Σήμερα για πρώτη φορά στην Ελλάδα «Το Βήμα» παρουσιάζει το λεγόμενο Σχέδιο Ατσεσον για την Κύπρο. Πρόκειται για τις αμερικανικές προτάσεις του 1964 οι οποίες, όπως προκύπτει, όχι μόνο δεν περιέκλειαν απειλή για το μέλλον της Κύπρου και για την Ελλάδα αλλά, πέραν των όσων συγκεκριμένα καθόριζαν σχετικά με την «εκμίσθωσιν» στην Τουρκία μιας βάσεως στο ανατολικό άκρο της Νήσου, προέβλεπαν και «αποκατάστασιν του προηγουμένου ειδικού καθεστώτος των νήσων Ιμβρου και Τενέδου» και, ακόμη σημαντικότερο, τον «επαναπατρισμόν των αναχωρησάντων ή εκδιωχθέντων εκ Κωνσταντινουπόλεως από του 1955 ομογενών» κτλ. Ο ίδιος ο Ντιν Ατσεσον γράφει στις 20 Αυγούστου 1964 στον τότε πρωθυπουργό Γεώργιο Παπανδρέου ότι είναι «έτοιμος να ασκήσει την μεγίστην δυνατήν πίεσιν και πειθώ διά να επιτύχω όπως παραιτηθούν οι Τούρκοι πάσης απαιτήσεως δι’ εδαφικήν περιοχήν υπό την κυριαρχίαν των εις Κύπρον (…). Ειδικώτερον θα προτρέψω τους Τούρκους να περιορίσουν το σχέδιόν των εις την εκμίσθωσιν για 50 έτη του τμήματος εκείνου της Χερσονήσου της Καρπασίας».


Τις προτάσεις Ατσεσον δίνει στη δημοσιότητα ο πρέσβης ε.τ. Ι. Σωσσίδης, ο διπλωματικός σύμβουλος του τότε πρωθυπουργού ο οποίος μετείχε της ελληνικής αντιπροσωπείας στις συνομιλίες της Γενεύης για την Κύπρο μετά την ένταση που είχε σημειωθεί στη Νήσο και στις σχέσεις Αθήνας – Αγκυρας και τη μεσολάβηση των ΗΠΑ για επίλυση του Κυπριακού. Κίνητρο της αμερικανικής παρέμβασης ήταν, όπως τονίζει ο Ατσεσον στον Παπανδρέου, «ο κίνδυνος τον οποίον ενέτειναν αι Ρωσικαί κινήσεις να περιέλθη η Κύπρος υπό την κομμουνιστικήν επιρροήν και εκ των εκτεταμένων συνεπειών…».


Οπως προκύπτει από τη συνοδευτική επιστολή του κ. Σωσσίδη, ήταν ο Μακάριος ο οποίος τελικώς απέτρεψε τον τότε πρωθυπουργό να δεχθεί τις προτάσεις Ατσεσον ­ ο οποίος αρχικώς τις είχε δεχθεί ­ μολονότι είχε παραδεχθεί ότι «ηγνόει παντελώς αυτές τις προτάσεις, ότι ουδέποτε είχε ενημερωθεί επ’ αυτών υπό του Ελληνος υπουργού Αμύνης» (σ.σ.: του Πέτρου Γαρουφαλιά). Κατά δήλωση του φινλανδού μεσολαβητή του ΟΗΕ Τουομιόγια, «ο Αρχιεπίσκοπος Μακάριος εματαίωσε την Ενωσιν της Κύπρου με την Ελλάδα».




