Από πού επηρεάστηκα; Από την Ακρόπολη και την Αγια-Σοφιά


Ο Λε Κορμπυζιέ γεννήθηκε το 1887 με το όνομα Σαρλ Εντουάρ Ζινρέτ στη Λα Σο ντε Φον της Ελβετίας, λίγα χιλιόμετρα από τα γαλλικά σύνορα, τη χρονιά που ξεκινούσε η κατασκευή του πύργου του Αϊφελ στο Παρίσι. Εκπαιδευμένος ως καλλιτέχνης ταξίδεψε το 1907 και το 1911 στην Κεντρική Ευρώπη και στις χώρες της Μεσογείου. * Εζησε στο Παρίσι από το 1917. Εκεί εργάστηκε στο γραφείο του Ογκύστ Περέ (1908), ειδικού στην κατασκευή κτιρίων από μπετόν, και στο Βερολίνο (1910) με τον Πίτερ Μπέρενς. Διάλεξε το όνομα Λε Κορμπυζιέ στις αρχές της δεκαετίας του 1920. * Από το 1922 ο Λε Κορμπυζιέ εργαζόταν με τον εξάδελφό του, τον Πιερ Ζινρέτ. Τα πρώτα έργα του ήσαν κυρίως κατοικίες τις οποίες θεωρούσε «μηχανές κατοίκησης» και εφάρμοζαν τα πέντε σημεία-αξιώματα της αρχιτεκτονικής του (πιλοτή, επίπεδη οροφή, ελεύθερη κάτοψη, οριζόντιο παράθυρο, ελεύθερη πρόσοψη). * Κατά τη διάρκεια του πολέμου μετακόμισε στη Νότια Γαλλία όπου επεξεργάστηκε το σύστημα «Modulor», μια σειρά αριθμητικών αναλογιών που σχετίζουν το κτίριο με τις αναλογίες του ανθρώπινου σώματος. * Τα πιο γνωστά του έργα είναι η Villa Savoye (Πουασύ, Γαλλία), το Caprenter Center (στο Κέιμπριτζ της Μασαχουσέτης), το μοναστήρι της La Tourette, η εκκλησία Notre Dame du Haut (Ronchamp, Γαλλία) και η Unite d’ Habitation (Μασσαλία, Γαλλία). * Η μεταπολεμική αρχιτεκτονική του χρησιμοποίησε πιο αδρά, παραδοσιακά υλικά, όπως το ανεπίχριστο μπετόν, την πέτρα και το εμφανές τούβλο. Στα τελευταία μάλιστα χρόνια εργάστηκε στην Ινδία όπου ολοκλήρωσε μια σειρά έργων μεγάλης κλίμακας. * Πέθανε το 1965 από ανακοπή καρδιάς ενώ κολυμπούσε στο Καπ Μαρτέν.




– Κύριε Λε Κορμπυζιέ, έχετε αφήσει τη σφραγίδα σας στην εποχή μας. Κανείς δεν μπορεί να μιλήσει για αρχιτεκτονική στον 20ό αιώνα χωρίς να αναφέρει το όνομα «Λε Κορμπυζιέ»…


