Στις 23 Απριλίου συμπληρώθηκαν τέσσερα χρόνια από τον θάνατο του Κωνσταντίνου Καραμανλή, του ανδρός που με το έργο του και την προσωπικότητά του άλλαξε για πάντα τη μοίρα της Ελλάδας και των Ελλήνων.


Ενας τρόπος για να τιμήσουμε τη μνήμη του θα ήταν να θυμηθούμε την εξωτερική πολιτική του. Κι αυτό θα ήταν όχι μόνο χρήσιμο αλλά και επίκαιρο αφού σήμερα η ασάφεια, η αστάθεια και η προχειρότητα χαρακτηρίζουν έντονα την εξωτερική πολιτική της Κυβερνήσεως.


Σε αντίθεση με τη σημερινή κατάσταση, ο Κωνσταντίνος Καραμανλής έθετε σαφείς και σταθερούς στόχους στην εξωτερική πολιτική και επεδίωκε την επίτευξή τους με σοβαρότητα, συνέπεια και μεθοδικότητα.


Ο Κωνσταντίνος Καραμανλής πίστευε ότι δύο ήταν τα μεγάλα, προαιώνια και διαχρονικά προβλήματα του ελληνισμού:


Η εξωτερική ασφάλεια και η οικονομική ανάπτυξη.


Και ασφαλώς είχε δίκιο. Αρκεί να αναλογιστεί κανείς τους ατέλειωτους αιώνες σκλαβιάς, τους αμέτρητους πολέμους, τις κατοχές, τις ξένες επεμβάσεις και τις ξενοκίνητες, ως επί το πλείστον, εμφύλιες συρράξεις που υπέστη το ελληνικό έθνος σε όλη του την ιστορία. Και αρκεί επίσης να αναλογιστεί κανείς τους ατέλειωτους αιώνες φτώχειας και κακομοιριάς μέσα στους οποίους έζησαν γενεές και γενεές Ελλήνων.


Το όραμα του Κ. Καραμανλή ήταν να εξαλείψει, κατά τρόπο οριστικό και ριζικό, αυτές τις δύο μάστιγες για να μπορέσουν επιτέλους να ζήσουν και οι Ελληνες με ασφάλεια και ευημερία. Πεποίθησή του ήταν ότι ο μόνος τρόπος για να επιτευχθεί ο μεγαλόπνοος αυτός στόχος ήταν να γίνει η Ελλάδα πλήρες και ισότιμο μέλος μιας πραγματικά Ενωμένης Ευρώπης.


Επιπλέον, η Ελλάδα θα απηλλάσσετο για πρώτη φορά στην ιστορία της από την ανάγκη – και την ταπείνωση – να έχει ισχυρούς προστάτες, που φυσικά απέβλεπαν πάντοτε στην προώθηση των δικών τους πρωταρχικά συμφερόντων.


Και τέλος, για πρώτη φορά στη νεότερη ιστορία μας, θα σταθεροποιείτο οριστικά το δημοκρατικό καθεστώς της χώρας και θα λειτουργούσε ομαλά ο πολιτικός βίος, αφού παραβίαση της Δημοκρατίας θα εσήμαινε και αποπομπή της Ελλάδος από την Ευρωπαϊκή Ενωση.


Η πολιτική αυτή δεν εγκαινιάστηκε το 1974. Ηδη από το τέλος της δεκαετίας του ’50, ο Κ. Καραμανλής είχε συλλάβει αυτό το όραμα με ασυνήθιστη διορατικότητα.


Πράγματι, το πρώτο βήμα πραγματοποιήθηκε το 1961 όταν η Ελλάδα έγινε η πρώτη χώρα που επέτυχε Συμφωνία Συνδέσεως με την τότε Κοινή Αγορά. Η ολοκλήρωση της πολιτικής αυτής ήρθε στις 28 Μαΐου 1979, όταν υπεγράφη στην Αθήνα, σε μια πανηγυρική τελετή παρουσία της ηγεσίας της Ευρώπης, η Συμφωνία εντάξεως της Ελλάδος στην Ευρωπαϊκή Οικονομική Κοινότητα.


