προσδίδουν μια σχεδιαστική ευφορία, μερικές φορές «αποπνικτική».


Η πλούσια αυτή διακόσμηση συνδυαζόταν συχνά με μια ανοίκεια αγάπη του Γκαουντί για κόκαλα και σκελετούς (συμπτωματικά ο Γκαουντί, που γεννήθηκε στη Reus της Ισπανίας το 1852, υπέφερε από μικρός από ρευματικά): ανάμεσα στα κορυφαία έργα του στη Βαρκελώνη, η Casa Batlo (1904-1906) εμπλουτίστηκε από τον Γκαουντί με μεταλλικά μπαλκόνια που έμοιαζαν με κρανία, με κυματιστή στέγη που έμοιαζε με ραχοκοκαλιά δεινόσαυρου και με τη λιθοδομή της βάσης του κτιρίου διαμορφωμένη σαν σύνολο από κόκαλα σε μιαν αλλόκοσμη σύντηξη. Αντίστοιχα ανορθόδοξη ήταν και η γωνιακή Casa Mila (1906-1912), με το σουρεαλιστικό της δώμα, στο οποίο ανεβοκατεβαίνεις δίπλα σε γλυπτικές καμινάδες, τις δύο εσωτερικές αυλές και τις χαρακτηριστικές προσόψεις που μοιάζουν με γιγάντιες μυρμηγκοφωλιές. Αλλά ήταν η εκκλησία Sagrada Familia εκείνη που αποτέλεσε το έργο ζωής του βαθιά θρήσκου Γκαουντί. Η κατασκευή της είχε αρχίσει το 1892 και συνεχίζεται ακόμη(!), αποτελώντας ένα από τα μεγαλύτερα εργοτάξια που συρρέουν για να θαυμάσουν αναρίθμητοι επισκέπτες.


Τα τελευταία χρόνια της ζωής του ο Γκαουντί είχε ολοκληρωτικά αφιερωθεί σε αυτή την ανάθεση, ζώντας στην κρύπτη του ναού. Ηταν εκείνα τα χρόνια τόσο ευτελής η εμφάνισή του που όταν το 1926 τον χτύπησε ένα τραμ σε μια πολυσύχναστη διασταύρωση οι οδηγοί ταξί αρνήθηκαν(!) αρχικά να τον πάνε στο νοσοκομείο πιστεύοντας ότι ήταν ζητιάνος. Ο φημισμένος αρχιτέκτονας πέθανε τρεις ημέρες αργότερα.


Αυτή η εικόνα της εγκατάλειψης δεν ανταποκρινόταν στο μέγεθος της φυσιογνωμίας του ­ η μισή Βαρκελώνη πήγε στην κηδεία του δημοφιλούς αρχιτέκτονα που λίγοι είχαν γνωρίσει από κοντά. Και εφέτος η ίδια πόλη γιορτάζει τα 150 χρόνια από τη γέννηση του διάσημου καταλανού αρχιτέκτονά της, ανακηρύσσοντας το 2002 «Διεθνές Ετος Γκαουντί». Ακόμη περισσότερο, το Βατικανό δέχθηκε την έναρξη της διαδικασίας για την αγιοποίησή(!) του. Για τον Γκαουντί οι ίδιοι οι αρχιτέκτονες διατήρησαν μια στάση διστακτική ­ ότι ο Καταλανός ήταν ένα μοναδικά ανορθόδοξο φαινόμενο χωρίς όμως συνέχεια. Πάρα ταύτα, «κληρονόμοι» θα μπορούσαν να εντοπιστούν, ειδικά αν δεχθούμε μια απλοποίηση του εκρηκτικού ταμπεραμέντου του Γκαουντί: ο Σαντιάγο Καλατράβα σίγουρα χρωστάει πολλά στις σκελετώδεις δομές του συμπατριώτη του (ειδικά στους τοξωτούς διαδρόμους στο μοναστήρι Theresan ή στον κυματιστό θόλο του μικρού σχολείου στη Sagrada Familia, έργα και τα δύο του Γκαουντί).