Αθήνα, 23 Ιανουαρίου 2002


Αξιότιμε Κύριε Διευθυντά,


Εις «Το Βήμα της Κυριακής» (13.01.2002) δημοσιεύθηκε άρθρον υπό τον τίτλον «Το Σχέδιο Ατσεσον και η Ρόδος», το οποίον βρίθει ανακριβειών και ισχυρισμών που μόνον ως αποκυήματα νοσηράς φαντασίας θα μπορούσαν να χαρακτηρισθούν. Ο αρθρογράφος, μεταξύ άλλων, υποστηρίζει ότι ο τότε Πρωθυπουργός Γεώργιος Παπανδρέου «έσπευσε να δεχθεί το Σχέδιο Ατσεσον χωρίς καλά καλά να το μελετήσει και να αντιληφθεί τους κινδύνους, συνοδεύοντας την απόρριψη με μια νέα επιγραμματική του κορόνα, ότι σου χαρίζουν μιαν πολυκατοικία και ζητούν να εκμισθώσουν το ρετιρέ ή κάποιο διαμέρισμα κι εσύ αρνείσαι να δεχθείς τη δωρεά».


Ανεξαρτήτως του ύφους του αρθρογράφου, ο τότε Πρωθυπουργός ούτε είχε δεχθεί το Σχέδιον Ατσεσον «χωρίς καλά καλά να το μελετήσει και να αντιληφθεί τους κινδύνους», ούτε και είχε σκεφθεί ποτέ τον εδαφικό ακρωτηριασμό της Ελλάδος και ειδικότερα «την παραχώρηση δύο ή τριών, μικροτέρων της Ρόδου, νησιών, μεταξύ των οποίων και του Καστελόριζου», όπως επιπόλαια, αν μη τι άλλο, υποστηρίζει ο αρθρογράφος. Επειδή πολλοί «ανευθυνοϋπεύθυνοι» διετύπωσαν κατά καιρούς και επιμένουν να διατυπώνουν διάφορες ανακρίβειες σχετικά με τις τότε διαπραγματεύσεις της Γενεύης και διά την πληρέστερη ενημέρωσιν των αναγνωστών του «Βήματος», παραθέτω κατωτέρω το ακριβές κείμενο των μόνων και οριστικών προτάσεων του Ντην Ατσεσον, όπως αυτές διεβιβάσθησαν εις τον αείμνηστον Γεώργιον Α. Παπανδρέου, διά μηνύματος του Προέδρου των ΗΠΑ L. Johnson, επιδοθέντος υπό του τότε πρέσβεως εις τας Αθήνας Η. Labouisse, στις 20.08.1964, παρουσία δύο υπαλλήλων της Αμερικανικής Πρεσβείας, των Συμβούλου Ν. Anschutz και Γραμματέως D. Brewster, και των Σ. Κωστόπουλου, Α. Παπανδρέου και του υπογράφοντος, από ελληνικής πλευράς. Ετσι θα μπορέσουν και οι αναγνώστες σας να κρίνουν αν οι ενέργειες του τότε Πρωθυπουργού και της Κυβερνήσεώς του ήταν αμελέτητες και αν οι απορρίψαντες τις προτάσεις Ατσεσον, χωρίς καν να τις διαβάσουν, και οι σημερινοί όψιμοι επικριτές του Γ. Παπανδρέου, με 38% του Κυπριακού εδάφους υπό Τουρκικήν κατοχήν και με 200.000 Ελληνο-Κυπρίους πρόσφυγες, υπήρξαν καλόπιστοι και ανιδιοτελείς:


Εν Γενεύη, τη 20ή Αυγούστου 1964


Α Π Ο Ρ Ρ Η Τ Ο Ν


Αγαπητέ Κύριε Πρωθυπουργέ,




Επιτρέψατέ μοι να αρχίσω την επιστολήν μου αυτήν εκφράζων την βαθυτάτην ικανοποίησιν διά την βοήθειαν την οποίαν έχετε παράσχει εις το έργον μας, εδώ εις την Γενεύην, με την αδιάλειπτον προσοχήν και σκέψιν σας, και με το να επιτρέψητε εις τον κ. Ι. Σωσσίδην να συμμετάσχη εις τας προσπαθείας μας.