Σήμερα όλα αυτά φαίνονται όχι μόνο δεδομένα αλλά και αυτονόητα. Δεν ήταν όμως πάντα έτσι.


Ο βασικός προσανατολισμός της εξωτερικής πολιτικής της χώρας υπήρξε από τις αρχές του αιώνα μέχρι και πρόσφατα όχι μόνο αντικείμενο οξύτατων διαφωνιών αλλά και αιτία πολλαπλών συγκρούσεων.


Σήμερα όλες οι πολιτικές δυνάμεις της χώρας, πλην του ΚΚΕ, έχουν υιοθετήσει έστω και με αρκετή καθυστέρηση την εξωτερική πολιτική του Κ. Καραμανλή, τον ευρωπαϊκό, δηλαδή, και γενικότερα τον δυτικό προσανατολισμό της χώρας. Και η υιοθέτηση αυτή αποτελεί και τη μεγαλύτερη αναγνώριση και δικαίωση του έργου του Κ. Καραμανλή, ο οποίος κατόρθωσε στην ουσία να ενώσει όλους τους Ελληνες για πρώτη φορά τα τελευταία ογδόντα χρόνια πάνω στην εξωτερική του πολιτική.


Η εφαρμογή όμως της πολιτικής αυτής δεν ήταν εύκολη υπόθεση.


Μετά το 1974 η πορεία της Ελλάδος προς την Ευρώπη προσέκρουε στο εσωτερικό μεν στην αντίδραση της αντιπολιτεύσεως, και ιδιαίτερα του ΠαΣοΚ, το οποίο ήθελε τότε να ενταχθεί η Ελλάδα στον Τρίτο Κόσμο. Στο εξωτερικό δε στην επιφυλακτικότητα των περισσοτέρων χωρών της ΕΟΚ και στην αρνητική στάση της Επιτροπής (Commission), η οποία μάλιστα απέρριψε την αίτηση εντάξεως της Ελλάδος.


Αν ο Κ. Καραμανλής δεν είχε κατορθώσει να ξεπεράσει τα εσωτερικά και εξωτερικά εμπόδια, χάρη κυρίως στο υψηλό κύρος του και την αταλάντευτη βούλησή του, προσωπικά πιστεύω ότι η Ελλάδα θα ήταν πιθανώς ακόμη και σήμερα έξω από την Ευρώπη. Πρώτον, διότι το ΠαΣοΚ που ήρθε στην εξουσία το 1981 δεν μπορούσε πλέον να βγάλει την Ελλάδα από την Ευρώπη αλλά δεν θα μπορούσε και να τη βάλει, αφού θα έπρεπε να ανατρέψει πλήρως την τριτοκοσμική και αντιευρωπαϊκή πολιτική του. Και δεύτερον, διότι στην περίπτωση αυτή θα συνεδέετο κατά πάσα πιθανότητα η υποψηφιότητα της Ελλάδος με την υποψηφιότητα της Τουρκίας.


Το μεγάλο όμως αυτό επίτευγμα του Κ. Καραμανλή απειλείται σήμερα να ακυρωθεί κατά το ήμισυ, αφού η Ελλάδα κινδυνεύει να μείνει έξω από την αμυντική οργάνωση της Ευρώπης λόγω των κακών χειρισμών της Κυβερνήσεως στο θέμα του «Ευρωστρατού».


Η ένταξη της Ελλάδος στη Δύση δεν εμπόδισε τον Κ. Καραμανλή να πραγματοποιήσει το μεγάλο άνοιγμα της εξωτερικής πολιτικής της χώρας προς τα Βαλκάνια και την Ανατολική Ευρώπη ενώ διαρκούσε ακόμη ο Ψυχρός Πόλεμος.