«Κύριε Ντεζάλ, είστε πολύ ευγενικός… Υπάρχει κάτι πολύ απλό για τη ζωή μου το οποίο μπορώ να σας το πω με πλήρη ειλικρίνεια, και αυτό είναι ότι ποτέ δεν πίστεψα ότι είμαι κάποιος. Απλώς πίστευα ότι δεν ήμουν πιο χαζός από όλους τους άλλους στο σχολείο. Η μητέρα μου πάντοτε έλεγε: «Είσαι συνεχώς στους δρόμους και παίζεις. Θα ήθελα να μάθω πώς συνεχίζεις να έρχεσαι σπίτι με άριστα στους βαθμούς σου. Θα πρέπει να τους κλέβεις!». Εγώ απαντούσα: «Οχι βέβαια». Ηταν μια πολύ απλή ζωή. Είχα κερδίσει δύο χρόνια από τους υπόλοιπους συμμαθητές μου γιατί οι γονείς μου είδαν και απόειδαν μ’ εμένα στο σπίτι, οπότε με έβαλαν στο σχολείο από τότε που ήμουν τεσσάρων. Οταν έφυγα από το σχολείο ο πατέρας μου είπε: «Τώρα θα πας σε σχολή καλών τεχνών» ­ και αυτό έκανα. Ηταν μια σχολή χαρακτικής ρολογιών, κάτι που συνειδητοποίησα αφού είχα μπει σε αυτήν ­ δεν ήταν καθόλου ευχάριστα. Αναρωτήθηκα: «Τι στο καλό κάνω ­ εγώ, να χαράζω ρολόγια;». Δεν με ενδιέφερε καθόλου κάτι τέτοιο ­ πάντως δεν έχω κάτι εναντίον εκείνων που τα χαράζουν. Αλλά θα πρέπει να παραδεχθείτε ότι ήμουν τυχερός, γιατί εκείνο τον καιρό έγινε μια νέα τεχνολογική εφεύρεση, το ρολόι χειρός, το οποίο σήμαινε ότι δεν χρειαζόσουν ρολόγια τσέπης. Συνεπώς δεν υπήρχε και λόγος να διακοσμείς την πίσω πλευρά του ρολογιού, γιατί η πλευρά αυτή ήταν σε επαφή με το δέρμα και κανείς δεν θα την έβλεπε. Αυτή ήταν η πρώτη δήλωση ­ όχι η δήλωση, αλλά η πρώτη μου επαφή με την απόσυρση της περιττής διακόσμησης.


»Είχα έναν εξαίρετο δάσκαλο που μου άνοιξε τα μάτια για τη φύση. Μας πήγαινε στα λιβάδια, στα δάση, στα λουλούδια και μας έβαζε να ζωγραφίζουμε, όχι τοπία αλλά στοιχεία των φυτών. Μας έσπρωχνε στα συστατικά στοιχεία κάθε πράγματος. Αυτό ήταν πολύ σημαντικό για μένα και εγώ ήμουν η απάντηση στις προσευχές του. Ημουν, χωρίς να το ξέρω, ο αγαπημένος του μαθητής. Το κατάλαβα αρκετά αργότερα όταν με έσπρωξε να φύγω από τη χαρακτική ρολογιών. Μου είπε: «Θα γίνεις αρχιτέκτονας».




»Αρχισα να κτίζω το πρώτο μου σπίτι στην ηλικία των 17 ετών. Βρήκα έναν πολύ ωραίο τύπο, έναν καλό άνθρωπο που ήταν μέλος της επιτροπής της σχολής στην οποία φοιτούσα και του είπα: «Ακουσα ότι θα κτίσεις ένα σπίτι. Θα σ’ το κτίσω εγώ». «Είσαι τρελός! » μου απάντησε, για να προκαλέσει μια πεισματική δική μου ανταπάντηση: «Οχι. Θα το κάνω, μα τον Θεό». Λοιπόν, του το έκτισα το σπίτι και μάλιστα με όλες τις χαριτωμένες λεπτομέρειες, ρομαντικές, τέλεια σχεδιασμένες και τέλεια εκτελεσμένες. Ημουν πραγματικός κέρβερος στην οικοδομή. Οι εργολάβοι πίστευαν ότι θα μου την έφερναν, αλλά τους την έφερα εγώ. Οπότε τα κατάφερα μια χαρά…


