Η Αννα είχε φθάσει στην Ελλάδα πριν από ενάμιση χρόνο όταν έμαθε από το ταξιδιωτικό γραφείο με το οποίο συνεργαζόταν στο Μενίδι ότι θα έπρεπε να παρουσιαστεί στη Νομαρχία Ανατολικής Αττικής δι’… υπόθεσίν της. Η υπόθεση: καθορισμός ιθαγένειας. Η Αννα αναρωτήθηκε τι νόημα έχει ο καθορισμός της ιθαγένειας σε κάτοχο ελληνικού διαβατηρίου που γράφει «Ελληνας ομογενής». Η διαπίστωση ότι η Αννα είναι Ελληνίδα προέρχεται από καταλόγους που υπήρχαν στο ελληνικό προξενείο της Μόσχας. Οι γονείς, η ίδια και τα αδέλφια της δεν θα ήταν τίποτε αν δεν ήταν Ελληνες. Θα ήταν «ανιθαγενείς», καθώς ο Ελ. Βενιζέλος με έγγραφό του από το 1928 υπαγορεύει στις ελληνικές προξενικές αρχές να χορηγούν βεβαιώσεις και οποιαδήποτε διευκόλυνση που θα επέτρεπε την παλιννόστηση αυτών των ανθρώπων στην Ελλάδα. Η Αννα ήλθε στην Ελλάδα με μια ταξιδιωτική βίζα και θα χρειαζόταν τώρα να διατρέξει ολόκληρη την υπηρεσιακή ιεραρχία για να εγγραφεί στον Δήμο Αχαρνών και εν τέλει να διαπιστωθεί ότι είναι αυτό που… δηλώνει. Είχε αποφασίσει να μην πληρώσει μεσάζοντες για να απευθυνθεί στο αρμόδιο τμήμα της νομαρχίας στον Γέρακα και να στηριχθεί σε εκείνο που θεωρούσε αυτονόητο. Ο εργοδότης της προσφέρθηκε να απευθυνθεί στο υπουργείο Εξωτερικών ώστε να σταλεί απευθείας στη νομαρχία τμήμα των βιβλίων του προξενείου της Μόσχας που βεβαίωναν ότι η Αννα από την Αμπχαζία είναι η… Αννα από την Αμπχαζία. Ανάμεσα στα δικαιολογητικά οι αρχές ζητούσαν και ένα πιστοποιητικό θρησκευτικού γάμου που τελέστηκε το 1946, μια «ανοιχτή πρόσκληση για παρανομία/πλαστογραφία», όπως παραδέχεται μιλώντας στο «Βήμα» στέλεχος της ελληνικής διπλωματικής υπηρεσίας στη Μόσχα.


Η περίπτωση της Αννας, πρώτη που φθάνει στον Συνήγορο του Πολίτη, αφορά όχι την υφαρπαγή της ελληνικής ιθαγένειας με τη γνωστή «φάμπρικα» των ελληνοποιήσεων από ταξιδιωτικά γραφεία και επίορκους διπλωματικούς και νομαρχιακούς υπαλλήλους, αλλά την αδυναμία κάποιου εξαιτίας των «προστατευτικών δικλίδων» που θεσπίστηκαν τα τελευταία χρόνια να αντιληφθεί τη… λογική των διαδικασιών.


Η κατάσταση μόνο επιδεινώθηκε μετά τις καταγγελίες της Νέας Δημοκρατίας μετά τις τελευταίες βουλευτικές εκλογές για… βιομηχανία ελληνοποιήσεων με στόχο τη σύνταξη ειδικών εκλογικών καταλόγων, καθώς οι λίγοι υπάλληλοι που δουλεύουν χωρίς μηχανογραφημένα αρχεία στις κεντρικές υπηρεσίες ασχολούνται με τη διεκπεραίωση του έργου του κοινοβουλευτικού ελέγχου την ώρα που δεκάδες Ελληνοπόντιοι διαμαρτύρονται για τις αδιαφανείς διαδικασίες με τις οποίες υπάλληλοι των νομαρχιών ξεχνούν τα προβλήματα… γνησιότητας των εγγράφων ή και παντελούς έλλειψής τους σε ορισμένες περιπτώσεις.


* Διώκτες και δράστες


Τον Ιούλιο του 1996 έγινε στο κτίριο του υπουργείου Εξωτερικών στη λεωφόρο Βασιλίσσης Σοφίας σύσκεψη για να αντιμετωπισθεί η μάστιγα της πλαστογράφησης των θεωρήσεων εισόδου αλλά και των διαβατηρίων. Στη σύσκεψη αυτή από την πλευρά της Αστυνομίας πήρε μέρος ένας τουλάχιστον ανώτερος αστυνομικός του οποίου το όνομα βρέθηκε σε ατζέντα διακινητή αλλοδαπών γυναικών τους τελευταίους μήνες. Ως αυτό το χρονικό σημείο είχαν έλθει στην Ελλάδα και είχαν κάνει αίτηση να τους χορηγηθεί ιθαγένεια οι μισοί από τους Πόντιους τους οποίους αφορά το θέμα των ελληνοποιήσεων (κάτι που δεν λέει η ΝΔ).


