Τα δελτία ειδήσεων έχουν χάσει 350.000 ως 450.000 θεατές από το 1997 ως σήμερα αλλά η σημαντικότερη αλλαγή στα κοινά τους την τελευταία 5ετία, αφότου δηλαδή αργά αλλά σταθερά μεταβλήθηκαν σε ριάλιτι σόου, είναι η εγκατάλειψή τους από τον οικονομικά ενεργό πληθυσμό της χώρας. Ενώ πολιτικοί και μια μερίδα των δημοσιογράφων συμφωνούν ότι η αλλαγή του περιεχομένου των δελτίων ειδήσεων οδηγεί στη μείωση και στην αλλαγή της σύνθεσης των τηλεθεατών, εκπρόσωποι των δύο εταιρειών μετρήσεων διαφωνούν για την… «κότα και το αβγό».


«Η πτώση 4 ως 5 μονάδων που παρατηρείται σε σχέση με την τηλεθέαση του 1997» αναφέρει ο κ. Γιάννης Αναστασάκος της AGB «οφείλεται, κατά κύριο λόγο, όχι στο περιεχόμενο αλλά στη διαφοροποίηση της ώρας έναρξης, στη μικρότερη δηλαδή διαθεσιμότητα μεγαλύτερου ποσοστού ανενεργού πληθυσμού στις 19.30. Αυτή η αλλαγή της ώρας επιδρά ωστόσο στο περιεχόμενο, γιατί οι σταθμοί προσπαθώντας να αυξήσουν την ανταγωνιστικότητά τους προσφέρουν περιεχόμενα που να συγκινούν περισσότερο το νέο κοινό που δημιουργήθηκε αντικειμενικά με την αλλαγή της ώρας έναρξης των δελτίων ειδήσεων. Για να το πω με ένα σλόγκαν όχι δικό μου αλλά του Ραμονέ, η μετάθεση ενωρίτερα της ώρα έναρξης των δελτίων εγκλώβισε περισσότερο τους τηλεοπτικούς σταθμούς στην «τυραννία των γερόντων»».


Η τοποθέτηση αυτή εξηγεί τι έγινε αλλά όχι πώς και γιατί έγινε. Το διάστημα 1997-1998 οι δύο μεγαλύτεροι τηλεοπτικοί σταθμοί βρέθηκαν μπροστά στο δίλημμα αν θα έπρεπε να ακολουθήσουν τον τότε Σκάι στις διαρκείς αλλαγές της ώρας έναρξης του δελτίου ειδήσεων ή να επιμείνουν στο δικό τους «μοντέλο». Επειδή, όπως λέει στέλεχος της τηλεοπτικής αγοράς, κανένας σταθμός (ιδιοκτησία, ανώτερο μάνατζμεντ) δεν στήριζε τα στελέχη του σε μια μεσοπρόθεσμη λύση, προωθήθηκαν, αναλόγως της ανασφάλειας των διευθυντικών στελεχών κάθε καναλιού, λιγότερο ή περισσότερο ακραίες λύσεις για έναν τηλεοπτικό πληθυσμό (ηλικιωμένο) για τον οποίο «οποιοδήποτε ασήμαντο γεγονός αναδεικνύεται σε σημαντικό και χρήσιμο»(Αναστασάκος ). Μερικοί από τους πιο επώνυμους, έγκυρους και σοβαρούς τηλεοπτικούς δημοσιογράφους υποστήριζαν, σε κλειστές συσκέψεις των καναλιών που έγιναν στα μέσα του 1998, στα σοβαρά ότι «δεν χρειάζεται σταθερή ώρα μετάδοσης ενός δελτίου ειδήσεων…» (σ.σ.: είναι εκείνοι που υποστηρίζουν σήμερα το ακριβώς αντίθετο).


Ο κ. Γιώργος Τρεπεκλής από την εταιρεία μετρήσεων Taylor Nelson Sofres Metrisis διαφωνεί με την άποψη ότι η μετατόπιση της ώρας οδήγησε αποκλειστικά σε αλλαγή των κοινών των κεντρικών δελτίων ειδήσεων: «Σε αυτή την περίπτωση» λέει ο κ. Τρεπεκλής «οι τηλεθεατές που είχαν συνηθίσει να ανοίγουν την τηλεόραση στις 8.30 πριν από το 1997 θα εξακολουθούσαν να κάνουν το ίδιο στις 8.30, έστω και αν τα δελτία είχαν αρχίσει νωρίτερα. Είναι φανερό ότι δεν κάνουν κάτι τέτοιο». Ο κ. Τρεπεκλής αγνοεί πάντως ότι ουδείς τηλεθεατής – και μάλιστα από εκείνους που κατά τεκμήριο δεν διαθέτουν χρόνο – ανοίγει την τηλεόραση για να δει ένα δελτίο ειδήσεων από το μέσον του, όταν μάλιστα στα λεγόμενα «σπονδυλωτά δελτία ειδήσεων», δηλαδή στα δελτία χωρίς ταξινόμηση και ιεράρχηση των ειδήσεων, ουδείς γνωρίζει ποια είδηση έπεται ποιας. Ο κ. Τρεπεκλής έχει υπολογίσει ότι τον τελευταίο χρόνο «σε 112.000 νοικοκυριά έχουν σταματήσει να βλέπουν κεντρικά δελτία ειδήσεων». Κατά τον κ. Τρεπεκλή μείωση της τηλεθέασης υπάρχει – αθροιστικά για όλα τα δελτία ειδήσεων – τόσο στις ηλικίες των πιο πιστών θεατών της τηλεόρασης (σ.σ.: άνω των 45 ετών) όσο και του πιο δυναμικού κοινού (25-44 ετών). Οι ηλικίες 25-44 δίνουν τηλεθέαση στα κεντρικά δελτία ειδήσεων 20% λιγότερη από ό,τι οι ηλικίες άνω των 45 ετών.


Ο κ. Αναστασάκος επισημαίνει ότι στην Ελλάδα, λόγω των γνωστών παραγόντων όπως η αύξηση του μέσου όρου ζωής, ο υπερπληθυσμός της Αθήνας, η έλλειψη πρόνοιας, οι απότομες αλλαγές του κοινωνικού ιστού τα τελευταία 30 χρόνια, οι ηλικιωμένοι είναι στην ουσία «έγκλειστοι» κυριολεκτικά και επικοινωνιακά, οπότε στρέφονται αποκλειστικά σχεδόν στην τηλεόραση. Και μάλιστα σε ποσοστά υψηλότερα από άλλες ευρωπαϊκές χώρες. «Αρα τελικά το σλόγκαν του Ραμονέ θα το παρέφραζα ως εκδίκηση και όχι ως τυραννία των γερόντων».