»Αργότερα [1908] στο Παρίσι πήγα να δω τον Ογκύστ Περέ. Με υποδέχθηκε ευγενικά. Του έδειξα τα σκίτσα που είχα κάνει από το ταξίδι μου στην Ιταλία [1907]. Τον εντυπωσίασαν και με προσέλαβε ­ αμέσως μάλιστα. Και πώς ξεκίνησα… Χωρίς εμπόδιο βρέθηκα στην καλύτερη δυνατή ατμόσφαιρα που θα μπορούσα να ελπίζω, εκείνη του Ογκύστ Περέ [πνευματικός πατέρας του Λε Κορμπυζιέ, κορυφαίος αρχιτέκτονας και γνωστός για τις κατασκευές του από οπλισμένο σκυρόδεμα], που ήταν ένας καινοτόμος και που, επιπλέον, ήταν νέος (συμβαίνει στον καθένα για ένα μικρό διάστημα). Ούρλιαζε μέσα στο γραφείο του: «Εγώ κάνω μπετόν!». Φαινόταν να είναι κάτι το σκανδαλώδες, κάτι εντελώς αιρετικό, και πραγματικά του άρεσε αυτό το στοιχείο του σκανδάλου: «Εγώ κάνω μπετόν!». Εκεί είναι που έμαθα τη χρήση του μπετόν ­ κάνοντας τα σχέδια της εκκλησιάς του… Θεέ μου… πού ήταν αυτή η εκκλησία; Μάλλον ήταν στην Αλγερία ­ δεν θυμάμαι. Οπότε εκεί είναι που έμαθα στ’ αλήθεια να σχεδιάζω ­ τα κατασκευαστικά σχέδια μιας μοντέρνας τεχνικής.




»Υστερα απ’ αυτό περιφερόμουν στην Ευρώπη για πέντε ή έξι χρόνια και μετά πήγα στην Ανατολή. Εκανα ένα ταξίδι επτά μηνών, πεζοπορία από τη Βιέννη στη Μικρά Ασία [1911]. Εκεί μου άνοιξαν τα μάτια στα πιο αντιακαδημαϊκά πράγματα: αγροτικά σπίτια, μανδρότοιχοι που ακολουθούσαν την κλίση του εδάφους χωρίς όλες αυτές τις σκάλες που οι αρχιτέκτονες συνήθως κάνουν όταν έχουν ένα επικλινές οικόπεδο, ένα σύστημα που πάντα με εκνεύριζε. Και είδα και τέχνη. Πρώτα είδα την Αγια-Σοφιά στη Μικρά Ασία, μια θαυμαστή τέχνη απίστευτης δύναμης. Είδα βυζαντινή και τουρκική τέχνη και πραγματικά άρχισα να αγαπώ τους Τούρκους, τους βρήκα πολύ φιλικούς.


»Τελικά έφθασα στην Αθήνα και είδα την Ακρόπολη. Εμεινα εκεί επτά εβδομάδες, σε καθημερινή επαφή με τα μνημεία, με μεγάλο πάθος και θέρμη. Ανακάλυψα τότε ότι η αρχιτεκτονική είναι το παιχνίδι των όγκων, το παιχνίδι των περιγραμμάτων, εκατό τοις εκατόν επινόηση, που εξαρτάται αποκλειστικά από τη δημιουργία εκείνου που ζωγραφίζει. Ημουν πια σίγουρος ότι θα απέφευγα τον Βινιόλα, ο οποίος είχε κατευθύνει την αρχιτεκτονική εκπαίδευση για τους τελευταίους δύο αιώνες, τουλάχιστον για όλον τον 19ο αιώνα. Τον άφησα πίσω μου προς μεγάλη έκπληξη όλων αυτών που με γνώριζαν, οι οποίοι έλεγαν «τελικά θα πρέπει να σπουδάσεις τον Βινιόλα». Υστερα από όλα αυτά γύρισα στην πατρίδα μου [σ.σ.: στη Λα Σο ντε Φον της Ελβετίας], όπου ήθελα να φέρω όλη τη νεανική μου γνώση. Μου έκαναν πόλεμο εκεί λέγοντας: «Μας σπας τα νεύρα». Είπα: «Ωραία, φεύγω» και επέστρεψα στο Παρίσι [1917]. Και από εκείνη τη στιγμή άρχισα μια συναρπαστική ζωή, τρώγοντας μία φορά την ημέρα (το οποίο είναι αρκετό όταν είσαι νέος) και, μετά, κάνοντας ό,τι μου άρεσε. Την εκπαίδευσή μου εγώ την πήρα μέσα από τα ταξίδια μου και τα μουσεία που επισκεπτόμουν. Στη συνέχεια πήγα να εργαστώ. Ανοιξα ένα γραφείο και πήρα τις πρώτες μου αναθέσεις. Και έτσι έγινα αρχιτέκτονας χωρίς να διαβάσω ούτε ένα αρχιτεκτονικό βιβλίο, χωρίς ποτέ να έχω σπουδάσει αρχιτεκτονική, χωρίς ποτέ να έχω σπουδάσει τους επτά ρυθμούς της αρχιτεκτονικής.




