Η αγαπημένη φράση του Νέλσον Μαντέλα
είναι «hamba kahle», η οποία σημαίνει «να προχωρείς αργά». Ο μαύρος ηγέτης, τον οποίο οι βιογράφοι στο μέλλον θα τον χαρακτηρίσουν «αιώνιο αντάρτη», ακολούθησε βήμα βήμα το πεπρωμένο του. Γεννήθηκε στις 18 Ιουλίου 1918 στο Μβέζο, ένα μικρό χωριό της Νότιας Αφρικής στην επαρχία Τρανσκέι, στις όχθες του ποταμού Μπάσε. Ο πατέρας του, ο Γκάντλα Χένρι Μπακανιάσουα, είχε οριστεί αρχηγός του χωριού από τον βασιλιά της φυλής Τέμπου. Οταν ήρθε στον κόσμο ο γιος του, άρχισε να τον αποκαλεί με το όνομα «Ρολιλάλα», το οποίο σημαίνει «αυτός που τραβά το κλαδί ενός δέντρου». Στην τοπική διάλεκτο της επαρχίας Τρανσκέι όμως «Ρολιλάλα» σημαίνει «ταραχοποιός» και ενδεχομένως ο πατέρας του μόλις αντίκρισε το παιδί του να διάβασε στα μάτια του και το πεπρωμένο του.


Μια αναδρομή στη ζωή του Νέλσον Μαντέλα αρκεί για να δικαιωθεί η προνοητικότητα που επέδειξε ο πατέρας του. Εκδιώκεται από το πανεπιστήμιο όταν πρωταγωνιστεί σε μια διαδήλωση. Εξεγείρεται στην προσπάθεια να τον παντρέψουν με το ζόρι και φεύγει για το Γιοχάνεσμπουργκ. Το 1944 καταγγέλλει το Αφρικανικό Εθνικό Κογκρέσο ως «αντιδραστικό» και ιδρύει μια ριζοσπαστική νεολαία. Εξι χρόνια αργότερα ορίζεται γραμματέας της οργάνωσης για το Τρανσβάαλ και συγκροτεί ένα ευρύ μέτωπο κατά του απαρτχάιντ. Αντέχει 28 χρόνια στη φυλακή, αρνείται τις προτάσεις των ρατσιστών για απελευθέρωση υπό όρους και όταν τελικά βρίσκει την ελευθερία του κάνει την τελευταία του επανάσταση: χωρίζει με τη γυναίκα του, τη Γουίνι, και παντρεύεται ξανά.


Το όνομα «Νέλσον» του δόθηκε στο σχολείο από ένα δάσκαλο, ενώ τα φοιτητικά του χρόνια τα έζησε στο πανεπιστημιακό κολέγιο Φορτ Χέαρ στην πόλη Αλις. Ηταν το μοναδικό αστικό κέντρο ανώτερης εκπαίδευσης για μαύρους στη Νότια Αφρική, μια μάλλον ελιτίστικη σχολή, ενώ πήρε πτυχίο στη Νομική από το Πανεπιστήμιο της Νότιας Αφρικής, ένα φημισμένο εκπαιδευτικό ίδρυμα το οποίο παρείχε τίτλους σπουδών και πτυχία διά αλληλογραφίας. Στη συνέχεια ακολούθησε στο Γιοχάνεσμπουργκ μια μέτρια δικηγορική καριέρα στο γραφείο Γουίτκιν, Σιντέλσκιν και Αϊντερμαν, και κάθε ημέρα με το τέλος της εργασίας ξεκινούσε για τον νεαρό Μαντέλα το «φλερτ» με την ελευθερία.


