Την περίοδο του Μεσοπολέμου θεωρούνταν πρόδρομοι μιας νέας αρχιτεκτονικής αντίληψης. Αργότερα έγιναν σύμβολα της κοινωνικής προόδου και της μοντέρνας αισθητικής ­ η οποία ωστόσο συχνά γινόταν κραυγαλέα και επιδεικτική. Προκάλεσαν ουκ ολίγες συζητήσεις και διαφωνίες όσον αφορά την αξία τους ως αρχιτεκτονικών έργων. Πρόσφατα βρέθηκαν στο προσκήνιο και για περιβαλλοντικούς λόγους, καθώς αποδείχθηκε ότι είναι ιδιαίτερα «ενεργοβόρα». Ο λόγος για τα γυάλινα κτίρια που υψώνονται σε πολλά σημεία της Αθήνας, όπως και άλλων μεγαλουπόλεων ανά τον κόσμο.


Οι απόψεις για τα γυάλινα κτίρια διίστανται. Από τη δεκαετία του ’50, όταν έκαναν για πρώτη φορά την εμφάνισή τους, τα γυάλινα κτίρια στην Αθήνα δεν έπαψαν να προκαλούν αντιπαραθέσεις μεταξύ των αρχιτεκτόνων αλλά και των απλών πολιτών. Αλλοι θεωρούν ότι αποτελούν δημιουργίες της αρχιτεκτονικής τέχνης, η οποία, όπως κάθε τέχνη, δεν υπόκειται σε κανόνες και καλούπια, και άλλοι ότι πρόκειται για έργα που δεν εναρμονίζονται με το ελληνικό τοπίο. Κάποιοι αντιλαμβάνονται το γυαλί ως το πλέον εύπλαστο και μοντέρνο υλικό και άλλοι ως ένα φτηνό υλικό, σύμβολο «ψευδοπολυτέλειας». Αλλοι «βλέπουν» τη διαφάνεια και την εξωστρέφεια των γυάλινων κτιρίων και άλλοι μια γυάλινη μάσκα που απομονώνει τους ανθρώπους.


Πέραν όλων των αντιπαραθέσεων περί αισθητικής και μοντέρνας αρχιτεκτονικής, υπάρχει και η οικολογική διάσταση. Σύμφωνα με μετρήσεις που έγιναν πρόσφατα σε γυάλινα κτίρια της Αθήνας, αυτά αποδείχθηκε ότι είναι «ενεργοβόρα». Οι μετρήσεις κατέδειξαν ότι απαιτείται υπερδιπλάσια ηλεκτρική ενέργεια για τις ανάγκες λειτουργίας ενός γυάλινου κτιρίου σε σχέση με αυτές ενός συμβατικού. Η κατανάλωση ενέργειας σε ένα γυάλινο κτίριο κυμαίνεται από 450 ως 800 KW (κιλοβατώρες) ανά τετραγωνικό μέτρο τον χρόνο ενώ σε ένα συμβατικό δεν ξεπερνά τις 250 KW. Επιπροσθέτως, τους θερμούς μήνες το γυάλινο κτίριο χρειάζεται τέσσερις φορές φορές περισσότερη ενέργεια από ό,τι ένα κοινό κτίριο μόνο για κλιματισμό ενώ τον χειμώνα έχει απώλειες θερμικής ενέργειας περίπου έξι φορές περισσότερο συγκρινόμενο ακόμη και με ένα συμβατικό, χωρίς μόνωση κτίριο.


Οι ενεργειακές συνέπειες αποτελούν τη μία παράμετρο της χρήσης των γυάλινων κτιρίων. Η ποιότητα του εσωτερικού περιβάλλοντος αποδεικνύεται το άλλο μείζον ζήτημα, καθώς ενδέχεται να έχει επιπτώσεις στην υγεία των ενοίκων τους, οι οποίοι στη συντριπτική τους πλειονότητα είναι υπάλληλοι γραφείων. Οι μετρήσεις έδειξαν ότι οι συγκεντρώσεις σε διοξείδιο του άνθρακα στο εσωτερικό ενός γυάλινου κτιρίου κυμαίνονται από 1.600 ως 1.800 ppm (μονάδα μέτρησης της συγκέντρωσης του διοξειδίου του άνθρακα στον χώρο), ενώ το όριο είναι περίπου 600 ppm. Το διοξείδιο του άνθρακα χαρακτηρίζεται από τους ειδικούς δείκτης επικινδυνότητας, καθώς υποδηλώνει πιθανόν μεγάλη συγκέντρωση άλλων επικίνδυνων ουσιών (π.χ. οργανικές πτητικές ενώσεις). Οι συνθήκες αερισμού αποτελούν επίσης ένα σημαντικό πρόβλημα για τα γυάλινα κτίρια. Τα μηχανικά συστήματα αερισμού και η κακή διαρρύθμιση των εσωτερικών χώρων αποδείχθηκε ότι επιβαρύνουν το μικροκλίμα εντός των γυάλινων κτιρίων και ενοχοποιούνται για παθολογικά προβλήματα των ενοίκων. Θάμβωση αλλά και υπερφωτισμός, καθώς και υψηλή θερμοκρασία ακτινοβολίας (που αγγίζει τους 45 βαθμούς Κελσίου το καλοκαίρι) συμπληρώνουν την επίπλαστη εικόνα του… γυάλινου κόσμου της πρωτεύουσας.