»Μια μέρα ήμουν στο δωμάτιό μου, στους πρόποδες του λόφου Σαν Μισέλ, στον έβδομο όροφο. Ξαφνικά ακούω έναν φοβερό θόρυβο, βγαίνω από το δωμάτιο και βλέπω το αεροπλάνο του κόμη Ντε Λαμπέρ να πετάει πάνω από το Παρίσι στην πρώτη του φορά. Ηταν ένα σοκ. Βεβαίως του έδωσαν κλήση ­ δεν επιτρεπόταν να περάσεις πάνω από το Παρίσι αλλά αυτός το έκανε. Και ήταν ένα μεγάλο γεγονός στην ιστορία της ανθρωπότητας. Η αεροπορία γεννιόταν εκείνη την ώρα και απεδείκνυε την αυθεντικότητά της.


»Ανοιξα το αρχιτεκτονικό γραφείο μου με τον εξάδελφό μου Πιερ Ζινρέτ. Ηταν ωραίος τύπος. Δέκα χρόνια νεότερος από μένα. Φανατικός με τα αεροπλάνα, φανατικός και με τα αυτοκίνητα. Αυτός και ο Αμεντέ Οζενφάν θα αποσυναρμολογούσαν αυτοκίνητα. Ο Οζενφάν είχε ένα αυτοκίνητο που όλον τον καιρό το αποσυναρμολογούσε γιατί, βλέπετε, όλο θορύβους άκουγε από αυτό. Αυτά ήταν αυτοκίνητα που δεν πήγαιναν και πολύ μακριά, γιατί οι οδηγοί τους φοβούνταν τους θορύβους. Τέλος πάντων ήταν όλη αυτή η ιστορία των αυτοκινήτων στη ζωή των ανδρών… Οταν ξεκίνησα το γραφείο μου τα πράγματα πήγαιναν καλά. Τουλάχιστον δεν βγήκα χαμένος ­ ή έτσι πίστευα. Οι άνθρωποι ήταν πολύ ευγενικοί μαζί μου. Τα λεφτά μόνο δεν ήταν αρκετά. Δεν είχα το όνομα για κάτι περισσότερο. Τέλος πάντων, ήταν δύσκολα χρόνια, πολύ δύσκολα. Τότε ήταν που ο Οζενφάν και εγώ γνωρίσαμε τον ποιητή Πολ Ντερμέ. Μας πρότεινε να εκδώσουμε ένα περιοδικό, το «L’Esprit Nouveau», και από τις πρώτες συναντήσεις που κάναμε συνειδητοποιήσαμε ένα πράγμα, ότι ήταν πολύ σημαντικός ο ίδιος ο τίτλος: «L’Esprit Nouveau» ­ «το νέο πνεύμα». Μετά την έκδοση των πρώτων δύο ή τριών τευχών, το αναλάβαμε εμείς οι δύο χωρίς τον Ντερμέ, που ασχολούνταν μόνο με θέματα ποίησης. Ο τίτλος του μπορούσε να δικαιολογηθεί μόνο και μόνο από τα άρθρα που γράφαμε ο Οζενφάν και εγώ για τη ζωγραφική. Και τότε ήταν που εμφανίστηκε και ένας κύριος Λε Κορμπυζιέ ο οποίος ξαφνικά βαφτίστηκε από τον Ζινρέτ, εμένα, τον Σαρλ Εντουάρ Ζινρέτ. Ανακοίνωσα: «Αν κάποιος πρέπει να μιλήσει για την αρχιτεκτονική, διατίθεμαι να το κάνω, αλλά όχι με το όνομα Ζινρέτ. Θα πάρω το όνομα από τη γενιά της μητέρας μου ­ Λε Κορμπυζιέ ­ και θα υπογράφω τα κείμενα για την αρχιτεκτονική ως Λε Κορμπυζιέ».


