Παρακολουθώντας στην τηλεόραση ενημερωτικές διαφημίσεις για το καινούργιο μας νόμισμα, η τεσσάρων ετών κόρη μου στράφηκε και μου είπε: «Μαμά, θα μου πεις ένα παραμύθι για το ευρώ»; Ποτέ δεν είχα σκεφτεί ότι μπορούσε να γραφτεί ένα παραμύθι για το ευρώ, ούτε ότι το «ευρώ» μπορεί να ηχεί τόσο εξωτικό στα αφτιά ενός παιδιού. Σκέφτηκα όμως ταυτόχρονα ότι για κάθε καινούργιο γράφεται και μια «ιστορία», συχνά με πολλά στοιχεία παραμυθιού, και ότι η καινοτομία αναζητεί τη νομιμοποίησή της στο παρελθόν. Και ότι και η δραχμή, όταν καθιερώθηκε, μπορεί να ηχούσε σαν κάτι εξωτικό.


Στην περίπτωση του ευρώ, η «επαναστατική» αλλαγή που κυοφορείται με την κυκλοφορία του από τον επόμενο μήνα έχει ήδη ανακαλύψει τους ιστορικούς της «προγόνους» σε διαφορετικές περιόδους, με πιο πρόσφατη τη Λατινική Νομισματική Ενωση το 1867, της οποίας ήταν μέλος και η Ελλάδα. Πρόθεσή μου δεν είναι να καταγράψω την «προϊστορία» ή το «παραμύθι» του ευρώ, αλλά να σταθώ σε μια αντίστοιχη ­ εξίσου μεταβατική αλλά εν μέρει αντίστροφη ­ διαδικασία που συνέβη τη στιγμή δημιουργίας του ελληνικού κράτους: τη μετάβαση από ένα σύστημα πολλαπλότητας των νομισμάτων κατά την οθωμανική περίοδο στο ενιαίο εθνικό νόμισμα του έθνους-κράτους.


Με τη δημιουργία του κράτους η Ελλάδα, με μια οικονομία κατεστραμμένη λόγω του πολέμου, αντιμετώπιζε τα προβλήματα των εθνικών γαιών και των δανείων της Επανάστασης (1824-1825). Σε αυτά θα προστεθεί και το δάνειο της Ανεξαρτησίας (1832-1833). Το ζήτημα των δανείων δεν ήταν αποκλειστικά οικονομικής υφής, εφόσον συνέδεε την οικονομική ανάπτυξη της Ελλάδας με την εξωτερική της πολιτική και επηρέαζε τις εξελίξεις σε μακρά διάρκεια. Σε κρίσεις του Ανατολικού Ζητήματος τα δάνεια χρησιμοποιήθηκαν από τη Βρετανία ως «χειρόφρενο» για τον ελληνικό αλυτρωτισμό. Η διαμάχη λοιπόν των Μεγάλων Δυνάμεων γύρω από το Ανατολικό Ζήτημα είχε τον αντίκτυπό της στην ελληνική οικονομία.


Η ανάπτυξη της οικονομίας συνεπώς χρειαζόταν να στηριχθεί σε συγκεκριμένες ενέργειες, όπως η ίδρυση μιας κεντρικής τράπεζας και η δημιουργία ενός εθνικού νομίσματος, αλλά και σε ένα «μεταβολισμό» των συναλλακτικών συμπεριφορών και των νομισματικών ηθών. Η επιβολή του εθνικού νομίσματος του ελληνικού κράτους συνάντησε αντιστάσεις λόγω πολλαπλών αδρανειών τόσο στο επίπεδο των συναλλαγών, όπου κυριαρχούσαν τα παλαιά νομίσματα, όσο και σε επίπεδο συμπεριφορών σχετικά με τη συμβολική του αξία.


