Νέα Υόρκη, Οκτώβριος.


«Είχα μάθει στον γιο μου όταν χαθεί στο Νότιο Μανχάταν να βρει τον δρόμο για το σπίτι ακολουθώντας τους δίδυμους πύργους…»


Ανώνυμη Νεοϋορκέζα



Την περασμένη Δευτέρα ο ελληνικής καταγωγής ψυχαναλυτής Σπύρος Ορφανός είχε να επισκεφθεί καμιά 30αριά ψυχιάτρους της Νέας Υόρκης. Οι άνθρωποι αυτοί, εξαιτίας των όσων άκουσαν στις συνεδρίες του τελευταίου μήνα, βρίσκονται στο καθεστώς εκείνο που στη γλώσσα της ψυχανάλυσης αποκαλείται «πλημμύρα»: πλημμύρα από ιστορίες φρίκης και συναισθήματα κατάθλιψης.


Ολη η πόλη είναι πλημμυρισμένη με φωτογραφίες αγνοουμένων, με κεριά και λουλούδια, με ανθρώπους που έχουν έρθει από κάθε γωνιά της Αμερικής για να βοηθήσουν εθελοντικά. Ο Σπύρος Ορφανός συμμετέχει αναλύοντας τις εμπειρίες 25 πυροσβεστών που βρέθηκαν από την πρώτη στιγμή κάτω από τους δίδυμους πύργους του Παγκόσμιου Κέντρου Εμπορίου. Η δουλειά είναι πολύ δύσκολη. Κατά κάποιον τρόπο η πόλη αυτό το διάστημα είναι σαν να «ζει» στο γκράουντ ζίρο, στο ισόγειο του Παγκόσμιου Κέντρου Εμπορίου.


Για τον αναπληρωτή καθηγητή στο νοσοκομείο Μάουντ Σινέ Γκρεγκ Κατζ, πρόεδρο του δικτύου «Ψυχιατρική για τις καταστροφές» ­ μιας οργάνωσης ψυχιάτρων και αναλυτών που δημιουργήθηκε μετά την καταστροφή στην πτήση της Swissair το 1998 πάνω από τον Ατλαντικό ­, η 11η Σεπτεμβρίου προκάλεσε ένα τόσο μεγάλο πρόβλημα που οι ψυχίατροι δεν επαρκούν για να βοηθήσουν τις δεκάδες ανθρώπους που ζητούν βοήθεια μέσα και γύρω από τη Νέα Υόρκη.


Η γυναίκα και τα παιδιά του πυροσβέστη Ρόμπερτ Φότι έχουν ένα σοβαρό πρόβλημα: αποχαιρετούν αυτό το Σάββατο τον πατέρα της οικογένειας στο Βίλιστον του Λογκ Αϊλαντ χωρίς να έχουν μπροστά τους ούτε ένα κομμάτι ύφασμα. Υπάρχει μόνο μια φωτογραφία του πυροσβέστη και πατέρα τριών παιδιών. Οι περισσότεροι πυροσβέστες είναι παιδιά της «εργατικής τάξης» που ζουν στα προάστια της πόλης. Τα ενοίκια γι’ αυτούς στο Μανχάταν ακόμη και στο Μπρούκλιν είναι πολύ ακριβά. Η περίπτωση του Ρόμπερτ Φότι είναι ενδεικτική του προβλήματος που αντιμετωπίζουν αρκετοί από τους συγγενείς των θυμάτων: αποχαιρετούν ανθρώπους που δεν γνωρίζουν με βεβαιότητα ότι είναι νεκροί… Την ώρα που γράφονται οι γραμμές αυτές οι αγνοούμενοι φτάνουν επίσημα τις 4.807 και οι αναγνωρισμένοι νεκροί τους 308. Μόνο έτσι μπορεί να εξηγήσει κανείς τους στίχους του Γουόλτ Γουίτμαν στη γωνία των οδών Μέιντεν και Μπρόντγουεϊ: «Αν θέλεις να με βρεις ξανά ψάξε με κάτω από τις σόλες της μπότας σου».