»Οπότε μια μέρα έγραψα το πρώτο κείμενο. Είχα περιθώριο δύο ημερών για να το γράψω. Το έγραψα μεμιάς. Το υπέγραψα ως «Λε Κορμπυζιέ». Δημοσιεύθηκε και ξαφνικά αυτό το όνομα έγινε ένα κοινό σημείο αναφοράς, ένα σύνθημα σε όλον τον κόσμο. Δεν είναι πραγματικά αστείο αυτό το άρθρο το οποίο τιτλοφορείτο «Προς μια αρχιτεκτονική: Κάτοψη, τομή, όψη» (ήταν τρία συνεχόμενα άρθρα) να είχε το χάρισμα να προσελκύσει σε άλλες χώρες ανθρώπους που εξέδιδαν άλλα περιοδικά και ενδιαφέροντες καλλιτέχνες που έρχονταν στο Παρίσι και λέγανε: «Θέλουμε να μιλήσουμε στον Λε Κορμπυζιέ»; Εμείς θα απαντούσαμε: «Αυτό το πρόσωπο δεν υπάρχει. Εδώ είναι ο κύριος Ζινρέτ ο οποίος φροντίζει για αυτά τα θέματα». Και μετά από λίγον καιρό ο Λε Κορμπυζιέ αναγκάστηκε να πάρει το όνομα Λε Κορμπυζιέ ακόμη και στα καθημερινά πράγματα, γιατί όταν περνούσε τα σύνορα το διαβατήριό του έλεγε Ζινρέτ και οι υπάλληλοι του τελωνείου δεν ήταν καθόλου ευχαριστημένοι. Από τότε είχα με βεβαιότητα βαπτισθεί… Μετά το 1925 με καλούσαν ως «Λε Κορμπυζιέ» σε όλον τον κόσμο να δίνω διαλέξεις, να εξηγώ τις ιδέες μου. Εκεί ανέπτυξα μια δική μου τεχνική που ήταν μοναδική. Ποτέ δεν προετοίμαζα τις διαλέξεις. Είχα μια μικρή κάρτα, διπλή σε μέγεθος από μια επαγγελματική κάρτα. Είχα γράψει τέσσερις ή πέντε γραμμές πάνω σε αυτή την κάρτα και στη συνέχεια αυτοσχεδίαζα. Αυτοσχεδιασμός ­ ένα φοβερό πράγμα, αλλά θα το έκανα. Ετσι, στην αρχή δούλευα με μια κιμωλία, μια χρωματιστή κιμωλία και έναν μαυροπίνακα ­ αν έβρισκα έναν. Μερικές φορές αυτό είχε και τα ευτράπελά του. Μια φορά ήμουν σε μια χώρα πολύ ζεστή, δεν θυμάμαι ποια, και αφού έσβησα τον πίνακα από τις κιμωλίες σκούπισα με το πανί και το πρόσωπό μου και όλη η αίθουσα γελούσε. Και εγώ γελούσα…».





