Ο υπάλληλος πίσω από το γραφείο στον έβδομο όροφο της Στατιστικής Υπηρεσίας αναρωτιέται μαζί με τον δημοσιογράφο ποιος είναι ο φτωχός στην κοινωνία μας διατρέχοντας τα στοιχεία των οικογενειακών προϋπολογισμών και του ευρωπαϊκού πάνελ των νοικοκυριών μιας έρευνας που πραγματοποιείται στο σύνολο της Ευρωπαϊκής Ενωσης για να αποτυπώσει αλλαγές σε συμπεριφορές κατανάλωσης, το πώς διατίθεται το εισόδημα και τις ανισότητες. Σε μια χώρα όπου δεν υπάρχει επίσημη «γραμμή» φτώχειας η έρευνα επί της οικογενειακής κατανάλωσης αποκτά τεράστια σημασία. Η έρευνα οικογενειακών προϋπολογισμών γίνεται από το 1957 με σκοπό την αναθεώρηση των δεικτών τιμών καταναλωτή. Η τελευταία έγινε το 1999. Οι ερευνητές παρακολουθούν επί ένα 14ήμερο τις δαπάνες του νοικοκυριού. Αλλες δαπάνες, σπανιότερες, όπως εκείνες για διακοπές και δίδακτρα, καταγράφονται σε διαφορετικής περιοδικότητας βάση. Στις περιοδικές αυτές έρευνες όσοι δεν έχουν διεύθυνση (άστεγοι, μετανάστες) δεν καταγράφονται. Ενας από τους ερευνητές που πήραν μέρος στην έρευνα υποστηρίζει μιλώντας στο «Βήμα» ότι «στις δειγματοληπτικές έρευνες οι πλούσιοι αρνούνται να συνεχίσουν να ερωτώνται σε όλη τη διάρκεια της συνέντευξης επικαλούμενοι την παραβίαση της ιδιωτικής τους ζωής». Συνολικά αυτές οι έρευνες γίνονται σε 6.000 νοικοκυριά. «Τέσσερις χιλιάδες παρέμειναν σε όλη τη διάρκεια της έρευνας αλλά χάσαμε περίπου 2.000» βεβαιώνει ο ερευνητής της Στατιστικής Υπηρεσίας. Στην τελευταία σύσκεψη των εκπροσώπων των ευρωπαϊκών στατιστικών υπηρεσιών η εκπρόσωπος της Γαλλίας παραδέχθηκε ότι το ποσοστό των φτωχών στη χώρα της αυξήθηκε στα χρόνια της διακυβέρνησης Ζοσπέν από 16% σε 18%. Η εκπρόσωπος της Γαλλίας στη Eurostat ζήτησε να μη δημοσιοποιηθούν τα στοιχεία πριν από τον δεύτερο γύρο των γαλλικών προεδρικών εκλογών.


Το ποσοστό της φτώχειας στην Ελλάδα μοιάζει να είναι σταθερό και με βάση τα τελευταία στοιχεία που συνελέγησαν για τη Eurostat προσεγγίζει το 21% του πληθυσμού. Η Ελλάδα εξακολουθεί να κρατά μετά την Πορτογαλία τα σκήπτρα της ανισότητας στην Ευρώπη των Δεκαπέντε, όπου η Δανία και η Ολλανδία είναι οι χώρες με τις λιγότερες κοινωνικές ανισότητες. Σύμφωνα με τον ορισμό που χρησιμοποιείται στην Ευρωπαϊκή Ενωση, φτωχό χαρακτηρίζεται το νοικοκυριό του οποίου το εισόδημα «είναι κάτω από το 60% του μέσου όρου του εισοδήματος των νοικοκυριών της χώρας».


Για τον ερευνητή του Εθνικού Κέντρου Κοινωνικών Ερευνών κ. Χρίστο Παπαθεοδώρου κρίσιμο ζήτημα παραμένει όχι το πόσοι είναι οι φτωχοί αλλά κυρίως το τι κάνει η πολιτική για να βελτιώσει τη θέση τους. Τα στοιχεία μιλούν από μόνα τους: μετά την «παρέμβαση» του κράτους με τα διάφορα εργαλεία εισοδηματικών ενισχύσεων το ποσοστό των φτωχών στην Ελλάδα «πέφτει» από 22% σε 21%, ενώ η αντίστοιχη μεταβολή στο Βέλγιο είναι πολύ μεγαλύτερη: από 28% σε 15%! Ολοι οι ερευνητές επισημαίνουν ότι αυτό δείχνει ένα ελάχιστα αποτελεσματικό κοινωνικό κράτος. Ο αναπληρωτής καθηγητής του Τμήματος Διεθνών και Ευρωπαϊκών Οικονομικών Σπουδών στο Οικονομικό Πανεπιστήμιο Αθηνών κ. Π. Τσακλόγλου θεωρεί ότι δεν υπάρχει «κοινωνικό κράτος στην Ελλάδα αλλά ακόμη λειτουργεί το προστατευτικό κοινωνικό δίχτυ της οικογένειας».