Το πρώτο ελληνικό νόμισμα ήταν ο φοίνικας, αργυρό νόμισμα, που κυκλοφόρησε το 1829, με έτος κοπής το 1828. Η πρώτη δραχμή, εθνικό νόμισμα ως σήμερα, κόπηκε το 1833, με περιεκτικότητα αργύρου 90%, και είχε χαραγμένα τη μορφή του Οθωνα και το εθνόσημο. Τα πρώτα τραπεζογραμμάτια θα τυπωθούν το 1841 από την Εθνική Τράπεζα της Ελλάδος, εννέα μήνες μετά την ίδρυσή της. Εκτός από την ΕΤΕ, εκδοτική τράπεζα ήταν και η Ιονική Τράπεζα, μετά την προσάρτηση των Επτανήσων στην Ελλάδα (1864), καθώς και η Τράπεζα Ηπειροθεσσαλίας (1882) και η Τράπεζα Κρήτης (1899). Πράγματι, τον 19ο αιώνα, νέα εθνικά σύνορα σήμαιναν και μια διαδικασία νομισματικής αφομοίωσης για τις νέες επαρχίες με την ίδρυση νέας εκδοτικής τράπεζας.


Η καθιέρωση της δραχμής ως νέας νομισματικής μονάδας έγινε με το διάταγμα της Αντιβασιλείας «περί ρυθμίσεως του νομισματικού συστήματος» (8/20 Φεβρουαρίου 1833). Το διάταγμα αυτό παράλληλα απαγόρευε τελείως την κυκλοφορία των τουρκικών νομισμάτων στην ελληνική επικράτεια, προβλέποντας μάλιστα και πρόστιμο σε όποιον εισήγε τουρκικά νομίσματα ή επεδίωκε να τα ανταλλάξει με ελληνικά. Κάθε σύμβαση εξάλλου που γινόταν σε τουρκικά νομίσματα θεωρούνταν άκυρη, ενώ στο ίδιο πνεύμα κινούνταν και άλλες συμπληρωματικές διατάξεις. Οι προβλέψεις αυτές αποκαλύπτουν την ανθεκτικότητα των παλαιών νομισματικών ηθών και δίνουν μια ιδέα για τη νομισματική πραγματικότητα και τις πρακτικές συναλλαγών και αποθησαύρισης των πρώτων δεκαετιών μετά την ίδρυση του κράτους. Το 1856 άλλωστε η πραγματικότητα αυτή γίνεται και επίσημα αποδεκτή, εφόσον θα επιτραπεί με νόμο η κυκλοφορία των οθωμανικών νομισμάτων που έχουν εκδοθεί μετά το 1839. Το «γόητρο» της δραχμής εξάλλου, κατά τον προηγούμενο αιώνα, υπονομευόταν από τις μεταβολές στις συναλλακτικές της ισοτιμίες εξαιτίας μιας σειράς παραγόντων όπως τα ελλείμματα του εμπορικού ισοζυγίου, η αναγκαστική κυκλοφορία (1869-1870 και 1885-1928), η σταφιδική κρίση, η κερδοσκοπία του συναλλάγματος, το φορολογικό σύστημα κ.ά.


Η προσπάθεια συνεπώς της πολιτικής εξουσίας να διασφαλίσει στη δραχμή αυθεντικό ρόλο έναντι των ξένων νομισμάτων και να επιτύχει την ομοιογενοποίηση των αγορών συναντούσε αντιστάσεις στις καθημερινές συναλλακτικές πρακτικές. Οι αντιστάσεις αυτές και η συνακόλουθη βραδύτητα των αλλαγών είναι προφανείς και στη χρήση εκφράσεων όπως το «φράγκο», που χρησιμοποιείται ως συνώνυμο της δραχμής, και ο «παράς» ως συνώνυμο του χρήματος ­ ακόμη και σήμερα. Ποιες θα είναι άραγε οι αντιστάσεις της «δραχμής» απέναντι στο «ευρώ»; Αλλά γι’ αυτό θα γραφτεί ένα άλλο παραμύθι.


Η κυρία Χριστίνα Κουλούρη είναι αναπληρώτρια καθηγήτρια της Ιστορίας στο Δημοκρίτειο Πανεπιστήμιο Θράκης.