Ο Κ. Καραμανλής επίστευε ότι η εξωτερική πολιτική πρέπει να χαρακτηρίζεται από αξιοπιστία, συνέχεια, συνέπεια, υπευθυνότητα και σοβαρότητα. Και έπεισε όλους, φίλους και αντιπάλους, ότι αυτή πράγματι ήταν η πολιτική του.


Αυτό στη συνέχεια του επέτρεψε να κάνει όλες εκείνες τις κινήσεις που έκρινε ότι επέβαλλε το εθνικό συμφέρον της χώρας, χωρίς να προκαλεί επικίνδυνες αντιδράσεις.


Για να γίνει πιο κατανοητή η σημασία αυτών των κινήσεων, υπό τις συνθήκες της εποχής εκείνης, αρκεί νομίζω να λεχθεί ότι ο Κ. Καραμανλής ήταν ο πρώτος έλληνας πρωθυπουργός που επισκέφθηκε ποτέ όχι μόνο τη Μόσχα και το Πεκίνο αλλά και αυτή την όμορη Βουλγαρία.


Ιδιαίτερα στα Βαλκάνια, ο Κ. Καραμανλής πήρε ιστορικές, θα έλεγα, πρωτοβουλίες, εγκαινιάζοντας μια νέα πολιτική βελτιώσεως των σχέσεών μας με τους βόρειους γείτονές μας όχι μόνο στο διμερές επίπεδο αλλά και στον τομέα της πολυμερούς συνεργασίας. Το τελευταίο αυτό εθεωρείτο ακατόρθωτο την εποχή εκείνη, αφού τα Βαλκάνια ήταν ένας μικρόκοσμος της διαιρέσεως του πλανήτη σε Ανατολή, Δύση και Αδεσμεύτους.


Και όλα αυτά όχι μόνο δεν εκλόνισαν τη θέση της Ελλάδος στη Δύση αλλά και δεν εμπόδισαν την ένταξη της χώρας στην Ευρωπαϊκή Ενωση.


Τούτο οφείλεται, κατά τη γνώμη μου, στο γεγονός ότι ο Κ. Καραμανλής ενέπνεε τέτοια εμπιστοσύνη ώστε να αναγνωρίζεται και σε εκείνον το δικαίωμα που συνήθως οι μεγάλες χώρες κρατούν μόνο για τον εαυτό τους: να προωθεί, δηλαδή, πάνω από όλα τα συμφέροντα της χώρας του κατά τον τρόπο που εκείνος έκρινε αποτελεσματικότερο.


Ιδιαίτερη, φυσικά, θέση στην εξωτερική πολιτική του Κ. Καραμανλή κατείχαν το Κυπριακό και οι ελληνοτουρκικές σχέσεις.


Οι Συμφωνίες της Ζυρίχης και του Λονδίνου το 1959 που έλυσαν το Κυπριακό έγιναν αντικείμενο επικρίσεων και στην Ελλάδα και στην Κύπρο.


Είναι όμως γεγονός αναμφισβήτητο ότι ο Κ. Καραμανλής ήταν ο μόνος πολιτικός που είχε και τη δύναμη και το θάρρος να λύσει το πρόβλημα αυτό που ακόμα και σήμερα θεωρείται το πιο δυσεπίλυτο διεθνές πρόβλημα.


Και η λύση αυτή, ανεξάρτητα από τις όποιες αδυναμίες της που αντανακλούσαν τον συσχετισμό δυνάμεων της εποχής, έδωσε στη Μεγαλόνησο για πρώτη φορά την ανεξαρτησία της εν γνώσει και με τη συγκατάθεση του εκλεγμένου ηγέτη της, του Αρχιεπισκόπου Μακαρίου.


Ας μου επιτραπεί να πιστεύω προσωπικά ότι αν η κυπριακή ηγεσία δεν επεδίωκε να ανατρέψει μονομερώς τη Συμφωνία αυτή αντί να αγωνιστεί για την εφαρμογή της, σήμερα θα ήταν άλλη η θέση και η μοίρα του κυπριακού ελληνισμού.