Ο κ. Τσακλόγλου ωστόσο δεν μοιάζει να συμφωνεί με τον κ. Παπαθεοδώρου στην άποψη ότι οι φτωχοί γίνονται φτωχότεροι μετά την «παρέμβαση» του κοινωνικού κράτους. Ο κ. Παπαθεοδώρου στηρίζει την άποψή του στο γεγονός ότι η φοροδιαφυγή και η εισφοροδιαφυγή στο πλουσιότερο 10% του πληθυσμού είναι η υψηλότερη στην Ευρώπη. «Στην Ευρώπη των 15 κρατών-μελών το πλουσιότερο 10% του πληθυσμού απολαμβάνει το 24% του συνολικού εισοδήματος ενώ στην Ελλάδα το πλουσιότερο 10% απολαμβάνει το 26,3%» λέει ο κ. Παπαθεοδώρου.


Αντίθετα ο κ. Τσακλόγλου δεν πιστεύει στην άποψη της επιδείνωσης της κοινωνικής θέσης των φτωχών μέσω των μηχανισμών «κοινωνικής προστασίας» επισημαίνοντας ότι από το 1994 ως σήμερα, εκτός από μια σειρά εισοδηματικές ενισχύσεις (ΕΚΑΣ κ.ά.), συνεχίζεται μια πολιτική επιδότησης υπηρεσιών που κυρίως απευθύνονται στο φτωχότερο 20% του πληθυσμού (συγκοινωνίες, βασική εκπαίδευση, δημόσια νοσοκομεία).


Είναι χαρακτηριστικό ότι η Εθνική Στατιστική Υπηρεσία «διαφωνεί» με τις αντίστοιχες υπηρεσίες άλλων κρατών-μελών της ΕΕ σε σχέση με την αξιολόγηση δύο «δεικτών» που αποτυπώνουν μια ελληνική αλλά και μια γενικότερη μεσογειακή ιδιομορφία: το εισόδημα σε είδος (π.χ. λάδι από το χωριό) και το τεκμαρτό ενοίκιο από την ιδιοκατοίκηση. Ο κ. Τσακλόγλου υποστηρίζει ότι αυτού του είδους το εισόδημα ενισχύει τους πιο «αδύνατους» και εκείνους που είναι πιο εκτεθειμένοι στον κίνδυνο της φτώχειας, όπως οι αγρότες.


Οι έρευνες των οικογενειακών προϋπολογισμών (ΕΟΠ) έγιναν συνολικά πέντε φορές με τρόπο ώστε να καλύπτουν ολόκληρη τη χώρα (1974, 1981-82, 1987-88, 1993-94, 1998-99). Οι διαφορές στο εσωτερικό των διαφόρων κοινωνικών ομάδων (π.χ., αγρότες) είναι πολύ μεγαλύτερες από ό,τι οι διαφορές των ομάδων μεταξύ τους. Οπως υποστηρίζουν σε ένα πρόσφατο άρθρο τους ο κ. Θεόδωρος Μητράκος από τη Διεύθυνση Οικονομικών Μελετών της Τράπεζας της Ελλάδος και ο κ. Πάνος Τσακλόγλου από το Οικονομικό Πανεπιστήμιο, «σε όλες τις έρευνες οικογενειακών προϋπολογισμών ποσοστό μεταξύ του ενός τετάρτου και του ενός πέμπτου της συνολικής ανισότητας μπορεί να αποδοθεί σε διαφορές στο εκπαιδευτικό επίπεδο του αρχηγού του νοικοκυριού».