Κάτω από τις σόλες των παπουτσιών μας, 150 μέτρα από τον τόπο της καταστροφής, υπάρχει άφθονη σκόνη, ένα μείγμα από κονιορτοποιημένο σκυρόδεμα, στάχτη που είναι και στάχτη των ανθρώπων. Τη νύχτα της καταστροφής όλα τα νοσοκομεία ετοιμάστηκαν να υποδεχθούν χιλιάδες τραυματίες αλλά ελάχιστοι έφθασαν. «Ο λόγος είναι απλός» λέει ο κ. Ορφανός: «Ουδείς από εμάς ήταν σε θέση να προβλέψει το μέγεθος και το βάθος της καταστροφής. Οποιος δεν βγήκε από τα κτίρια ­ εκτός από ελάχιστες εξαιρέσεις ­ βρήκε τον θάνατο και κονιορτοποιήθηκε» ενώ ο ψυχίατρος Γκρεγκ Κατζ συμπληρώνει: «Δεν ξέρω ποιος είναι πιο τραυματισμένος. Εκείνος που τα είδε όλα ή εκείνος που δεν είδε τίποτε, όπως οι συγγενείς των πυροσβεστών που αποχαιρετούν τους δικούς τους χωρίς ένα σημάδι αναφοράς» λέει.


Για πολλούς Νεοϋορκέζους η χρονολόγηση της πόλης χωρίζεται σε πριν και μετά τις 11 Σεπτεμβρίου. Αν και το 90% των επιχειρήσεων δηλώνει ότι δεν πρόκειται να μετακομίσει από το Μανχάταν, αρκετές επιχειρήσεις που είχαν την έδρα τους στο Νότιο Μανχάταν εγκατέλειψαν το «νησί» για να μεταφέρουν τα γραφεία τους στο Νιου Τζέρσι. Για την κυρία Κούλα Χρυσοβούλου, που ήρθε πριν από δυόμισι δεκαετίες στις ΗΠΑ με τον άνδρα της Δημήτρη, το ταξίδι από το Κονέκτικατ ως το Νιου Τζέρσι είναι πολύ μακρύ, διαρκεί τρεις ώρες. Η κυρία Χρυσοβούλου επιβίωσε της κατάρρευσης του δεύτερου πύργου επειδή έκανε το αντίθετο από τις οδηγίες που έδιναν οι Αμερικανοί. Χρησιμοποίησε το ασανσέρ σε ώρα φωτιάς, δεν άκουσε τις συμβουλές να ξαναγυρίσει στο γραφείο της λίγο προτού καταρρεύσει ο δεύτερος πύργος και μόλις βγήκε από το κτίριο άρχισε να τρέχει όσο την κρατούσαν τα πόδια της. Δεν ζήτησε ψυχολογική υποστήριξη τις προηγούμενες ημέρες ούτε πήρε φάρμακα, αλλά παραδέχεται ότι «η νύχτα είναι δύσκολη και ότι πολλές φορές η αγαπημένη της άσκηση είναι να ανασυνθέτει τις συνθήκες υπό τις οποίες θα πέθαινε αν είχε γυρίσει στο γραφείο της».


Η κυρία Χρυσοβούλου όπως και οι περισσότεροι από τις 25.000 που γλίτωσαν πλάι στις 5.000 που χάθηκαν συμβολίζουν τη «βιωμένη Νέα Υόρκη». Η Λιζ Γκρίνστιν, που ζει κοντά στους πύργους, μας λέει: «Ηθελαν να καταστρέψουν την εικονογραφική Νέα Υόρκη που συμβολίζει η Γουόλ Στριτ και οι πύργοι. Αλλά κατέστρεψαν τη βιωμένη Νέα Υόρκη, τους ανθρώπους που ζουν με τις κάρτες του μετρό, διαβάζουν τις τοπικές ειδήσεις στους «Times» ή ακόμη και τις εφημερίδες ταμπλόιντ, βλέπουν τηλεόραση στο τοπικό κανάλι και ψωνίζουν στον Ινδό της γωνίας τα ψωμάκια για το πρωινό τους».


Η 11η Σεπτεμβρίου δεν είχε μόνο αρνητικές συνέπειες στη ζωή της πόλης. «Ξαφνικά η πόλη των 20 εκατομμυρίων μετατράπηκε σε ένα χωριό» λέει ο Φαρίντ Ζακαρία, αρχισυντάκτης του «Newsweek» από τη Βομβάη. Οι πρωτοβουλίες των πολιτών άρχισαν να ξεφυτρώνουν σαν τα μανιτάρια και οι άνθρωποι έφευγαν κατευθείαν από τις δουλειές τους όχι για να πάνε στο γυμναστήριο ή στα εστιατόρια αλλά για να «πάνε να σκάψουν στο Παγκόσμιο Κέντρο Εμπορίου». Ο Ζακαρία υποπτεύεται τώρα ότι η κοινωνία της πόλης χωρίς να χάσει την πρωτοτυπία της, αυτό που την κάνει μοναδική, θα γίνει «πιο συντηρητική, πιο ευρωπαϊκή, ενσωματώνοντας την ασφάλεια στην κουλτούρα της και περιορίζοντας την ελευθερία» καθώς σχεδόν πάντα περισσότερη ασφάλεια είναι λιγότερη ελευθερία.