Ηταν γύρω στο 1943 όταν ξεκίνησε να πηγαίνει σε συνελεύσεις της Συμβουλευτικής Επιτροπής Συνοικισμού αλλά και του Εθνικού Αφρικανικού Κογκρέσου. Το 1947 εκλέγεται στην Εκτελεστική Επιτροπή του Εθνικού Αφρικανικού Κογκρέσου και όταν αργότερα θα καταλάβει το αξίωμα του προέδρου του ΕΑΚ δεν θα σταματήσει ούτε λεπτό να αγωνίζεται ενάντια στο απαρτχάιντ. Ούτε και όταν θα καταδικαστεί ­ στην ηλικία των 46 χρόνων ­ σε ισόβια φυλάκιση. Ηταν στις 12 Ιουνίου 1964 (είχε συλληφθεί από το 1961), στην Πρετόρια, όπου δικάστηκε για προδοσία. Εκείνη την ημέρα 2.000 άνθρωποι είχαν συγκεντρωθεί κρατώντας πανό και πινακίδες με συνθήματα συμπαράστασης. Σε κάποιο σημείο της δίκης, στην οποία μιλούσε τέσσερις ώρες ασταμάτητα, είπε: «Αφιέρωσα τη ζωή μου στον αγώνα του λαού της Αφρικής. Εχω πολεμήσει εναντίον της λευκής κυριαρχίας και έχω πολεμήσει εναντίον της μαύρης κυριαρχίας. Αγαπώ την ιδέα μιας ελεύθερης και δημοκρατικής κοινωνίας στην οποία όλοι θα ζουν αρμονικά μαζί και θα έχουν ίσες ευκαιρίες. Είναι ένα ιδανικό που ελπίζω να ζήσω και να επιτύχω. Αλλά, αν χρειαστεί, τότε είναι και ένα ιδανικό για το οποίο είμαι έτοιμος να πεθάνω».


Ο Νέλσον Μαντέλα φυλακίστηκε στη νήσο Ρόμπεν χωρίς να έχει την παραμικρή ιδέα για το τι μέλλει γενέσθαι. Κάθε κελί είχε μια λευκή κάρτα κρεμασμένη απέξω με το όνομα και τον αριθμό που είχε κάθε κατάδικος στη φυλακή. Η κάρτα του μαύρου ηγέτη έγραφε, «Ν. Μαντέλα 466/64», που σήμαινε ότι ήταν ο 466ος κρατούμενος που είχε φθάσει στο νησί το 1964. Δεν έχασε όμως ποτέ την ψυχραιμία του και όταν του έδωσαν τη στολή του φυλακισμένου είπε στον φρουρό: «Δεν έχω φορέσει πιο κομψό ριγέ κουστούμι». Σημαδιακή για τη ζωή του Νέλσον Μαντέλα ήταν η 11η Φεβρουαρίου 1990. Ηταν η μέρα που βγήκε από τις φυλακές Βίκτορ Βέρστερ της Νότιας Αφρικής αποφασισμένος να σβήσει με μια μονοκονδυλιά την οργή ­ αλλά όχι τη μνήμη ­ για τα χρόνια που πέρασε στο κελί. Ηταν έτοιμος για συνδιαλλαγή με τους ανθρώπους του απαρτχάιντ για να οδηγήσει τους μαύρους στη μεγάλη νίκη ύστερα από τέσσερα χρόνια, στις 10 Μαΐου 1994, στις πρώτες δημοκρατικές εκλογές που τον ανέδειξαν πρόεδρο.


Το 1993 μοιράστηκε το Βραβείο Νομπέλ για την ειρήνη με τον Φ. Ντε Κλερκ για τον αγώνα του ενάντια στο απαρτχάιντ και παρέμεινε στον προεδρικό θώκο ως τον Ιούνιο του 1999, οπότε αποχώρησε δίνοντας τη σκυτάλη στον σημερινό πρόεδρο, τον Τάμπο Μπέκι. Τότε ο «αιώνιος» αντάρτης εξεδήλωσε την ακόλουθη επιθυμία: «Θα ήθελα να επιστρέψω στο χωριό μου και να μπορώ να περπατώ στα λιβάδια, στους λόφους και στα ποτάμια όπου μεγάλωσα». Είχε εκπληρώσει τον στόχο του προχωρώντας αργά. Μια πορεία που κράτησε 46 χρόνια…