Με βάση την καταναλωτική δαπάνη και όχι το εισόδημα το 17,9% του συνόλου του πληθυσμού, δηλαδή περίπου 1,9 εκατ. άτομα, βρισκόταν κάτω από τη γραμμή της φτώχειας. Η γραμμή αυτή μέσα στο διάστημα της έρευνας των ΕΟΠ, δηλαδή από το 1974, παρουσιάζει έντονες διακυμάνσεις, με σημαντικότερη εκείνη του 1974-82, αμέσως πριν και αμέσως μετά την άνοδο του ΠαΣοΚ στην εξουσία, οπότε η φτώχεια σε απόλυτους αλλά και σχετικούς όρους μειώνεται δραστικά (από 13,3% ως 25,3%). Οσον αφορά την ανισότητα, αυτή αυξάνεται αλλά οριακά από το 1982 ως το 1988 (1%-3,9%).


Στη συνέχεια ακολουθεί μια πιο ομοιόμορφη, γραμμική μείωση ως το 1994 (4,2%-9,7%) για να αυξηθεί από 4,3% ως 10% την περίοδο 1994-99 (βλ. Διάγραμμα 1). Παρά τη μείωση της συμβολής των περιοχών της υπαίθρου στις πρόσφατες ΕΟΠ, αναφέρουν οι κκ. Μητράκος και Τσακλόγλου, η συμμετοχή τους στη διαμόρφωση του συνολικού επιπέδου της φτώχειας ήταν 45,7% το 1999 (Διάγραμμα 2) από 65,5% το 1974. Σε νοικοκυριά με αρχηγό συνταξιούχο η συμβολή στη φτώχεια αντίθετα «σκαρφάλωσε» από 25,2% σε 39,5%! Και η συμβολή των κατοίκων των ημιαστικών περιοχών στο σύνολο των φτωχών αυξήθηκε κατά την 25ετία από 11,8% σε 15,9%.


Τα ευρήματα της μελέτης δείχνουν ότι ως προς τη φτώχεια σημαντική συμβολή φαίνεται πως έχουν τα μέλη των αγροτικών νοικοκυριών, οι ηλικιωμένοι, τα μέλη νοικοκυριών με αρχηγό απασχολούμενο στον πρωτογενή τομέα, συνταξιούχο ή άνεργο ή/και άτομο χαμηλού εκπαιδευτικού επιπέδου.


ΜΕΤΡΑ Η αναποτελεσματικότητα των επιδομάτων


Το 2001 373.000 συνταξιούχοι ζήτησαν και πήραν το ΕΚΑΣ, το ύψος του οποίου έφθασε τα 96,50 ευρώ τον τρέχοντα χρόνο. Η σύνταξη παραμένει το σημαντικότερο εργαλείο καταπολέμησης της φτώχειας από την άποψη της πολιτικής, κάτι που εξηγεί την κοινωνική και πολιτική έκρηξη του 2001 εξαιτίας των κυβερνητικών επιλογών για μεταρρύθμιση του Ασφαλιστικού. Η συμβολή του επιδόματος ανεργίας στην καταπολέμηση της φτώχειας αντίθετα είναι εξαιρετικά χαμηλή. Το 1999 από τους 237.000 επίσημα καταγεγραμμένους ανέργους μόνο το 44,5% έπαιρνε το επίδομα ανεργίας. Σε μια πρόσφατη αδημοσίευτη εργασία του ο κ. Μ. Ματσαγκάνης από το Πανεπιστήμιο της Κρήτης – ο οποίος έχει διατελέσει και σύμβουλος του κ. Σημίτη – υπογραμμίζει ότι η διάρκεια του επιδόματος ανεργίας, 12 μήνες το ανώτερο, είναι πολύ μικρή σε σχέση με εκείνες που ισχύουν σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες.


Ο κ. Ματσαγκάνης, ο οποίος επιρρίπτει στο ελληνικό «κοινωνικό κράτος» την κατηγορία για χαμηλή αποτελεσματικότητα, προτείνει ένα επίδομα κοινωνικής προστασίας για όσους (νέοι χωρίς δουλειά, μακροχρόνια άνεργοι, γυναίκες με ασυνεχή απασχόληση) δεν «συγκρατούνται» από το σημερινό δίχτυ κοινωνικής προστασίας. Για να καθοριστεί αυτό το επίδομα θα χρειαστεί η καθιέρωση μιας επίσημης «γραμμής» (ορίου) φτώχειας. Αυτή υπολογίζεται στα 1.775 ευρώ ανά άτομο σε ετήσια βάση. Αν 675.000 άτομα βρίσκονται στα όρια του ελαχίστου εισοδήματος, τότε υπολογίζεται ότι θα χρειαστούν 269 εκατ. ευρώ για να καλυφθεί η δαπάνη για την παροχή ενός τέτοιου επιδόματος.


