Οταν το Συμβούλιο Ραδιοτηλεόρασης επέβαλε τη στιγμιαία απαγόρευση της μετάδοσης δύο τηλεοπτικών εκπομπών, το ξάφνιασμα μπορεί να ήταν ανάμεικτο με κάποιο ευχάριστο συναίσθημα, αλλά σχεδόν αμέσως η αίσθηση του γελοίου το έκανε να εξατμισθεί.


Μέχρι να φθάσει η δημόσια ευαισθησία τα όρια της αντοχής της, τέτοιου είδους απαγορεύσεις είναι μάταιες. Αν αποκλείεις το δίδυμο των Β-εκπομπών χωρίς να έχεις αποκλείσει προηγουμένως τα τμήματα της χωματερής που παρουσιάζονται ως «δελτία ειδήσεων» και, από κοντά, τουλάχιστον το μισό τηλεοπτικό μενού που κοσμεί το καθιστικό μας, ασκείς μια επιλεκτική και άκρως υποκριτική λογοκρισία που η μόνη πιθανή επίπτωσή της είναι να ηρωοποιήσει το λογοκρινόμενο προϊόν. Αν πάλι ως κράτος απαγορεύσεις όλα όσα «πρέπει», τότε γίνεσαι συνεταίρος στις τσέπες των καναλαρχών οι οποίοι με το δίκιο τους θα δυσανασχετήσουν αφού δεν σε διάλεξαν για κάτι τέτοιο, ενώ απεναντίας καταβάλλουν τα συμφωνημένα χρήματα για τον αέρα που τους επέτρεψες να χρησιμοποιούν και να μεταπωλούν ως ενημέρωση και ψυχαγωγία.


Μπορεί τα πράγματα καθεαυτά να μην είναι μονοσήμαντα, αλλά η τάση να παρουσιάζει κανείς τις επιπτώσεις τους μονοσήμαντες είναι ιστορικά παμπάλαια. Εκείνο που αενάως εκσυγχρονίζεται είναι η ορολογία. Παραδείγματος χάριν, είναι οι Β-εκπομπές (που «απαγορεύθηκαν») «παράπλευρες ζημίες» του αγώνα για την ελευθερία της έκφρασης; Ή, απλούστερα, αποτελούν συμπτώματα υπέρβασης μιας ναρκισσευόμενης ηθικολογίας την οποία θεωρούμε εκ των πραγμάτων ύποπτη;


Η ελευθερία της έκφρασης εγγυάται και τη δυνατότητα να προσβάλλονται βάναυσα οι αξίες των οποίων την έκφραση επιδιώκεις να ελευθερώσεις με τον αγώνα κατά της λογοκρισίας. Επειδή η πραγματικότητα δείχνει ότι οι νόμοι για τον σεβασμό του άλλου αποδεικνύονται ασθενείς παράγοντες του πλέγματος του οποίου υποτίθεται ότι «κρατάνε τα μπόσικα». Ενώ η υπέρβαση της ηθικολογίας συνεπάγεται το κόστος να αντιλαμβάνεσαι στο πετσί σου ότι τα δόγματα είναι ανοιχτά και αποτελούν το ιδεολογικό οπλοστάσιο μιας μάχης μόνον για το διάστημα που παραμένει ακόμη ακέρδητη.


Από την κωμική «απαγόρευση» φάνηκε ότι εξακολουθούμε να συγχέουμε τον φάντη με το ρετσινόλαδο και να μιλάμε με όρους ηθικής για κάτι που είναι άσχετο με την ηθική. Η τηλεόραση «βλάπτει» αν υποκαταστήσει ως δημόσιος λόγος τον ιδιωτικό. Οπως όσοι έπαιξαν με σφεντόνες και όπλα και είδαν όλες τις ταινίες για τον Ντίλιγκερ και τον Αλ Καπόνε δεν έγιναν γκάνγκστερ, έτσι και αν αντικαταστήσει ένας «φωτισμένος δεσπότης» τα σκουπίδια με μια μιχαηλαγγελικής ποιότητας τηλεόραση, δεν θα παραγάγει φιλοσόφους και αισθητές. Επειδή αν η τηλεόραση είχε άρτια ποιοτική υπόσταση δεν θα ενδιέφερε παρά ελάχιστους. Καθώς θα έπαυε ο τομέας της να είναι υπολογίσιμο οικονομικό μέγεθος, οι μεταπράτες της ψυχαγωγίας και της ενημέρωσης θα έβρισκαν κάπου αλλού να επενδύσουν τα χρήματά τους. Το σύνδρομο της κλειδαρότρυπας στο οποίο επενδύουν τώρα είναι ένα σύνδρομο αδράνειας. Αν η τηλεόραση ικανοποιούσε τους θαυμαστές των ανθρωπιστών της Αναγέννησης ανάμεσά μας (δηλαδή ένα δυσδιάκριτο διά γυμνού οφθαλμού ποσοστό του πληθυσμού), μάλλον εκείνοι που θέλουν να προστατέψουν την ιδιωτικότητά τους θα είχαν πρόβλημα, καθώς οι γείτονές τους θα αναγκάζονταν να ανασκουμπωθούν, να κουνήσουν λιγάκι τα αγκυλωμένα μέλη τους από το καθιστικό και να βγούνε παραέξω, στη γειτονιά, για παραμυθία στις αλλότριες συμφορές, στα βάσανα, στις αναπηρίες, στις ιδιαιτερότητες, στις κακοτυχιές του άλλου.


Λοιπόν, ας μην προσπαθούμε να πείσουμε τους εαυτούς μας ότι είμαστε καλύτεροι στηλιτεύοντας τον demi-monde της τηλοψίας και τους επιχειρηματίες της. Οι μεν αυτοδιορισμένοι «πατριώτες», αντί να χαρίζουν ανέξοδες ρητορείες περί αφελληνισμού διά της τηλεόρασης, ας βάλουν το χέρι στην τσέπη να πληρώσουν κανέναν φόρο. Οι δε «ηθικοί» ας εξακολουθήσουν το βιολί τους προς τα εμπρός, προς το καλύτερο, αποδεχόμενοι πάντως ότι και αυτό δεν είναι άνευ κόστους.


Ο κ. Αντώνης Κωτίδης είναι αναπληρωτής καθηγητής της Φιλοσοφικής Σχολής του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης.