Η όλη συζήτηση ως προς το σύστημα πρόσβασης των μαθητών από τη δευτεροβάθμια στην τριτοβάθμια εκπαίδευση τείνει να ενσωματώσει κάθε άλλη προσέγγιση της σχολικής ζωής και κάτι τέτοιο δεν είναι καθόλου θετικό.


Σε καμία περίπτωση δεν μπορεί η βαθμολογική εικόνα αυτών των εξετάσεων να αποτελεί τον μοναδικό ή ακόμη και τον κύριο κριτή της εκπαιδευτικής λειτουργίας. Γιατί δεν πρόκειται περί μιας αξιολόγησης αποτίμησης των λυκειακών δυνατοτήτων, όπως θα τις έκρινε η ενδοσχολική / λυκειακή λειτουργία, αλλά για ένα σύστημα κατάταξης των μαθητών μας με κύριο στόχο την εισαγωγή τους στα ΑΕΙ και στα ΤΕΙ όπου κυριαρχεί η λογική του ανταγωνισμού. Το σημερινό σύστημα πρόσβασης έχει άλλωστε και μια θεσμική «αντίφαση». Στα κριτήρια κατάκτησης του απολυτηρίου του λυκείου ενυπάρχουν και δεσπόζουν τα κριτήρια εισαγωγής στην τριτοβάθμια εκπαίδευση.


Ετσι, αν μεν στην ποιότητα και στη δυσκολία των θεμάτων πρυτανεύσουν τα πρώτα κριτήρια, προκύπτει συσσώρευση βαθμολογιών στην κορυφή της κλίμακας και κρίνεται απόλυτα οριακά η εισαγωγή σε μια σχολή υψηλής ζήτησης (π.χ. Ιατρική)· αν δε πρυτανεύσουν τα δεύτερα κριτήρια δημιουργείται κάποιο ανορθολογικό ποσοστό αποτυχόντων οι οποίοι τελικά γίνονται και μετεξεταστέοι…


Η όποια κατ’ έτος πτώση ή άνοδος των βάσεων δεν σημαίνει ότι συνδέεται με αντίστοιχη πορεία του μορφωτικού επιπέδου των μαθητών. Δεν θα μπορούσε άλλωστε να συμβαίνουν τόσο απότομες αλλαγές στη διάρκεια ενός χρόνου. Η διακύμανση των βάσεων εξαρτάται από την ποιότητα (και τον όγκο συχνά) των θεμάτων της εφετινής αλλά και της προηγούμενης χρονιάς, από την έκταση της εξεταστέας ύλης, από τον αριθμό των προσφερομένων θέσεων στην τριτοβάθμια εκπαίδευση κτλ.


Ιδιαίτερα τα τελευταία χρόνια πρέπει να συνυπολογισθούν ο μεγάλος αριθμός των εξεταζομένων μαθημάτων (σε Β’ και Γ’ λυκείου), η συμμετοχή του προφορικού βαθμού με τις όποιες τροποποιήσεις, η συμμετοχή κάποιων μαθητών σε εξετάσεις με χαρακτήρα εισαγωγής στα πανεπιστήμια ενώ τους ενδιέφερε μόνο το απολυτήριο του λυκείου κτλ.


Η συζήτηση γύρω από αυτό το θέμα πρέπει ­ κατά τη γνώμη μου ­ να αλλάξει περιεχόμενο και αυτό όχι μόνο για τους λόγους που έχω ήδη υπαινιχθεί.


Σήμερα η τριτοβάθμια εκπαίδευση τείνει να μαζικοποιηθεί και στη χώρα μας. Τα τελευταία χρόνια έχει διπλασιασθεί ο αριθμός των νέων που εισάγονται σε ΑΕΙ και ΤΕΙ.


Και αυτό είναι το εκπαιδευτικά και κοινωνικά πρωτεύον θέμα και όχι ποια διαδικασία εισαγωγής θα υιοθετούμε κάθε φορά.


Και αυτή η πορεία πρέπει να ενισχυθεί για να δώσουμε επιτέλους λύση οριστική στο ζήτημα της φοιτητικής μετανάστευσης και στο χωρίς νόημα μόρφωμα της παραπαιδείας. Ταυτόχρονα πρέπει να αναδειχθεί σε ισότιμη βάση η εκπαιδευτική προοπτική των αποφοίτων της τεχνικής επαγγελματικής εκπαίδευσης.


Γιατί δεν μπορεί μια ολόκληρη κοινωνία να θέτει στο μικροσκόπιο κάθε πτυχή των εξετάσεων του λυκείου και να μη βλέπει την «άλλη πλευρά του φεγγαριού» ή να την αντιμετωπίζει συμπληρωματικά ή με γενική και αόριστη κατανόηση… Να δούμε τη δυναμική της συμβουλευτικής και του σχολικού επαγγελματικού προσανατολισμού γιατί μπορούν να δώσουν πιο ολοκληρωμένα την εικόνα των επαγγελματικών πεδίων.


Η όποια επί μέρους εκπαιδευτική συζήτηση πρέπει να υπηρετεί με απόλυτο τρόπο τις μορφωτικές τάσεις και απαιτήσεις της εποχής: 1) Να επεκτείνουμε την υποχρεωτική εκπαίδευση.


Ηδη το 74% των μαθητών μας τελειώνει τη δευτεροβάθμια εκπαίδευση (λύκειο και ΤΕΕ). Και αυτό είναι πάνω από το μέσο ευρωπαϊκό ποσοστό! 2) Να διευρυνθεί περαιτέρω η τριτοβάθμια εκπαίδευση, ιδιαίτερα οι σχολές που συγκεντρώνουν έντονο ενδιαφέρον. 3) Να αναδειχθούν τα ΤΕΕ σε πραγματικό ισότιμο εταίρο του λυκείου με συνολική ενίσχυσή τους και 4) να δώσουμε τη μάχη της διαρκούς βελτίωσης, της ποιότητας της εκπαίδευσής μας ως μια υπόθεση κοινωνικής δυναμικής.


Ο κ. Νίκος Τσούλιας είναι πρόεδρος της ΟΛΜΕ.