Ο κ. Ματσαγκάνης υποστηρίζει ακόμη την καθιέρωση επιδόματος ανεργίας για τους μακροχρόνια ανέργους και τους νέους οι οποίοι δεν έχουν εργαστεί ακόμη.


Δεν υπάρχουν χρήματα για νοίκι * Αυξάνεται ο αριθμός των εργαζομένων οι οποίοι αναγκάζονται να μένουν μαζί με τους γονείς τους για λόγους οικονομίας


Ο 30χρονος Παναγιώτης Κ. εργάζεται σε ιδιωτικό ραδιοφωνικό σταθμό, έχει πτυχίο δημοσιογραφίας και διαθέσιμο εισόδημα 1.000 ευρώ (340.000 δρχ.). Ο ίδιος αναρωτιέται «πώς βγάζει τον μήνα», αν και η εισοδηματική του κατάσταση δεν είναι η χειρότερη. Ο Παναγιώτης Κ. δεν αποτελεί εξαίρεση στον κανόνα που θέλει την τελευταία δεκαετία τους νέους εργαζομένους να μένουν μαζί με τους γονείς τους επειδή δεν μπορούν να πληρώσουν τα πολύ ακριβά ενοίκια για στέγη. Η τελευταία έρευνα της Eurostat επιβεβαίωσε ότι το ποσοστό αυτών των νέων εργαζομένων αυξάνεται σε όλη την Ευρώπη. Στην Ελλάδα την τελευταία δεκαετία αυξήθηκε κατά 10 ολόκληρες ποσοστιαίες μονάδες προσεγγίζοντας τον έναν στους τρεις, αλλά πολλοί επιστήμονες αναζητούν σε αυτή την επιλογή στοιχεία συμπεριφοράς και αξιών πέρα από το διαθέσιμο εισόδημα και την καταναλωτική συμπεριφορά. Επιμένουν, δηλαδή, ότι πολλοί νέοι για λόγους ευκολίας και όχι αναγκαστικά εισοδήματος και κατανομής του προτιμούν να ζουν με τους γονείς τους.


«Θα χρειαζόμουν 100.000 δρχ. τον μήνα για ενοίκιο αν ζούσα σε δικό μου σπίτι» λέει ο Παναγιώτης Κ. «Και αν έμενε στο Πέραμα;» αναρωτιέται ο καθηγητής κ. Τσακλόγλου. Μεταφέρουμε το ερώτημα στον Παναγιώτη Κ. «Αν έμενα εκεί, θα πλήρωνα το μισό ενοίκιο αλλά οι υπηρεσίες θα έμεναν στο ίδιο ύψος από την άποψη της δαπάνης και – το κυριότερο – θα χρειαζόμουν περισσότερα χρήματα τον μήνα για να πηγαινοέρχομαι στην Αθήνα».


Πώς όμως ανακαλύπτει τη φτώχεια ο ίδιος ο Παναγιώτης Κ.; «Εχω τα κριτήριά μου: Εχεις σύνδεση στο Διαδίκτυο στο σπίτι σου, μπορείς να πίνεις ένα ποτό την εβδομάδα και έχεις τη δυνατότητα να πας διακοπές;». Ο Παναγιώτης Κ. τα κάνει όλα αυτά και πληρώνει 35.000 δρχ. τον μήνα σε λογαριασμό κινητού τηλεφώνου, αλλά δεν είναι σε θέση να πληρώσει ενοίκιο. Φταίει το εισόδημα;