Την εποχή εκείνη το σημαντικότερο πρόβλημα ήταν η πλαστογράφηση θεωρήσεων εισόδου ή η αλλαγή φωτογραφίας σε διαβατήριο που είχε ήδη χρησιμοποιηθεί από άλλο πρόσωπο. «…Οι παριστάμενοι κατέληξαν ότι ο πλέον πρόσφορος τρόπος αντιμετωπίσεως των πλαστογραφήσεων είναι η αποστολή από τα προξενικά γραφεία στα δύο συναρμόδια υπουργεία Εσωτερικών και Δημόσιας Τάξης των ατομικών φακέλων των παλιννοστούντων, οι οποίοι θα πρέπει να εξετάζονται λεπτομερώς προτού οι παλιννοστήσαντες τακτοποιηθούν οριστικά στην Ελλάδα και κυρίως προτού ολοκληρωθεί η διαδικασία για την αναγνώριση της ελληνικής τους ιθαγένειας. (…) Επίσης αποφασίστηκε (…) να γίνεται συγκριτικός έλεγχος των φωτογραφιών του ατομικού φακέλου (…) με τις φωτογραφίες που θα προσκομίζονται στα κατά τόπους αστυνομικά τμήματα για έκδοση άδειας παραμονής…». Το σύστημα της διασταύρωσης στοιχείων «δούλεψε» σε αρκετές περιπτώσεις όπως σε εκείνη του «γάμου» του Τοντίνωφ Μιχαήλ και της Σιμόνοβα Αγγέλας, στους οποίους δόθηκαν θεωρήσεις παλιννόστησης με βάση γάμο ο οποίος βεβαιωνόταν ότι είχε τελεσθεί στο Μπολνίσι της Γεωργίας όταν το ζευγάρι βρισκόταν ήδη στην Ελλάδα. Το περιστατικό αυτό απλώς επιβεβαιώνει ότι πολλοί από εκείνους που ονομάστηκαν «Πόντιοι υπό ανοχή» έμαθαν τα κόλπα στην Ελλάδα.


* Τα πρακτικά της σύσκεψης


Στη σύσκεψη του καλοκαιριού του 1996 στο ΥΠΕΞ έγινε συζήτηση, σύμφωνα με τα πρακτικά, για «Πόντιους υπό ανοχή», «δηλαδή ενός άγνωστου αλλά οπωσδήποτε μεγάλου αριθμού Ποντίων οι οποίοι ουδέποτε έλαβαν θεώρηση παλιννοστήσεως, εισήλθαν με τουριστική θεώρηση και έκτοτε παραμένουν στην Ελλάδα…». Οι παριστάμενοι κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι «οι υπό ανοχή θα έπρεπε να νομιμοποιηθούν, δηλαδή να εγκριθεί εκ των υστέρων η παλιννόστησή τους». Ο τότε πρόξενος στη Μόσχα πρότεινε να καθορισθεί οροφή για τις θεωρήσεις παλιννόστησης που χορηγούν ημερησίως ή μηνιαίως τα προξενικά γραφεία στις χώρες της τέως ΕΣΣΔ. Η πρόταση αυτή είχε σχέση με την πρακτική σε ορισμένα προξενεία της πρώην Σοβιετικής Ενωσης, όπως εκείνου της Μαριούπολης, όπου σε ένα εξάμηνο είχαν χορηγηθεί 60.000 βίζες εισόδου εκ των οποίων το 80% είχε δοθεί σε γυναίκες. Ο υπάλληλος που θεωρήθηκε αναμεμειγμένος διώχθηκε από το διπλωματικό σώμα και παραπέμφθηκε στη Δικαιοσύνη.


Μόνο σε μία ακόμη περίπτωση το υπουργείο Εξωτερικών τιμώρησε υπάλληλο για αντίστοιχο παράπτωμα, όταν οι γερμανικές αρχές ασφαλείας επέστησαν την προσοχή του έλληνα πρέσβη στο Βερολίνο ότι εξαιρετικά πολλές θεωρήσεις εισόδου Σένγκεν που βρέθηκαν σε Πακιστανούς στη Γερμανία έφεραν την υπογραφή του ίδιου έλληνα διπλωματικού υπαλλήλου στο ελληνικό προξενικό τμήμα του Ισλαμαμπάντ.


ΤΟ ΚΥΚΛΩΜΑ Η αποκέντρωση της διαφθοράς


Στη σύσκεψη του 1996 ο υποστράτηγος της ΕΛ.ΑΣ. κ. Αγγελόπουλος είχε παρουσιάσει στατιστικά στοιχεία σύμφωνα με τα οποία «από τους εισερχόμενους στην Ελλάδα με ομαδική θεώρηση ελάχιστοι εξέρχονται». Σε αυτό το σημείο ο κ. Καλαβρέζος (πρεσβεία Μόσχας) αναφέρθηκε στις πιέσεις που υφίσταται το προξενικό γραφείο της Μόσχας για τη χορήγηση ομαδικών θεωρήσεων και στις απάτες που προέρχονται κυρίως από τα τουριστικά γραφεία της Ουκρανίας και της Γεωργίας.


Τρία χρόνια αργότερα, ο διευθύνων το προξενικό γραφείο στην ελληνική πρεσβεία του Μπακού κ. Ανδρέας Καντιάνης αναφέρει σε έγγραφό του προς το Γενικό Προξενείο Μόσχας ότι «ο απομακρυνθείς από την πρεσβεία Μόσχας τον Φεβρουάριο του 1998 συμβασιούχος κ. Α.Α. (σ.σ.: το όνομά του είναι στη διάθεση του «Βήματος») εξακολουθεί να προσέρχεται τακτικά, υπό την ιδιότητα του τουριστικού πράκτορος, στο προξενικό γραφείο. (…) Θέτω υπόψη της υπηρεσίας τα κρυπτογραφήματα της πρεσβείας Τιφλίδας (…) από τα οποία προκύπτει ότι η σφραγίδα που χρησιμοποιούσε ο ανωτέρω κατά τη σύνταξη πλαστών ρηματικών διακοινώσεων του προξενικού γραφείου Μόσχας προς το Γενικό Προξενείο της Γεωργίας στη Μόσχα ταυτίζεται με εκείνη που έχει τεθεί επί των πλαστών προσωρινών ελληνικών διαβατηρίων που είχαν «χορηγηθεί» από το προξενικό γραφείο Μόσχας στο ζεύγος των σημαινόντων στελεχών του ρωσικού υποκόσμου Oniani/Ονιανίδη (συνελήφθησαν στη Γαλλία ύστερα από αίτημα της ολλανδικής Interpol)».


* Ο υπεύθυνος του θορύβου


Ο υπάλληλος που υπογράφει το σχετικό έγγραφο, ο κ. Ανδρέας Καντιάνης, θεωρήθηκε από τμήματα του ελληνικού υπουργείου Εσωτερικών υπεύθυνος του νεοδημοκρατικού θορύβου για τις «ελληνοποιήσεις», αλλά δύο τουλάχιστον διπλωματικοί υπάλληλοι που έχουν υπηρετήσει στην τέως ΕΣΣΔ σημείωσαν ότι ο κ. Καντιάνης, που είχε αντιμετωπίσει απίστευτες απειλές κατά της ζωής του στο Μπακού, είχε επανειλημμένα και από πολύ παλιά θέσει το πρόβλημα της ασφάλειας των διαδικασιών και των εγγράφων για ολόκληρη την περίοδο κατά την οποία διακινήθηκαν Πόντιοι από την τέως ΕΣΣΔ προς την Ελλάδα, δηλαδή από το 1990 και εντεύθεν.


Η Ελληνική Αστυνομία διαπίστωσε ότι ιδιαίτερα σοβαρό πρόβλημα κατεγράφετο στις νομαρχίες Καβάλας, Ημαθίας και Θεσσαλονίκης (σημειωτέον ότι το 60% των Ποντίων έχει εγκατασταθεί στη Βόρεια Ελλάδα) και ότι σε πολλές περιπτώσεις το νέο «αποκεντρωμένο» σύστημα σήμαινε απλώς μια αποκέντρωση της διαφθοράς στην περιφέρεια. Στην πραγματικότητα ωστόσο ούτε η Αστυνομία γνώριζε την έκταση του προβλήματος καθώς δεν είχε μηχανογραφημένο κεντρικό αρχείο συγκέντρωσης της «ακύρωσης της διαπιστωτικής πράξης καθορισμού της ελληνικής ιθαγένειας» (σ.σ.: σαν κι αυτή που ζητά η Αννα) ούτε «ακύρωσης των διαβατηρίων που έχουν χορηγηθεί». Ετσι, όπως ομολογεί η ΕΛ.ΑΣ. τον Φεβρουάριο του 2000, δεν είναι εύκολος ο εντοπισμός καθώς και η σύλληψη των ανθρώπων που επιχειρούν να εισέλθουν ή να εξέλθουν από τη χώρα.


* Τα κεντρικά αρχεία


Σε πολλές περιπτώσεις, όποιο μέτρο και αν ληφθεί, χωρίς τη δημιουργία κεντρικών αρχείων για τα διαβατήρια και τις πράξεις ακύρωσης που προκύπτουν από τη διασταύρωση στοιχείων, η απόδοση ιθαγένειας θα παραμένει σοβαρός εθνικός κίνδυνος σε χώρες χωρίς σοβαρή ελληνική παρουσία πριν από το 1990. Η κάθε Αννα από την Αμπχαζία θα εξακολουθεί να μην αντιλαμβάνεται γιατί όποιος έχει ένα ελληνικό προσωρινό διαβατήριο δεν είναι Ελληνας.