Σήμερον, ο Πρόεδρος με επληροφόρησε περί του επείγοντος χαρακτήρος τον οποίον πιστεύει ότι προσέδωσε εις το έργον μας η επικειμένη Σοβιετική ανάμιξις εις το Κυπριακόν πρόβλημα, κατόπιν δε τούτου μου εζήτησεν όπως σας γνωρίσω την κοινήν μας άποψιν, κατά την οποίαν ολίγος χρόνος απομένει, εντός του οποίου θα ηδύνατο να επιτευχθή μία συμφωνία, και να σας καταστήσω κοινωνόν των απόψεών μου, τας οποίας ούτος έχει υιοθετήσει, περί της γενικής φύσεως της συμφωνίας, η οποία τυγχάνει, κατ’ εμέ, εφικτή και δικαία. Γνωρίζω από τας συνομιλίας μας μετά του κ. Σωσσίδη ότι έχετε εντυπωσιασθή, ως και ημείς, ενταύθα, εκ του κινδύνου, τον οποίον ενέτειναν αι Ρωσικαί κινήσεις, να περιέλθη η Κύπρος υπό την κομμουνιστικήν επιρροήν και εκ των εκτεταμένων συνεπειών, τας οποίας θα συνεπήγετο το γεγονός αυτό επί της πολιτικής και στρατηγικής καταστάσεως εις την Ανατολικήν Μεσόγειον. Είμαι βέβαιος ότι συμφωνούμεν εις το ότι ο κίνδυνος δημιουργεί διά την Τουρκίαν και διά την Ελλάδα έν κοινόν ενδιαφέρον, υπερακοντίζον κατά πολύ τας ακριβείς γραμμάς επί ενός χάρτου, όστις θα έδει να χαραχθή διά την επίτευξιν συμφωνίας. Τα προβλήματα τα οποία εγείρονται, δι’ εκάστην πλευράν, είναι πολιτικά, και από της σκοπιάς ταύτης τα αντιμετωπίζω.


Είμαι έτοιμος να ασκήσω την μεγίστην δυνατήν πίεσιν και πειθώ διά να επιτύχω όπως παραιτηθούν οι Τούρκοι πάσης απαιτήσεως δι’ εδαφικήν περιοχήν υπό την κυριαρχίαν των εις την Κύπρον, διά να ελαττώσουν την έκτασιν των απαιτήσεών των διά μίαν στρατιωτικήν βάσιν εις την Χερσόνησον της Καρπασίας, ως και διά τον καθορισμόν των δικαιωμάτων των μειονοτήτων, επί τη βάσει των γραμμών τας οποίας συνεζητήσαμεν μετά του κυρίου Σωσσίδη και τας οποίας δύναμαι να διατυπώσω εις Σχέδιον, το οποίον θα είναι έτοιμον αύριον. Ειδικώτερον θα προτρέψω τους Τούρκους να περιορίσουν το σχέδιόν των εις την εκμίσθωσιν διά 50 έτη του τμήματος εκείνου της Χερσονήσου της Καρπασίας το οποίον ορίζεται από το νοτιοανατολικώτερον άκρον του μέχρι μιας γραμμής χαρασσομένης προς Βορράν και προς Νότον, ακριβώς δυτικώς του ΚΟΜΙ KEBIS. Είμαι πεπεισμένος, κατόπιν της μελέτης της καταστάσεως εις την οποίαν προέβην, συνεπικουρούμενος υπό Στρατιωτικών συμβούλων, ότι η ύπαρξις μιας τοιαύτης βάσεως δικαιολογείται απολύτως, από στρατιωτικής σκοπιάς, διά την άμυναν των προσβάσεων προς την Τουρκικήν ενδοχώραν και διά την άμυναν αυτής ταύτης της βάσεως εξ αιφνιδιαστικής επιθέσεως. Είναι ενδεχόμενον ότι η προτεινόμενη χάραξις της δυτικής γραμμής της περιοχής ταύτης θα εδημιούργει πολιτικόν πρόβλημα εις υμάς την στιγμήν ταύτην. Το πρόβλημα τούτο θα ήτο δυνατόν να αποφευχθή εάν η γραμμή παρέμενεν αχάρακτος, με την προοπτικήν να καθορισθή, κατόπιν μελέτης, από στρατιωτικής σκοπιάς, υπό του Ανωτάτου Διοικητού των Συμμαχικών Δυνάμεων διά την Ευρώπην και υπό τον όρον ότι η Ελληνική Κυβέρνησις θα παρείχε την διαβεβαίωσίν της ότι εις περίπτωσιν χαράξεως της γραμμής ως ανωτέρω αύτη θα εγένετο δεκτή. Θα ήρκει να γνωστοποιηθή εις εμέ η πρόθεσις της Ελληνικής Κυβερνήσεως όπως δεχθή μίαν τοιαύτην ρύθμισιν, ώστε να μην απαιτηθή, επί του παρόντος, η άμεσος ανάληψις υποχρεώσεως έναντι της Τουρκικής Κυβερνήσεως. Η διαβεβαίωσις αύτη θα μου επέτρεπε να πράξω παν το δυνατόν, και πιστεύω ότι θα επετύγχανον, να επιτύχω Συμφωνίαν μετά της Τουρκικής Κυβερνήσεως, όπως μη παρέμβη διά να αποτρέψη ή διά να απαιτήση διακυβερνητικήν συμφωνίαν προ της πραγματοποιήσεως της Ενώσεως της Κύπρου μετά της Ελλάδος.


Ελλείψει των ανωτέρω, οι Τούρκοι θα επίστευον, βεβαίως, ότι τα συμβατικά των δικαιώματα εκμηδενίζονται, σχεδόν μετά περιφρονήσεως, και ότι οι ίδιοι δεν αντιμετωπίζουν ει μη το ενδεχόμενον είτε της Ενώσεως άνευ όρων είτε της άνευ όρων ανεξαρτησίας μιας Κύπρου υπό Κομμουνιστικήν κυριαρχίαν.


Οσα εισηγούμαι θα εμφανίσουν σοβαρωτάτας δυσχερείας διά τους ηγέτας τόσον της Ελλάδος όσον και της Τουρκίας, ως και διά τους λαούς των οποίων ούτοι ηγούνται. Είμαι όμως πεπεισμένος ότι εν όψει του επικείμενου κοινού κινδύνου έκαστον Εθνος θα ευρεθή ηνωμένον διά να υποστηρίξη λύσεις αι οποίαι αποβλέπουν, πέραν στιγμιαίων αντιθέσεων, εις την θεμελιώδη ασφάλειαν και την ευημερίαν των μεγάλων Κρατών της Ελλάδος και της Τουρκίας, και εις την υποστήριξίν των, εις το εξωτερικόν, εκ μέρους της μεγάλης Συμμαχίας των Ελευθέρων κρατών, από πάσης αναμίξεως κατά την πραγματοποίησίν των.


Επιτρέψατέ μοι, αγαπητέ Κύριε Πρωθυπουργέ, να ζητήσω την ταχείαν επάνοδον του κ. Σωσσίδη εις Γενεύην, διά να μας βοηθήση εις την επίτευξιν της λύσεως ταύτης.


Ειλικρινώς υμέτερος


DEAN ACHESON


Εξάλλου, θα πρέπει να σημειωθεί:


Ο Αρχιεπίσκοπος Μακάριος είχεν αποδεχθεί ασμένως τις Συμφωνίες Ζυρίχης και Λονδίνου, διά των οποίων είχεν αποκλεισθεί διά παντός η Ενωσις της Κύπρου μετά της Ελλάδος, είχεν εγκατασταθεί Τουρκική στρατιωτική δύναμις εις τη νήσον, είχεν εγκαθιδρυθεί καθεστώς συνδιοικήσεως Ελληνοκυπρίων και Τουρκοκυπρίων (με Τουρκοκύπριον Αντιπρόεδρον) και είχαν παραχωρηθεί δύο σημαντικές κι εκτεταμένες κυριαρχικές Βρετανικές στρατιωτικές βάσεις και στρατιωτικές διευκολύνσεις σε διάφορα άλλα σημεία της Κύπρου.