Ηδη από το αεροδρόμιο όπου η Εθνική Φρουρά βρίσκεται σε κάθε γωνία βλέπει κανείς κάτι να έχει αλλάξει. Οι άνδρες και οι γυναίκες της υπηρεσίας μετανάστευσης δεν είναι τόσο αυστηροί. Είναι μάλλον πιο φιλικοί αλλά οι ερωτήσεις τους είναι πιο επίμονες και αναλυτικές: «Τι είναι εκεί που θα μείνετε; Πού εργάζεται ο σπιτονοικοκύρης;».


Από το αεροδρόμιο πάμε κατευθείαν στην Ατλάντικ Αβενιου του Μπρούκλιν, όπου βρίσκονται τα περισσότερα τζαμιά. Και στις δύο πλευρές του δρόμου υπάρχουν αστυνομικοί και περιπολικά. Για την επίσημη Αμερική η υπεράσπιση της πολυπολιτισμικότητάς της είναι θέμα επιβίωσης. Εδώ όλοι είναι από κάπου αλλού. Αλλά δεν το βλέπουν όλοι έτσι. «Τις πρώτες ημέρες έφτυναν ορισμένοι τα παιδιά μας και έβριζαν τις γυναίκες μας» λέει ο Χορμόζ Κεϊράμπι από την Περσία που ζει δυόμισι δεκαετίες στο Μπρούκλιν. Αλλά και οι σιίτες του Μπρούκλιν μοιάζουν αυτή την τρίτη Παρασκευή μετά τη μεγάλη καταστροφή να είναι αμφίθυμοι απέναντι στα γεγονότα. «Καταδικάζουμε την επίθεση αλλά πιστεύω ότι αυτοί που την οργάνωσαν επεδίωκαν να βλάψουν το Ισλάμ» μας είπε ο ιρακινός ιερέας του τζαμιού των σιιτών της Ατλάντικ Αβενιου Μοχάμεντ Σαντέκ. «Είναι περίεργη η σχέση μας με τους Αμερικανούς, αυτοί μας φοβούνται και εμείς τους φοβόμαστε».


­ Εσείς δεν είστε Αμερικανοί; αναρωτιόμαστε.


«Κάποιοι από εμάς είναι. Κάποιοι άλλοι δεν είμαστε» απαντά με ένα μείγμα καχυποψίας και τυπικής ευγένειας ο μουφτής.


Οι αμερικανοαραβικές κοινότητες έχουν καθιερώσει τηλεφωνικές γραμμές επείγουσας ανάγκης καθώς από τις 11 Σεπτεμβρίου σε 270 επιθέσεις εναντίον Αραβοαμερικανών έχουν δολοφονηθεί πέντε πολίτες σε εγκλήματα μίσους. Ωστόσο κανένα από αυτά δεν έχει συμβεί στην πόλη της Νέας Υόρκης. Παρ’ όλα αυτά οι επιθέσεις σε ταξιτζήδες και γυναίκες που έχουν σκεπασμένο το πρόσωπο είναι και εδώ συχνές. «Στο σουπερμάρκετ οι γειτόνισσές μας δεν μας μιλάνε» λέει η Ραάνα Σουμπχάνι «και κάποιοι από τους γονείς των συμμαθητών του γιου μου αποφάσισαν ότι δεν έπρεπε να πάει στο πάρτι των παιδιών τους. Αλλά από την άλλη πλευρά έχω φίλες μου άλλων θρησκειών και κοινοτήτων που θέλουν να κάνουν για μένα τις δουλειές στην αγορά ώστε να μην εκτίθεμαι αυτές τις ημέρες».


Οταν το πρωί της Κυριακής οι Ηνωμένες Πολιτείες άρχισαν να βομβαρδίζουν το Αφγανιστάν οι άνθρωποι της Ατλάντικ Αβενιου ήταν ακόμη πιο κουμπωμένοι, αν και όσοι είναι αμερικανοί υπήκοοι υποστηρίζουν ανεπιφύλακτα την επιχείρηση. «Οποιος έζησε από το σπαθί θα πεθάνει από το σπαθί» λέει ο Ιμπραήμ Μούσα, ένας Σομαλός που ζει τρία χρόνια στις Ηνωμένες Πολιτείες, για τον Μπιν Λάντεν.