1. Ο ΣΑΡΛ ΕΝΤΟΥΑΡ ΖΙΝΡΕΤ
(δεν είχε «βαφτίσει» ακόμη τον εαυτό του «Λε Κορμπυζιέ») σε νεαρή ηλικία με τους γονείς του. 2. ΚΑΡΤ ΠΟΣΤΑΛ-ΓΕΛΟΙΟΓΡΑΦΙΑ ΤΩΝ ΝΑΖΙΣΤΩΝ (1930). Σατιρίζει ­ ρατσισμός γαρ­ την «ανατολίτικη» αρχιτεκτονική του οικισμού Βάιζενχοφ στη Στουτγάρδη, όπου ο Λε Κορμπυζιέ είχε κτίσει δύο κατοικίες. 3. ΖΩΓΡΑΦΙΚΗ και αρχιτεκτονική για τον Λε Κορμπυζιέ ήταν ένα και το αυτό. «Τα κτίρια» έλεγε «είναι σαν αιωρούμενοι όγκοι που ξεπήδησαν από ένα ζωγραφικό πίνακα και παίζουν με τις σκιές και το φως». 4. ΙΔΙΟΦΥΪΑ ΚΑΙ ΕΚΚΕΝΤΡΙΚΟΤΗΤΑ ΠΑΝΕ ΜΑΖΙ, τουλάχιστον στην περίπτωση του Λε Κορμπυζιέ. Στη φωτογραφία αυτή του 1929, ο αρχιτέκτονας με την «τρελοπαρέα» του σε υπερωκεάνιο επιστρέφοντας από τη Βραζιλία. Ο «κλόουν» δίπλα στον «νέγρο» (Λε Κορμπυζιέ) είναι η Ζοζεφίν Μπέικερ. 5. ΔΕΚΑΕΤΙΑ ΤΟΥ 1930, διακοπές με τη σύζυγό του Υβόν Γκάλις, μοντέλο από το Μονακό. 6, 7. ΤΑ ΤΑΞΙΔΙΑ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ. Η φωτογραφία αριστερά, από την επίσκεψή του στον Παρθενώνα το 1911. Το «Βραδυπορείτε…» στη δεξιά φωτογραφία αποτελεί τεκμήριο του δεύτερου ταξιδιού του στην Ελλάδα το 1933. 8. ΜΕ ΤΟ ΝΕΧΡΟΥ, όταν είχε επισκεφθεί την Ινδία, τη δεκαετία του 1950. Εκλήθη για να σχεδιάσει μια πόλη-πρότυπο. Ετσι προέκυψε η Σαντιγκάρ. 9. ΜΙΣ ΒΑΝ ΝΤΕΡ ΡΟΕ ΚΑΙ ΛΕ ΚΟΡΜΠΥΖΙΕ. Τα δύο «τέρατα» της μοντέρνας αρχιτεκτονικής σε μια σπάνια αχρονολόγητη φωτογραφία. 10. ΜΑΘΗΜΑ ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΙΚΗΣ ΑΝΑΤΟΜΙΑΣ. Ο Λε Κορμπυζιέ εξηγεί στους φοιτητές που παρακολουθούν μια από τις διαλέξεις του τις «αρχές του Modulor», του συστήματος χαράξεων, δηλαδή, που είχε επινοήσει ο ίδιος και το οποίο βασίζεται στις αναλογίες του ανθρώπινου σώματος