Διά της ατυχούς πρωτοβουλίας του Αρχιεπισκόπου Μακαρίου της 03.12.1963, που εγένετο εν αγνοία της Ελληνικής Κυβερνήσεως και καθ’ υπαγόρευσιν του Βρετανού Υπάτου Αρμοστού, είχε δημιουργηθεί κατάστασις «de facto» διχοτομήσεως της Κύπρου, έκτοτε δε επαπειλείτο Τουρκική απόβασις, η οποία απετράπη, επανειλημμένως, μόνον χάρις εις την αμυντικήν θωράκισιν της Κύπρου υπό της Ελλάδος, και


Σύμφωνα με το ψήφισμα του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ, της 4ης Μαρτίου 1964, η λύσις του Κυπριακού θα έπρεπε να αποτελέσει αντικείμενον διαπραγματεύσεων μεταξύ των ενδιαφερομένων μερών. Ως ενδιαφερόμενα δε μέρη νοούνταν οι Δυνάμεις που είχαν υπογράψει τις Συμφωνίες της Ζυρίχης και του Λονδίνου. Ο διάλογος της Γενεύης άρχισε το 1964, εμμέσως διά του μεσολαβητού των Ηνωμένων Εθνών Τουομιόγια και εν συνεχεία διά του πρώην Υπουργού Εξωτερικών των ΗΠΑ Ντην Ατσεσον, κατόπιν θερμής εισηγήσεως του Γενικού Γραμματέως του ΟΗΕ προς τον Πρωθυπουργόν Γεώργιον Α. Παπανδρέου εις συνάντησιν των δύο, εις Νέαν Υόρκην, εις την οποίαν παρίστατο ­ μόνος τρίτος ­ ο υπογράφων.


Εξάλλου, διά των προτάσεων Ατσεσον προβλέπονταν και τα εξής:


* Καθεστώς διά τους Τουρκοκυπρίους προσομοιάζον με το καθεστώς των Μουσουλμάνων της Δυτικής Θράκης, διά του οποίου θα ανελαμβάνετο υπό της Ελληνικής Κυβερνήσεως η υποχρέωσις διορισμού, προτάσει του Ελληνος Γενικού Διοικητού της Νήσου, Τουρκοκυπρίου Συμβούλου, διά τα ζητήματα της μειονότητος, ως και δύο Τουρκοκυπρίων Επάρχων, εις δύο εκ των επτά ­ μέχρι τότε υφίσταντο πέντε ­ επαρχιών της Κύπρου, εκ περιτροπής και της εκάστοτε επιλογής ­ ανεξαρτήτως πληθυσμιακής συνθέσεως ­ της Ελληνικής Κυβερνήσεως.


* Επαναπατρισμός των αναχωρησάντων ή εκδιωχθέντων εκ Κωνσταντινουπόλεως, από του 1955, ομογενών, ως και ρύθμισις διαφόρων ζητημάτων αφορώντων εις την απόδοσιν των περιουσιών των, εις αποζημιώσεις κτλ., και


* Αποκατάστασις του προηγουμένου ειδικού καθεστώτος των νήσων Ιμβρου και Τενέδου.


Την 21ην Αυγούστου 1964 ο γράφων επέστρεψε εις την Γενεύην και σύμφωνα με τις οδηγίες του Πρωθυπουργού ανεκοίνωσε, από κοινού με τον μακαρίτην Δ. Νικολαρεΐζην, εις τον Αμερικανόν μεσολαβητήν την αποδοχήν από την Ελληνικήν Κυβέρνησιν των προτάσεών του, εζήτησε δε αυτοβούλως και τις εξής βελτιώσεις, τις οποίες ο Ντην Ατσεσον απεδέχθη:


* Η οριοθετική γραμμή της βάσεως που θα παρεχωρείτο εις την Τουρκίαν να μετατεθεί 20 χιλ. ανατολικότερα, και


* Το Μοναστήρι του προστάτου της Κύπρου Αγίου Ανδρέα, εις το άκρον της χερσονήσου Καρπασίας, και η πέριξ αυτού έκτασις εξ 20-25 τετρ. χιλ., καθώς και η οδός η συνδέουσα το Μοναστήρι με την υπόλοιπη νήσο, να παραμείνουν εκτός της βάσεως, υπό Ελληνικήν Διοίκησιν.


