Γεννήθηκε στην ακμαία ελληνική Σμύρνη
σχεδόν ταυτόχρονα με τον καινούργιο αιώνα, στις 29 Φεβρουαρίου του δίσεκτου έτους 1900 ­ ημερομηνία που θα του επέτρεπε στο εξής να γιορτάζει τα γενέθλιά του κάθε τέσσερα χρόνια και να αστειεύεται για την ηλικία του. Ο Γιώργος Σεφεριάδης ήταν ο πρωτότοκος γιος του καθηγητή του Συνταγματικού Δικαίου Στέλιου Σεφεριάδη, ο οποίος, όταν τελείωνε με τις δικαστικές υποθέσεις του, έγραφε ποίηση, μετέφραζε αρχαίους τραγικούς και ξένους ποιητές. Ευτυχώς, εκτός από πολυτάλαντος, ήταν και αρκετά διορατικός ώστε να προβλέψει το δυσοίωνο μέλλον του Ελληνισμού στη Μικρά Ασία και να μετακομίσει μαζί με όλη την οικογένεια στην Αθήνα ήδη από το 1914. Εκεί τελείωσε το σχολείο ο νεαρός Γιώργος υπό την άγρυπνη παρακολούθηση του πάντα αυστηρού και απαιτητικού για τη μόρφωση των παιδιών του πατέρα, ο οποίος έστειλε τον γιο του στο Παρίσι να σπουδάσει νομικά. Εκείνος όμως προτιμά τα μαθήματα λογοτεχνίας και προσπαθεί να συνδυάζει και τα δύο στη διάρκεια των φοιτητικών χρόνων του στη γαλλική πρωτεύουσα, σε μια εποχή όπου στα ίδια υπαίθρια καφέ και στα ίδια πανεπιστημιακά αμφιθέατρα βρίσκουν τον προσανατολισμό τους πολλοί ακόμη νεαροί αξιόλογοι Ελληνες, όπως ο Νίκος Χατζηκυριάκος-Γκίκας και η Ελένη Χαλκούση.


Το 1925 επέστρεψε στην Ελλάδα και λίγο αργότερα διορίστηκε στο υπουργείο Εξωτερικών, όπου θα παραμείνει επί 35 χρόνια υπηρετώντας στο διπλωματικό σώμα σε χώρες της Ευρώπης και της Μέσης Ανατολής. Οταν εξέδωσε την πρώτη ποιητική συλλογή του «Στροφή», αλλάζοντας το επίθετό του σε «Σεφέρης», το 1931, θεωρήθηκε μάλλον ηλικιωμένος για πρωτοεμφανιζόμενος ποιητής και εισέπραξε αντιφατικές κριτικές.


Η τοποθέτησή του την ίδια χρονιά στο γενικό προξενείο του Λονδίνου, όπου θα μείνει ως το 1934, έγινε η ευκαιρία να γνωρίσει στενότερα το έργο του συγχρόνου του άγγλου ποιητή Τ. Σ. Ελιοτ (τον ίδιο βέβαια, παρά τη συνεργασία τους, δεν τον συνάντησε παρά μόνο δύο δεκαετίες αργότερα). Από τότε τα ονόματα των δύο ποιητών αναφέρονται συχνά μαζί στην ιστορία της κριτικής της λογοτεχνίας και η ποιητική σχέση τους γίνεται αντικείμενο μελετών και αναλύσεων. Ο Σεφέρης εξέδωσε τη δεύτερη συλλογή του «Μυθιστόρημα» το 1935, μια χρονιά που θα χαρακτηριστεί σημαδιακή για τη νεοελληνική ποίηση καθώς τότε κυκλοφόρησε επίσης το περιοδικό «Τα Νέα Γράμματα», η «Υψικάμινος» του Ανδρέα Εμπειρίκου και τα πρώτα ποιήματα του Οδυσσέα Ελύτη. Το 1936 άρχισε η ερωτική σχέση του με τη μελλοντική σύζυγό του Μαρώ, μια παντρεμένη τότε ακόμη νεαρή γυναίκα και μητέρα δύο παιδιών, επιλογή η οποία προκάλεσε ένα μικρό σκάνδαλο στους διπλωματικούς κύκλους.


Παντρεύτηκαν την άνοιξη του 1941, λίγες μόλις ημέρες μετά τη γερμανική εισβολή στην Ελλάδα, και έφυγαν μαζί για το Κάιρο, όπου ο Σεφέρης ακολούθησε την εξόριστη ελληνική κυβέρνηση. Εν τω μεταξύ είχε εκδώσει τρία ακόμη βιβλία με ποιήματα μέσα στο 1940 («Ποιήματα 1», «Τετράδιο Γυμνασμάτων» και «Ημερολόγιο Καταστρώματος»), ενώ η παραμονή του στην Αίγυπτο θεωρείται από τις πλέον παραγωγικές περιόδους του. Στις αρχές της δεκαετίας του 1950 βρέθηκε στην ελληνική πρεσβεία της Βηρυτού και κατά τη διάρκεια της εκεί θητείας του ταξίδεψε ως ιδιώτης στην Κύπρο, για την οποία άρχισε να αναπτύσσει προσωπικό και επαγγελματικό ενδιαφέρον. Ο πνευματικός δεσμός του με τη Μεγαλόνησο εκφράστηκε όχι μόνο μέσα από τα ποιήματά του αλλά και με τις διπλωματικές θέσεις του (όταν ασχολήθηκε υπηρεσιακά με το Κυπριακό), οι οποίες ήταν συχνά ακραία αντιβρετανικές και πιστά προσκείμενες στην πολιτική του Μακαρίου. Το 1963 ο Γιώργος Σεφέρης έγινε ο πρώτος Ελληνας που βραβεύτηκε με Νομπέλ Λογοτεχνίας, βραβείο για το οποίο έχει κατά καιρούς ειπωθεί ότι δεν έτυχε της ανάλογης ενθουσιώδους υποδοχής πίσω στην πατρίδα.


Ο καταξιωμένος πλέον ποιητής εξέφρασε την αντίθεσή του στο χουντικό καθεστώς των συνταγματαρχών δημοσιεύοντας το 1968 την περίφημη «Δήλωση», κείμενο με το οποίο ουσιαστικά «παραβαίνει» τις δύο βασικές αρχές του επαγγέλματός του: να μην αναμειχθεί προσωπικά στην πολιτική και να μην εκθέσει το κράτος που υπηρετεί. Η κηδεία του στις 22 Σεπτεμβρίου 1971 από την Αγία Αικατερίνη της Πλάκας ως το Α’ Νεκροταφείο μετατράπηκε σε μαζική διαδήλωση κατά της δικτατορίας χάρη στα λαοφιλή απαγορευμένα τραγούδια του Μίκη Θεοδωράκη, βασισμένα σε στίχους του ποιητή. Ο Γιώργος Σεφέρης θεωρείται ένας από τους κατεξοχήν εκπροσώπους του μοντερνισμού στην Ελλάδα, από την οποία όμως έλειπε για μεγάλα διαστήματα και γι’ αυτό ποτέ δεν πρωταγωνίστησε ενεργά στην πνευματική ζωή της πρωτεύουσας. Ο ρομαντικός διπλωμάτης ίσως δεν ένιωσε να ανήκει εξ ολοκλήρου πουθενά: ούτε στο ψύχραιμο διπλωματικό σώμα ούτε όμως και στο ελληνικό λογοτεχνικό στερέωμα.