Η Λένι Ρίφενσταλ είναι μια από τις πιο αμφιλεγόμενες προσωπικότητες του 20ού αιώνα. Διέπρεψε σε καθεμία από τις τέχνες με τις οποίες ασχολήθηκε. Επηρέασε καταλυτικά τον κινηματογράφο και ειδικότερα την τέχνη του ντοκυμαντέρ. Αναγνωρίστηκε για τις φωτογραφίες μιας φυλής του Σουδάν που δημοσίευσε στον παγκόσμιο Τύπο. Αλλά όλα αυτά μπαίνουν για την παγκόσμια κοινή γνώμη σε δεύτερη μοίρα, καθώς για όλους η Λένι Ρίφενσταλ είναι «η πιο στενή συνεργάτιδα, η βασική κινηματογραφίστρια ­ και πιθανώς ερωμένη ­ του Αδόλφου Χίτλερ».


Γεννήθηκε στις 22 Αυγούστου του 1902 στο Βερολίνο. Σπούδασε ζωγραφική, μπαλέτο και μοντέρνο χορό. Από το 1923 ως το 1926 ήταν πρώτη χορεύτρια στο Θέατρο του Βερολίνου. Ενας σοβαρός τραυματισμός της στο γόνατο της κατέστρεψε την καριέρα, αλλά αυτή κατάφερε να στραφεί γρήγορα προς τον κινηματογράφο. Πρωταγωνίστησε στις ταινίες του διάσημου γερμανού σκηνοθέτη Αρνολντ Φανκ. Δίπλα του εκτός από τεράστια φήμη κερδίζει και τις πρώτες της γνώσεις γύρω από τη σκηνοθεσία. Γυρίζει την πρώτη της ταινία το 1932, με τίτλο «Das blaue Licht», για την οποία κερδίζει το ασημένιο μετάλλιο στο Φεστιβάλ της Βενετίας. Η ολοένα αυξανόμενη δημοτικότητά της τη φέρνει δίπλα σε ένα άλλο «αστέρι» της γερμανικής κοινωνίας, τον ανερχόμενο Αδόλφο Χίτλερ, ο οποίος της ζητά να κάνει μια ταινία γύρω από το συνέδριο του κόμματός του στη Νυρεμβέργη. Η Ρίφενσταλ αποδέχεται την πρόταση.



Τίτλος: «Ο Θρίαμβος της Θέλησης». Προσωπικό: περισσότεροι από 100 εργάτες. Καινοτομίες: η μουσική, οι γωνίες μέσα από τις οποίες σκιαγράφησε το πορτρέτο του νέου κόμματος, τα επιβλητικά πλάνα και το δουλεμένο μοντάζ. Αποτέλεσμα: 60 ώρες υλικού. Χαρακτηρίστηκε ως η τέλεια προπαγανδιστική ταινία αλλά και ένα ντοκυμαντέρ που θα έμενε στην Ιστορία για την ατμόσφαιρα και την αισθητική που παρουσίασε. Τιμήθηκε με το χρυσό μετάλλιο στο Φεστιβάλ της Βενετίας το 1935 και το χρυσό μετάλλιο στη Διεθνή Εκθεση του Παρισιού το 1937. Με την ταινία της αυτή η Ρίφενσταλ καταφέρνει όχι μόνο να δημιουργήσει αίσθηση με την καλλιτεχνική αρτιότητά της, αλλά και ­ δυστυχώς και για εκείνη και για ολόκληρο τον κόσμο ­ να περάσει ξεκάθαρα το «όραμα» του ναζισμού. Οι δημαγωγικοί λόγοι του Φύρερ, τα επιβλητικά λάβαρα του Γκέμπελς, οι σημειολογικές αφίσες του Γ’ Ράιχ, η ανατριχιαστική αυστηρότητα των στολών του γερμανικού στρατού, το παρεξηγημένο ιδεώδες για το κάλλος των αρχαίων Ελλήνων το οποίο διακήρυσσε το Γ’ Ράιχ μέσα από την αστειότητα περί αρίας φυλής βρήκαν μέσα από τα μάτια και την καλλιτεχνική δημιουργία της Ρίφενσταλ την ιδανική εικόνα τους. Η Ρίφενσταλ οπτικοποίησε τον ναζισμό. Και γι’ αυτό έγινε η λατρεμένη συνεργάτις του Χίτλερ, η οποία ανέλαβε να παραγάγει μια σειρά ντοκυμαντέρ για λογαριασμό του κόμματος.