Παρά ταύτα, το απόγευμα της ιδίας ημέρας, έλαβα τηλεφώνημα του Γ. Παπανδρέου, ο οποίος μου έδωσε την εντολήν να συναντήσω μεν τον Ντην Ατσεσον και να του ανακοινώσωμεν την αδυναμίαν του να αποδεχθεί τις προτάσεις του, λόγω αρνήσεως του Μακαρίου να τις αποδεχθεί.


Εις παράκλησίν μου να διευκρινίσει τι είχε μεσολαβήσει και είχε μεταβάλει γνώμην, ο Πρωθυπουργός μού απήντησε: «Πάρε τον Πέτρο (Γαροφαλιά) να σου τα πει». Και ο Υπουργός Αμύνης προσέθεσε ότι «αποδοχή των προτάσεων θα οδηγούσε εις αιματοκύλισμα της Κύπρου». Την τηλεφωνικήν αυτήν επικοινωνίαν παρακολούθησαν, εκτός του μακαρίτη Δ. Νικολαρεΐζη, και οι σήμερον Πρέσβεις ε.τ. Βασιλικός και Πετρόπουλος, υπηρετούντες τότε εις την Μόνιμον Αντιπροσωπείαν της Γενεύης. Κατόπιν τούτου μετέβημεν με τον Δ. Νικολαρεΐζην εις το διαμέρισμα του Ατσεσον, στο ξενοδοχείο «Richmond», και του γνωρίσαμε την αδυναμίαν της Ελληνικής Κυβερνήσεως να αποδεχθούμε τας προτάσεις του.


Επιστρέψας, την 24.08.1964, εις Αθήνας, ενημέρωσα πλήρως τον Πρωθυπουργόν επί των διαπραγματεύσεων της Γενεύης και μετά τινάς ημέρας τού υπέβαλα πολυσέλιδον υπόμνημα περί όλων όσων είχαν συμβεί, καθώς και ορισμένες προσωπικές μου σκέψεις περί του τι θα έπρεπε μελλοντικώς να γίνει. Το υπόμνημα αυτό, υποβληθέν και εις τον τότε Υπουργόν Εξωτερικών Σ. Κωστόπουλον, ευρίσκεται εις τα Αρχεία του Υπουργείου των Εξωτερικών.


Μετά μίαν περίπου εβδομάδα ο αείμνηστος Πρωθυπουργός μού έδωσε την εντολήν να μεταβώ εις συνάντησιν του τότε Αρχηγού της Αντιπολιτεύσεως Π. Κανελλόπουλου και να τον ενημερώσω πλήρως επί των τελευταίων εξελίξεων του Κυπριακού, πράγμα που έπραξα, επισκεφθείς αυθημερόν και επί δίωρον τον μακαρίτην Π. Κανελλόπουλον, εις τον οικίσκον που του εχρησίμευε ως Γραφείον, εις τον κήπον της κατοικίας του ανηψιού του Δ. Λιβανού, εις την Κηφισιά. Ευθύς μετά ταύτα και με την σύμφωνη γνώμη του Π. Κανελλόπουλου ο Γ. Παπανδρέου απέστειλε μήνυμα εις τον Πρόεδρον Τζόνσον, αποδεχόμενος ουσιαστικά τις προτάσεις Ντην Ατσεσον, με μερικές μικρές παραλλαγές. Δυστυχώς, η απάντησις του Προέδρου Τζόνσον δεν υπήρξε ενθαρρυντική, καθ’ όσον εδέχετο μεν να επαναλάβει την μεσολάβησιν μεταξύ Τουρκίας και Ελλάδος αλλ’ υπεδείκνυε την μεταβίβασιν εις τους Τούρκους της κυριαρχίας της βάσεως αντί της εκμισθώσεώς της διά 50 έτη. Αντίγραφον της απαντήσεως του Αμερικανού Προέδρου κρατώ εις το Αρχείον μου. Τότε, στις 04.09.1964, ο Πρωθυπουργός Γ. Παπανδρέου απέστειλε ευχαριστήριον επιστολήν εις τον Ν. Ατσεσον κι έτσι έληξεν η μεσολάβησις και ματαιώθηκε η ενωτική λύσις του Κυπριακού.