«Ο «Λε Κορμπυζιέ» ταξίδεψε σε κάθε λογής χώρες. Στη Νότια Αμερική, στο Μπουένος Αϊρες, όπου ήμουν προσκεκλημένος ενός απίστευτα ζωντανού και ευγενικού πληθυσμού. Είχα μια κάποια επιτυχία με αυτές τις διαλέξεις και θα έκανα σχέδια σε διαστάσεις 1,4Χ2 μέτρων. Είχα μαζί μου αυτά τα χαρτιά και έγραφα πάνω τους με κιμωλία. Οταν ζωγραφίζει κανείς γύρω από λέξεις, δημιουργεί ­ και όλη η θεωρία και η μελέτη μου πάνω στην αρχιτεκτονική και στην πολεοδομία προήλθαν από αυτές τις διαλέξεις στις οποίες αυτοσχεδίαζα. Σχεδίαζα σε αυτά τα σχέδια το μέλλον μου. Μια φορά στην Αμερική έκανα μια τέτοια διάλεξη ­ νομίζω ήμουν στο Yale [σ.σ.: στην πραγματικότητα ήταν η διάλεξή του στο Vasar, μπροστά σε 600 κοπέλες, όπως είχε γράψει στο βιβλίο του «Quand les cathedrales etaient blanches»]. Οταν τελείωσα τη διάλεξή μου όλη η αίθουσα σηκώθηκε και έτρεξε προς το μέρος μου. Είπα στον εαυτό μου: «Τι πρόκειται να μου συμβεί ­ είναι φοβερό!». Ανέβηκαν στη σκηνή, πήραν τα σχέδια που είχα κάνει, τα έσχισαν σε χιλιάδες κομματάκια, τα μοίρασαν μεταξύ τους και μετά μου ζήτησαν να υπογράψω κάθε κομματάκι…».




– Ποιο ήταν το πρώτο σας κτίριο;


«Το πρώτο μου κτίριο ήταν στον δρόμο για το Βουκροσόν, για έναν πελάτη που μου είπε: «Διάβασα μερικά από τα άρθρα σου και μου άρεσαν πολύ. Θα θέλαμε να φτιάξουμε ένα σπίτι εδώ, αλλά δεν έχουμε πολλά χρήματα». Του είπα «εντάξει, θα το κάνω για σας» και το κτίσαμε [σ.σ.: Βίλα Μπεσνούς, 1922. Κατά την προσφιλή του τακτική ο Λε Κορμπυζιέ «διαγράφει» την πρώτη περίοδο των έργων του στην Ελβετία, επειδή τα θεωρεί «διακοσμητικά»]. Την ίδια χρονιά έκανα ένα σπίτι για τον Οζενφάν και σχεδίαζα μια κατοικία για τον Ραούλ Λα Ρος, ο οποίος έγινε μεγάλος συλλέκτης κυβιστικών πινάκων… Γύρισα και είπα σε αυτόν τον νέο που ήταν φίλος μου: «Θα σου κάνω κάτι φανταστικό… Είσαι εργένης, μπορεί να έχεις πίνακες εκεί, γιατί σου αρέσει η ζωγραφική. Θα σου κάνω λοιπόν έναν τρομερό αρχιτεκτονικό περίπατο» ­ και αυτό έγινε».


– Ζει ακόμη εκεί αυτός ο άνθρωπος;


«Α, ναι, βέβαια, βέβαια».


– Δεν έχετε μιλήσει για τα άλλα σας έργα πριν από τον πόλεμο. Υπερασπιστήκατε τη λειτουργική αρχιτεκτονική;


«Ο.Κ… λειτουργική αρχιτεκτονική… Ο.Κ… αυτή είναι μια δημοσιογραφική έκφραση».




– Κατάλαβα…


«Ναι, γιατί είναι πλεονασμός. Η αρχιτεκτονική είναι λειτουργική εξ ορισμού. Αν δεν είναι λειτουργική, τι είναι; Σκουπίδια. Την αρχιτεκτονική την όρισα ως το «επιδέξιο, σωστό και συναρπαστικό παιχνίδι των μορφών κάτω από το φως»…».


– Και πώς, κύριε Λε Κορμπυζιέ, τοποθετείσθε απέναντι στην ελληνική αρχιτεκτονική;


«Την ελληνική;».


– Ναι, μετά από αυτόν τον ορισμό της αρχιτεκτονικής που δώσατε.


