Εδώ η καρδιά της πόλης χτυπά δυνατά, μόνο που οι ρυθμοί της παραπέμπουν σε άλλες εποχές, ίσως και σε άλλους τόπους. Κάποιοι θεωρούν την οδό Αθηνάς ένα ζωντανό, παλλόμενο κύτταρο το οποίο επιμένει να αντιστέκεται στην εξέλιξη που το περικυκλώνει απειλητικά από παντού, παλεύοντας να διατηρήσει την αυτοτέλεια και την ιδιομορφία του. Για κάποιους άλλους το άτακτο, άναρχο συνονθύλευμα ανθρώπων, εμπορευμάτων και τροχοφόρων, η αισθητική αλλοίωση του χαρακτήρα των κτιρίων και η εγκατάλειψή τους, οι βλαβερές επιπτώσεις της άσκησης του μικρεμπορίου την ημέρα και τα κακόφημα υπονοούμενα της νύχτας επιβάλλουν άμεση επέμβαση. Ηδη ακούστηκαν οι πρώτες φωνές, «Κάτω τα χέρια από την οδό Αθηνάς», παράλληλα όμως και ο αντίλογος, ισχυρός, επιμένει στη λήψη μέτρων και στον εξωραϊσμό των στοιχείων που «μολύνουν» την αισθητική και την ανοχή μιας ευρωπαϊκής μεγαλούπολης. Ανάμεσα ωστόσο στην αποστείρωση και τον καθωσπρεπισμό που κάποιοι φοβούνται ότι θα υποστεί ο δρόμος και στην πλήρη εγκατάλειψη που επικρατεί σήμερα, υπάρχει σαφώς πολύς χώρος. Εκεί φαίνεται ότι κινείται η πρόταση της μελέτης για την ανάπλαση και την ανάδειξη της οδού Αθηνάς την οποία εκπόνησαν για λογαριασμό της εταιρείας Ενοποίησης Αρχαιολογικών Χώρων Αθήνας η αρχιτέκτων κυρία Ελένη-Αννα Χλέπα και οι συνεργάτες της. Επιβλέπουσα της μελέτης εξάλλου από πλευράς ΕΑΧΑ είναι η αρχιτέκτων μηχανικός κυρία Κατερίνα Πιτούλη.



Η οδός Αθηνάς γεννήθηκε από την έμπνευση δύο νεαρών αρχιτεκτόνων, του Κλεάνθη και του Σάουμπερτ, που την οραματίστηκαν ως ένα φαρδύ και δενδροφυτευμένο βουλεβάρτο, έναν περίπατο για τους Αθηναίους, που από τα ανάκτορα ­ τοποθετημένα στην Ομόνοια ­ θα όδευαν περνώντας από θαυμάσια δημόσια και ιδιωτικά οικοδομήματα προς την Ακρόπολη, τον Παρθενώνα και κυρίως τα Προπύλαια. Βρισκόμαστε στα 1833 και τα σχέδια της νέας πόλεως των Αθηνών έμελλε να αλλάξουν πολύ. Το μόνο που δεν άλλαξε είναι η θέαση της Ακρόπολης, που παραμένει ένας σταθερός φάρος στο βάθος του δρόμου, για όσους βεβαίως θα σηκώσουν το κεφάλι ψηλά, χωρίς να φοβούνται τα κατεστραμμένα πεζοδρόμια και τα πανταχού παρόντα τροχοφόρα, ελισσόμενοι αναγκαστικά ανάμεσα στην απλωμένη πραμάτεια των καταστημάτων, στους εμπόρους και στους αγοραστές, οι οποίοι συνθέτουν όλο και περισσότερο πλέον σήμερα ένα πολύχρωμο φυλετικό μωσαϊκό.


Αξονας που συνέδεσε την παλαιά με τη νέα πόλη η οδός Αθηνάς σήκωσε για χρόνια το βάρος της εμπορικής δραστηριότητας της πρωτεύουσας με πολλές παράπλευρες λειτουργίες (ξενοδοχεία, εστιατόρια, τράπεζες). Η Αθηνάς είναι εξάλλου ο δρόμος της Βαρβακείου αγοράς, αλλά και ο δρόμος του δημαρχείου της Αθήνας. Στις αρχές του 21ου αιώνα όμως όλα μοιάζουν να βρίσκονται σε παρακμή. Τα κτίρια, μερικά από τα οποία είναι νεοκλασικά με την υπογραφή μεγάλων αρχιτεκτόνων όπως ο Τσίλερ, έχουν αφεθεί στην τύχη τους, το ίδιο και τα νεότερα κτίρια των διαφόρων τάσεων της αρχιτεκτονικής (αρ νουβό, αρ ντεκό, Μπαουχάους). Στην πλειονότητά τους εξάλλου ακόμη και νεότερα κτίρια τα οποία χτίστηκαν στη θέση κατεδαφισμένων νεοκλασικών είναι κλειστά και ακατοίκητα στους ορόφους τους.