Ο φινλανδός μεσολαβητής των Ηνωμένων Εθνών Τουομιόγια εδήλωνε εις τα μέλη της Ελληνικής Αντιπροσωπείας εις την Γενεύην «ότι ο Αρχιεπίσκοπος Μακάριος εματαίωσε την Ενωσιν της Κύπρου με την Ελλάδα».


Μετ’ αρκετόν χρόνον, κατά την διάρκειαν επισκέψεώς του εις Αθήνας, ο Μακάριος επεσκέφθη εις το Πολιτικόν Γραφείον τον Πρωθυπουργόν Γ. Παπανδρέου. Παρίσταντο ο τότε Αντιπρόεδρος της Κυβερνήσεως Σ. Στεφανόπουλος, ο Υπουργός Εξωτερικών Σ. Κωστόπουλος, ο Κύπριος Υπουργός Εξωτερικών Σ. Κυπριανού, ο υιός του Πρωθυπουργού Ανδρέας Γ. Παπανδρέου και ο γράφων.


Κατά την επακολουθήσασαν συζήτησιν, ο Πρωθυπουργός και ο Αντιπρόεδρος Σ. Στεφανόπουλος έψεξαν τον Αρχιεπίσκοπον, διότι ενώ διά των Συμφωνιών της Ζυρίχης και του Λονδίνου, διά των οποίων απεκλείετο εσαεί η Ενωσις, είχεν αποδεχθή την εγκαθίδρυσιν Τουρκικής συγκυριαρχίας εις την Κύπρον και την παραχώρησιν δύο κυριαρχικών βρετανικών βάσεων, και ενώ τον Νοέμβριον του 1963, διά των προτάσεών του, που περιελάμβαναν, ως γνωστόν, 13 σημεία, υπαγορευθέντα υπό του τότε Βρετανού Υπάτου Αρμοστού εις την Κύπρο, προς «βελτίωσιν» του ανθενωτικού Κυπριακού Συντάγματος, είχε προκαλέσει νέαν διεθνή κρίσιν, προκειμένου περί της Ενώσεως της Μεγαλονήσου με την Ελλάδα, ουδεμίαν, έστω και σχετικώς ανώδυνον παραχώρησιν εδέχετο, απαιτών θυσίας μόνον εκ μέρους της Ελλαδικής Ηγεσίας και των Ελλήνων της Κωνσταντινουπόλεως.


Εις απάντησιν, ο Μακάριος εδήλωσεν ότι περί του σχεδίου Ατσεσον εγνώριζε μόνον όσα είχεν αναγνώσει εις τον Τύπον τον παρελθόντα Ιούλιον (επρόκειτο περί των τουρκικών προτάσεων που είχαν διαβιβασθεί διά του Ατσεσον εις Αθήνας) και ουδέποτε είχε λάβει γνώσιν του ακριβούς περιεχομένου του. Ο γράφων τότε, κληθείς υπό του εκπλήκτου Γ. Παπανδρέου, ανέπτυξεν εις τον Αρχιεπίσκοπον λεπτομερώς τας τελικάς προτάσεις του Ν. Ατσεσον της 20ής Αυγούστου 1964. Ο Αρχιεπίσκοπος διεβεβαίωσε τους παρισταμένους ότι ηγνόει παντελώς αυτές τις προτάσεις, ότι ουδέποτε είχε ενημερωθεί επ’ αυτών υπό του Ελληνος Υπουργού Αμύνης και ότι, ως εκ τούτου, καθίσταται προφανές ότι ουδέποτε αντέδρασε αλλ’ ούτε και ηδύνατο να είχεν αντιδράσει εις αυτάς.