«Οταν πήγα στην Ακρόπολη στην ηλικία των 20, ή των 21 ετών, όταν πέρασα επτά εβδομάδες μπροστά από τον Παρθενώνα, είδα ότι οι Ελληνες είχαν κάνει κάτι συναρπαστικά παράδοξο: αυτό ήταν μάρμαρο σμιλεμένο σαν ζάχαρη, ένα φανταστικό κατασκεύασμα που από ξύλινες κολόνες είχε γίνει μαρμάρινο με τα τρίγλυφα και όλες αυτές τις λεπτομέρειες ­ είχε γίνει με τόση τέχνη που μπορούσες μόνο να βγάλεις το καπέλο σου. Μπορεί να πει κανείς ότι ο Παρθενώνας δεν είναι λειτουργικός ­ αλλά αυτό δείχνει πόσο περιοριστική είναι η έννοια του λειτουργικού. Και ο Παρθενώνας είναι σίγουρα ένα από μεγαλύτερα έργα της ανθρωπότητας».




– Οπότε πιστεύετε ότι ο Παρθενώνας είναι λειτουργική αρχιτεκτονική.


«Οχι, όχι, να το θέσω αλλιώς: είναι λειτουργικός γιατί μας συγκινεί».


– Μπορούμε να πούμε ότι είναι διακοσμητική αρχιτεκτονική;


«Οχι, με τίποτα».


– Γιατί όχι;


«Γιατί απλώς δεν μπορούμε».


– Τότε τι είναι;


«Είναι απλή και καθαρή αρχιτεκτονική».


– Σας έχει επηρεάσει άλλη αρχιτεκτονική πέρα από την ελληνική;


«Οχι. Μελέτησα πολύ τη γοτθική αρχιτεκτονική. Για έναν χρόνο είχα ­ ήμουν για έναν χρόνο στο Παρίσι ­ ένα σετ κλειδιών από την Παναγία των Παρισίων, παραχωρημένα τότε από το υπουργείο στους νέους που ήθελαν να μελετήσουν αυτόν τον ναό. Θα τριγύριζα εκεί, θα ανέβαινα στους πύργους, σε κάθε δυνατή γωνία του κτιρίου. Ο Καθεδρικός της Παναγίας των Παρισίων είναι καταπληκτικός, είναι ένα πολύ όμορφο πράγμα ­ μόνο που η καρδιά μου είναι στην Ελλάδα και όχι στο γοτθικό. Γιατί το γοτθικό είναι προϊόν μιας σκληρής, σχεδόν επιθετικής νοοτροπίας σε σύγκριση με… Μιλώ για ένα ελληνικό αίσθημα και για ένα γοτθικό αίσθημα. Είναι δύο διαφορετικά πράγματα. Η Γαλλία ήταν καθ’ έξιν σεμνή και σνομπ. Το όλο κίνημα της αρχιτεκτονικής αναγεννήθηκε στη Γαλλία του 19ου αιώνα. Φθάσαμε στον Περέ και στον Φραϊσινέ, ο ένας να είναι αρχιτέκτων και ο άλλος μηχανικός, οι δυο τους να βρίσκουν τις ίδιες αρχές σύνθεσης. Η αρχιτεκτονική ως το επιδέξιο, σωστό και συναρπαστικό παιχνίδι των όγκων κάτω από το φως. Αυτό σημαίνει ότι πρέπει κανείς να διαθέτει γλυπτικές ικανότητες και να είναι ποιητής και την ίδια στιγμή να γνωρίζει σε βάθος την κατασκευή…».


Φωτογραφίες: Associated Press. Πολύτιμο φωτογραφικό υλικό αντλήσαμε από το βιβλίο «Le Corbusier» της Ελίζαμπεθ Ντάρλινγκ (εκδόσεις Carlton Books, Λονδίνο 2000, το οποίο στην Ελλάδα διατίθεται από το βιβλιοπωλείο Παπασωτηρίου), το βιβλίο «Architecture now!» του Φίλιπ Τζοντίντιο (εκδόσεις Taschen, 2001) και από το βιβλίο «Le Corbusier: Κείμενα για την Ελλάδα (φωτογραφίες και σχέδια)» (εκδόσεις Αγρα, 1987).


Ο Μέμος Φιλιππίδης είναι αρχιτέκτονας ΕΜΠ, με μάστερ αρχιτεκτονικής από το Yale University