Ως προς την Τουρκία, ο Κ. Καραμανλής επίστευε ότι η εξομάλυνση των ελληνοτουρκικών σχέσεων θα ήταν προς όφελος και του ελληνικού και του τουρκικού λαού, αφού μέσα σ’ ένα κλίμα ειρήνης και ασφάλειας θα μπορούσαν και οι δύο να αφιερώσουν περισσότερες δυνάμεις και πόρους στην αντιμετώπιση των οικονομικών και κοινωνικών προβλημάτων τους.


Η εξομάλυνση όμως αυτή έπρεπε να στηρίζεται, πρώτον, στον σεβασμό της εδαφικής ακεραιότητος και των κυριαρχικών δικαιωμάτων, στην τήρηση του Διεθνούς Δικαίου και των διεθνών συνθηκών και στην αποφυγή της χρήσεως ή απειλής βίας. Και δεύτερον, στη λύση του Κυπριακού, χωρίς την οποία είναι αδύνατη η βελτίωση των ελληνοτουρκικών σχέσεων.


Η θέση όμως της Τουρκίας παρέμεινε και παραμένει και σήμερα – παρά τις αυταπάτες που τρέφουν ορισμένοι – αμετάβλητη. Δηλαδή ανατροπή του status quo και συγκυριαρχία στο Αιγαίο και αναγνώριση και νομιμοποίηση των τετελεσμένων στην Κύπρο.


Οσο δεν μεταβάλλεται η θέση αυτή της Τουρκίας νομίζω ότι αποτελεί αφέλεια να πιστεύει κανείς ότι μπορεί να βελτιωθούν ουσιαστικά – και όχι απλώς επιφανειακά – οι ελληνοτουρκικές σχέσεις.


Οποιος έχει παρακολουθήσει από κοντά και επί μακρό διάστημα την εξωτερική πολιτική του Κ. Καραμανλή νομίζω ότι θα μπορούσε να διατυπώσει ως εξής τα κύρια χαρακτηριστικά της:


– Βασικό χαρακτηριστικό ήταν οι μεγάλοι στρατηγικοί στόχοι που έθετε ο Καραμανλής, τα οράματα δηλαδή που είχε για το ελληνικό έθνος.


– Τους στόχους αυτούς επεδίωκε να επιτύχει με σταθερότητα, συνέπεια, υπευθυνότητα και αξιοπρέπεια.


– Μέσα στο πλαίσιο αυτό αποτιμούσε ρεαλιστικά τους εκάστοτε συσχετισμούς δυνάμεων και έπαιρνε σαφείς και σταθερές θέσεις.


– Η ενδυνάμωση της ισχύος της χώρας – πολιτική σταθερότητα, οικονομική ανάπτυξη, κοινωνική ειρήνη, ένοπλες δυνάμεις – ήταν η πρώτη προτεραιότητα του Κ. Καραμανλή αφού, πέραν των άλλων, αποτελούσε και τη βάση της εξωτερικής του πολιτικής.


– Ο λόγος του Κ. Καραμανλή ήταν και στα εξωτερικά θέματα λιτός, υπεύθυνος και ουσιαστικός, χωρίς βερμπαλισμούς κενούς περιεχομένου.


– Τέλος, το προσωπικό κύρος του Κ. Καραμανλή υπήρξε όχι μόνο βασικό στοιχείο της εξωτερικής του πολιτικής αλλά και καθοριστικός παράγων σε στιγμές κρίσιμες για το μέλλον της χώρας.


Σήμερα είναι σχεδόν καθολική όχι μόνο η αναγνώριση αλλά και η αποδοχή της εξωτερικής πολιτικής του Κ. Καραμανλή.


Και αυτή η τιμή, σπάνια στην ιστορία του τόπου μας, συμβάλλει στο να καταλάβει ο Κ. Καραμανλής τη θέση που δικαιούται στην Ιστορία.


Ο κ. Πέτρος Γ. Μολυβιάτης είναι βουλευτής Επικρατείας της ΝΔ.