«Ενα κτίριο πρέπει να λειτουργεί μέσα στο περιβάλλον στο οποίο βρίσκεται και να «αξιοποιεί» τα χαρακτηριστικά αυτού του περιβάλλοντος. Οσον αφορά τα γυάλινα κτίρια ωστόσο, γίνεται το εξής παράδοξο: ο άνθρωπος χρησιμοποιεί ένα υλικό διάφανο όπως το γυαλί για να εκμεταλλευθεί φυσικές πηγές ενέργειας όπως ο ήλιος και μετά καταναλώνει ηλεκτρική ενέργεια για να μειώσει την ηλιακή ακτινοβολία και να ελαχιστοποιήσει τις συνέπειές της στο κτίριο» λέει ο αναπληρωτής καθηγητής Φυσικής του Πανεπιστημίου Αθηνών κ. Μ. Σανταμούρης. Και συνεχίζει: «Αυτό έχει αποτέλεσμα τα γυάλινα κτίρια τελικά να στηρίζονται σε μηχανικά μέσα προκειμένου να δημιουργήσουν το κατάλληλο φυσικό περιβάλλον στο εσωτερικό τους. Πρόκειται για την πλέον αντιοικολογική αρχιτεκτονική σύλληψη, τουλάχιστον έτσι όπως έχει επικρατήσει στην Αθήνα».


Η ανοικοδόμηση των γυάλινων κτιρίων ξεκίνησε μαζικά στα τέλη της δεκαετίας του ’60. Μετά το μπετόν οι αρχιτέκτονες και οι κατασκευαστές της εποχής ανακάλυψαν το γυαλί, το κατ’ εξοχήν υλικό της μοντέρνας αρχιτεκτονικής. «Μόνο που η χρήση του δεν έγινε με τον ενδεδειγμένο τρόπο» τονίζει ο ειδικός γραμματέας της Πανελλήνιας Ενωσης Αρχιτεκτόνων κ. Γ. Σημαιοφορίδης. Το γυαλί χρησιμοποιήθηκε ως «επιδερμίδα» των κτιρίων. Δεν άλλαξαν δηλαδή ο σχεδιασμός και η οργάνωση του εσωτερικού χώρου των κτιρίων αλλά μόνο η μορφή τους. «Ετσι αυτομάτως αναιρούνται τα νεωτερικά στοιχεία της διαφάνειας και του ανοίγματος που επέτρεπε η χρήση του γυαλιού. Ταυτόχρονα η έλλειψη σωστού προσανατολισμού και σχεδιασμού των κτιρίων δημιουργούσε ουσιαστικά κτίρια ερμητικά κλειστά και ενεργοβόρα» λέει ο κ. Σημαιοφορίδης.


ΒΙΟΚΛΙΜΑΤΙΚΗ Τα πρότυπα έμειναν στα μουσεία





Υπάρχουν γυάλινα κτίρια τα οποία συγκαταλέγονται στα υψηλά δείγματα αρχιτεκτονικής δημιουργίας. Το εργοστάσιο του Φιξ στη λεωφόρο Συγγρού που σχεδίασε ο Τ. Ζενέτος θεωρείται μοναδικό για τον τρόπο που χρησιμοποιήθηκε το γυαλί σε συνδυασμό με το μπετόν μετατρέποντας ένα βιομηχανικό κτίριο σε σύμβολο «ελευθερίας και εσωστρέφειας». Το σχολικό συγκρότημα που σχεδίασε ο ίδιος αρχιτέκτονας στον Αγιο Δημήτριο, το κτίριο «Πάλλη» στην οδό Ερμού του Α. Προβελέγγιου, το πρώτο γυάλινο κτίριο γραφείων στην Καπνικαρέα του Ν. Βαλσαμάκη αποτέλεσαν προδρόμους της νέας αρχιτεκτονικής τάσης. «Δυστυχώς όμως όχι και πρότυπα» παρατηρεί ο αρχιτέκτονας κ. Α. Τομπάζης. Το γυάλινο κτίριο γραφείων της εταιρείας Αβαξ που σχεδίασε ο ίδιος πληροί τους όρους χρήσης του υλικού, καθώς θεωρείται υπόδειγμα βιοκλιματικής αρχιτεκτονικής.


Στα εκατοντάδες γυάλινα κτίρια που υπάρχουν σήμερα στην Αθήνα προστίθενται ­ αν και με βραδύτερους πλέον ρυθμούς ­ καινούργια. Οι ειδικοί επισημαίνουν ωστόσο ότι πρέπει να τεθούν πλέον όροι στην κατασκευή τους, καθώς τα περιβαλλοντικά προβλήματα δεν αφήνουν περιθώρια για σπατάλη ενέργειας. «Η Πολιτεία δεν μπορεί να παρέμβει στο έργο του αρχιτέκτονα ούτε να θεσπίσει τάσεις και υλικά, αλλά μπορεί να θεσπίσει πιο αυστηρές προδιαγραφές στην κατασκευή των γυάλινων κτιρίων και κυρίως σε ό,τι αφορά τη μόνωσή τους» λέει η κυρία Παρασκευή Μακρυγιάννη, προϊσταμένη του Τμήματος Οικοδομικών και Κτιριοδομικών Κανονισμών του ΥΠΕΧΩΔΕ. Η ενεργειακή συμπεριφορά των κτιρίων αποτελεί ήδη αντικείμενο μελέτης ειδικής επιτροπής του ΥΠΕΧΩΔΕ ενώ η χρήση του γυαλιού ως υλικού κατασκευής είναι ένα από τα ζητήματα που πρόκειται να ρυθμιστούν προσεχώς μέσω του Κανονισμού Ορθολογικής Χρήσης και Εξοικονόμησης Ενέργειας που προωθεί το ΥΠΕΧΩΔΕ.