Συνεπώς, όπως αποδεικνύεται εκ των ανωτέρω, δεν ήτο ο αείμνηστος Γ. Παπανδρέου που είχε δεχθεί «χωρίς καλά καλά να το μελετήσει» το Σχέδιον Ατσεσον. Το είχε απορρίψει, «χωρίς καν να το… γνωρίζει», όπως ισχυρίζετο, ο Μακάριος. Και διά την στάσιν του τελευταίου έναντι της Ενώσεως, καθώς και διά την στάσιν ωρισμένων ανθενωτικών κύκλων της Λευκωσίας παραπέμπω τον αρθρογράφον εις τον όρκον του Μακαρίου εις τον Ναόν της Φανερωμένης της 22ας Αυγούστου 1954, διά του οποίου ετόνιζε εις τους χιλιάδας των παρισταμένων, μεταξύ άλλων, «ότι θα παραμείνομεν πιστοί έως θανάτου εις το Εθνικόν μας αίτημα»… «εις έν και μόνον αποβλέποντες τέρμα, την ΕΝΩΣΙΝ και μόνον την ΕΝΩΣΙΝ» και «ότι δεν δημιουργούνται καθεστώτα μόνο με αργυρωνίτας ή αρνισοπάτριδες»!


Φιλοκυβερνητική εφημερίς των Αθηνών εις κύριον άρθρον της 24ης.01.1965 υπεστήριξε «ότι η εξωτερική πολιτική του Κέντρου είχε καταστήσει την Ενωσιν σχεδόν πραγματικότητα» και «ότι την εματαίωσαν ένας υπεύθυνος εις την Λευκωσίαν και δευτερευόντως ένας ανευθυνοϋπεύθυνος εις τας Αθήνας». Εις τας Αθήνας όμως την λύσιν του Σχεδίου Ατσεσον εματαίωσαν δύο άνθρωποι: ο Λουκής Ακρίτας (οι ιδιαίτερα φιλικές σχέσεις του Γ. Παπανδρέου με την οικογένειαν Ακρίτα ήταν γνωστές) και ο Π. Γαροφαλιάς (παλαιός και δοκιμασμένος φίλος του Γ. Παπανδρέου). Ο Π. Γαροφαλιάς περιγράφει τα γεγονότα λεπτομερώς εις το τελευταίον, προ του θανάτου, βιβλίο του!


Τέλος, καθ’ όσον αφορά τας ύβρεις του αρθρογράφου διά τον νεκρόν Γεώργιον Γρίβα, πρέπει να υπενθυμίσω ότι ο Αρχηγός της ΕΟΚΑ επολέμησε εις την Αλβανίαν εναντίον των Ιταλών και εις την Ελλάδα εναντίον των κατακτητών, απεστάλη εις Κύπρον υπό του ανακινήσαντος το Κυπριακόν Στρατάρχου Α. Παπάγου και εν συνεχεία υπό του Γ. Παπανδρέου, υπήρξεν Αρχιστράτηγος των Ελληνικών Στρατιωτικών Δυνάμεων εις την Μεγαλόνησον και ανεκλήθη, εκείθεν, υπό του Στρατιωτικού Καθεστώτος. Φρονώ ότι ο αρθρογράφος δεν έχει το ανάστημα ­ κυριολεκτικά ­ όχι να υβρίζει τον ήρωα της ΕΟΚΑ αλλ’ ούτε καν να τον επαινεί! Και επί τέλους, κανείς, βεβαίως, εις την Ελλάδα, δεν απετόλμησε ποτέ να «βαπτίσει», εις τα Ηνωμένα Εθνη, τους Τούρκους κατακτητάς «απελευθερωτάς»!


Με ιδιαίτερη εκτίμηση, Ι. Ν. Σωσσίδης πρέσβης της Ελλάδος ε. τ.