Το 1936 της ανατίθεται να φτιάξει μια ταινία για τους Ολυμπιακούς Αγώνες του Βερολίνου. Τίτλος: «Olympia: Fest der Volker (Teil Ι)» («Ο Θρίαμβος του Λαού», στην Ελλάδα αποδίδεται ως «Ο Θρίαμβος της Θέλησης») και «Fest der Schonheit (Teil ΙΙ)» («Ο Θρίαμβος της Ομορφιάς»). Προσωπικό: περισσότεροι από 60 κινηματογραφιστές. Καινοτομίες: η Ρίφενσταλ ήταν αυτή που επινόησε το slow motion, τις υποβρύχιες λήψεις, τα πολύ μακρινά πλάνα (από ταράτσες και καμπαναριά), τις πολύ κοντινές διαγώνιες γωνίες λήψης (που κάνουν τους αθλητές να μοιάζουν με γίγαντες), τα πανοραμικά και τις μεθόδους με τις οποίες οι κάμερες ακολουθούσαν τους αγωνιζόμενους αθλητές. Αποτέλεσμα: ένα ντοκυμαντέρ που καθιέρωσε την αισθητική και τις τεχνικές τις οποίες γνωρίζουμε σήμερα. Δεν θα ήταν παράλογο αν υποστηρίζαμε ότι όλες οι τηλεοπτικές μεταδόσεις αλλά και μερικοί από τους πιο σημαντικούς σκηνοθέτες του κινηματογράφου (όπως ο Ορσον Γουέλς) έχουν βασιστεί πάνω στα δύο αυτά ντοκυμαντέρ. Τιμήθηκε: με το χρυσό μετάλλιο στο Παρίσι το 1937, με το βραβείο «Μουσολίνι» στη Βενετία το 1938, αλλά πάνω απ’ όλα με το αναμφισβήτητο γεγονός ότι την αντέγραψαν όλες οι επόμενες γενιές ως και σήμερα.


Το 1940 γυρίζει την ταινία «Tiefland», για την οποία χρησιμοποίησε ως εργάτες αιχμαλώτους από στρατόπεδα συγκέντρωσης. Φυσικά η ταινία αποτυγχάνει όταν βγαίνει στους κινηματογράφους. Μετά την πτώση του Γ’ Ράιχ η Ρίφενσταλ συλλαμβάνεται και φυλακίζεται για τέσσερα χρόνια σε γαλλικές φυλακές. Από το σημείο αυτό και ύστερα η Ρίφενσταλ επιχειρεί να διαγράψει το ναζιστικό παρελθόν της ασχολούμενη με καθαρά φυσιολατρικά θέματα. Το 1973 ταξιδεύει στην Αφρική. Εκεί γνωρίζεται με τη φυλή των Nuba. Κυκλοφορεί δύο φωτογραφικά άλμπουμ, για τα οποία κερδίζει και πάλι την παγκόσμια αναγνώριση.


Παράλληλα, σε ηλικία 71 ετών, μαθαίνει καταδύσεις. Το 1978 κυκλοφορεί το φωτογραφικό λεύκωμα «Korallengarten» με υποβρύχιες φωτογραφίες που συνέλεξε από τροπικούς βυθούς. Το 1980 αρχίζει μια παγκόσμια περιοδεία εκθέτοντας τις φωτογραφίες των Nuba. Το 1982 κυκλοφορεί το φωτογραφικό άλμπουμ «Mein Afrika». Το 1987 εκδίδει τα απομνημονεύματά της, μία ακόμη εμπορική επιτυχία της σε 13 χώρες. Σε ηλικία 94 ετών κατεδύθη στα άδυτα των νήσων Κόκος (Κόστα Ρίκα) για να φωτογραφίσει καρχαρίες. Τον Φεβρουάριο του 2000, σε ηλικία 98 ετών, επισκέφθηκε για μία ακόμη φορά τους Nuba, αλλά αναγκάστηκε να αποχωρήσει άρον άρον λόγω των συγκρούσεων που ξέσπασαν στην ευρύτερη περιοχή. Επιβιβάστηκε σε ελικόπτερο, το οποίο κατέπεσε. Ως εκ θαύματος η γηραιά φωτογράφος επέζησε με μικροτραυματισμούς, για να δηλώσει ότι δεν το βάζει κάτω, ότι θα προσπαθήσει να ξαναπάει στο Σουδάν. Και ότι για να γιορτάσει τα 100ά της γενέθλια (στις 22 Αυγούστου) σκοπεύει να παρουσιάσει μια ανθολογία σκηνών που τράβηξε από το 1974 ως το 2000 κάνοντας παραπάνω από 2.000 καταδύσεις στον Ινδικό ωκεανό.