Για τον 40χρονο αγρότη Κώστα Μ. από ένα χωριό της πεδινής Καρδίτσας οι όροι της φτώχειας είναι διαφορετικοί. Το εισόδημά του είναι όσο και του 30χρονου δημοσιογράφου από την Αθήνα αλλά έχει τέσσερα παιδιά. Ο βαμβακοκαλλιεργητής μένει σε δικό του σπίτι, έχει δύο αυτοκίνητα, αλλά «στριμώχνεται» καθώς αρχίζει να πληρώνει τα φροντιστήρια των παιδιών του που μεγαλώνουν. «Μας κρατάνε ακόμη στην επιφάνεια τα ζώα που έχουμε και οι καμιά πενηνταριά ελιές, αλλά πραγματικά δεν ξέρω για πόσο ακόμη». Τα παιδιά του κάνουν διακοπές στον παππού και στη γιαγιά στα χωριά της Αργιθέας και η βασική διασκέδασή του ακόμη είναι οι γάμοι και τα πανηγύρια. «Εκεί» λέει «φεύγουν κάποια λεφτά. Οχι τόσο πολλά όσο παλαιότερα». Ο ανιψιός του, 22 ετών, είναι άνεργος και έχει τελειώσει το λύκειο, χωρίς να έχει κάποια ειδικότητα, ζει τώρα από τα χρήματα του αδελφού του, ο οποίος καλλιεργεί μεγαλύτερη έκταση. «Είμαι σίγουρος ότι αυτός θα καταλήξει στην πόλη μαζί μου. Το μόνο που δεν ξέρω είναι αν θα μετακομίσει εκείνος πρώτος ή εγώ».


ΠΟΛΙΤΙΚΗ Τι ψηφίζουν οι φτωχότεροι


Η ιδέα αυτής της έρευνας σχετικά με την κοινωνική και πολιτική συμπεριφορά των φτωχών ξεκίνησε από την ανάγκη να δοθεί το στίγμα του πώς θα ψήφιζαν σήμερα οι σχετικά φτωχότεροι στη χώρα, πώς επιδρά, με μια κουβέντα, η αίσθηση σε κάποιους ανθρώπους ότι δεν μπορούν να συμμετέχουν στην κοινωνική και οικονομική ζωή. Καμία από τις μελέτες για την πρόθεση ψήφου δεν έχει συνδέσει ως σήμερα το πραγματικό εισόδημα ή την κατανάλωση με την εκλογική συμπεριφορά. Υπάρχουν όμως σημαντικές ενδείξεις που μαρτυρούν ότι οι φτωχότεροι εκφράζονται με ψήφο διαμαρτυρίας προς τα δεξιά.


Σύμφωνα με έρευνα του καθηγητή κ. Ηλία Νικολακόπουλου με βάση exit poll της Opinion, το ΠαΣοΚ εξασφάλισε την εκλογική του νίκη χάρη στους χαμηλόμισθους του ιδιωτικού τομέα και τους μισθωτούς του δημόσιου τομέα, ενώ η Νέα Δημοκρατία εξασφάλισε την απόλυτη πλειοψηφία μεταξύ του αγροτικού πληθυσμού. Τι εισόδημα, τι κλήρο και τι μορφωτικό επίπεδο έχει αυτός ο αγροτικός πληθυσμός είναι τρία ερωτήματα που δεν απαντώνται σε αυτήν ή σε άλλες έρευνες.


Πάντως μεταξύ των αποφοίτων του δημοτικού τα δύο κόμματα δεν παρουσίασαν σημαντικές διαφορές (τρεις μονάδες υπέρ του ΠαΣοΚ ενώ ήταν 13 το 1993). Μεταξύ των μελών του μη ενεργού οικονομικά πληθυσμού η ΝΔ υπερέχει έναντι του ΠαΣοΚ, που κέρδισε τις εκλογές χάρη στην υπεροχή του στον οικονομικά ενεργό πληθυσμό.


Οπως αποδεικνύουν στη μελέτη τους με τίτλο «Εκλογικές μεταβολές στη βάση του νέου ΠαΣοΚ» οι πανεπιστημιακοί κκ. Κ. Ζαφειρόπουλος και Ν. Μαρατζίδης, το κυβερνών κόμμα παρουσιάζει ήδη από τις εκλογές του 1996 αύξηση έναντι του 1993 κατά πέντε ποσοστιαίες μονάδες σε περιοχές που χαρακτηρίζονται αστικές, στην Αθήνα και στη Θεσσαλονίκη, έναντι απωλείας 9,97% σε λαϊκές και 3,36% σε μικροαστικές περιοχές. Το ΠαΣοΚ συγκράτησε ή και αύξησε τις δυνάμεις του το 2000 σε λαϊκές/μικροαστικές περιοχές ταυτόχρονα με τη Νέα Δημοκρατία, που ωστόσο δεν κατάφερε να «πιάσει» τα ποσοστά της των εκλογών του 1990. Σε αυτή την κατεύθυνση κινείται το κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης στις μετρήσεις που δημοσιεύθηκαν στην αρχή της άνοιξης δείχνοντας μια ανάκτηση του ποσοστού της σε περιοχές μεσαίων στρωμάτων.