Ολα αυτά έρχονται τώρα να ανατραπούν με την πρόταση για την ανάπλαση του δρόμου. Σύμφωνα με τη μελέτη της κυρίας Ελένης-Αννας Χλέπα, σοβαρές επεμβάσεις προβλέπονται τόσο στα ισόγεια των κτιρίων και των καταστημάτων, με την αποκατάσταση της όψης τους στην αρχική της μορφή και την αφαίρεση των επιγραφών, όσο και στα δώματα, αφού σε πολλές περιπτώσεις προτείνεται η καθαίρεσή τους. Καθαιρούνται επίσης όλες οι αυθαίρετες προσθήκες και κατασκευές, προτείνονται νέες θέσεις για τα κλιματιστικά, διατήρηση των παλαιών στεγάστρων, αφαίρεση και αντικατάσταση των νέων και χρωματική αποκατάσταση όλων των κτιρίων. Τέλος, προβλέπονται νέα ανώτατα ύψη για τις οικοδομές, αλλά και η αφαίρεση ορόφων από μορφολογικά αδιάφορα κτίρια.


* Η υπάρχουσα κατάσταση


Μέρος του ιστορικού κέντρου της πρωτεύουσας η οδός Αθηνάς είναι ένας από τους τέσσερις δρόμους, μαζί με την Αιόλου, την Κολοκοτρώνη και τη Μητροπόλεως, που με την πλατεία Ομονοίας περιλαμβάνονται στο πρόγραμμα ανάπλασης και ανάδειξης το οποίο έχει αναλάβει η Ενοποίηση Αρχαιολογικών Χώρων. Με χρονικό ορίζοντα ολοκλήρωσης το 2004, το έργο έχει ήδη αρχίσει, όπως είναι γνωστό, από την πλατεία Ομονοίας, ενώ η πρόταση για την οδό Αθηνάς είναι ήδη κατατεθειμένη. Το πρώτο μέρος της μελέτης που αναφέρεται στην υπάρχουσα κατάσταση του δρόμου και των οικοδομημάτων περιλαμβάνει το φωτομωσαϊκό των όψεων των κτιρίων, την ιστορική τεκμηρίωση για τον σχεδιασμό της οδού, την απογραφή όλων των κτιρίων, την αξιολόγησή τους και τις χρήσεις τους και, τέλος, το υφιστάμενο θεσμικό πλαίσιο και τις κυκλοφοριακές ρυθμίσεις. Στο δεύτερο μέρος εξάλλου έρχονται οι καθαυτό προτάσεις, που αφορούν την αναβάθμιση των μετώπων της οδού Αθηνάς, τη χρωματική ανάδειξη των κτιρίων, τον φωτισμό, την κυκλοφοριακή οργάνωση και τη διαμόρφωση των πεζοδρομίων. Τέλος, προτείνεται και το ζητούμενο από την εταιρεία σχέδιο προεδρικού διατάγματος για τις χρήσεις γης, τους ειδικούς όρους και τους περιορισμούς δόμησης.


* Ο στόχος των επεμβάσεων


Από το σύνολο των 62 κτιρίων της οδού Αθηνάς, τα 25 που κρίνονται ως αξιόλογα κατασκευάστηκαν τον 19ο αι. ή την πρώτη τριακονταετία του 20ού αι. Αντίθετα, από τα υπόλοιπα μόνο τρία εξ όσων χρονολογούνται ως το 1950 κρίνονται αξιόλογα και μόνο ένα για την επόμενη πεντηκονταετία. Ετσι, διώροφα κτίρια του 19ου αι. παρατίθενται με οκταώροφα κτίρια γραφείων με αποτέλεσμα την έντονη ανομοιογένεια στο ύψος και στον όγκο τους. Η σχέση χώρου και χρόνου μάλιστα μπορεί να λάβει τις πλέον ακραίες μορφές, όπως στην περίπτωση της μικρής εκκλησίας της Αγίας Κυριακής (μονόκλιτη βασιλική), που συμπιέζεται ασφυκτικά μαζί με το διπλανό της νεοαναγεννησιακό κτίριο ανάμεσα σε πολυώροφα σύγχρονα κτίσματα. Ο πλέον συμπαγής πυρήνας του δρόμου πάντως εντοπίζεται στο κέντρο του, μεταξύ των οδών Σοφοκλέους και Ευριπίδου, εκεί όπου διατηρούνται ακόμη αξιόλογα κτίρια του 19ου αι. και των αρχών του 20ού αι.


Η υποβάθμιση της λειτουργίας της κατοικίας όμως είναι δεδομένη και σηματοδοτείται από την πλήρη εγκατάλειψη και την ερήμωση των ορόφων στα παλαιά κτίρια και την κατάληψη ολόκληρων τμημάτων της πρόσοψής τους από εμπορικές πινακίδες που καθιστούν δυσανάγνωστη την αρχιτεκτονική τους. Σε πολλές περιπτώσεις μάλιστα η είσοδος στους άνω ορόφους έχει αποκλεισθεί ή και σφραγισθεί. Συνολικά έτσι, όπως επισημαίνει η μελέτη, η εικόνα του δρόμου στο επίπεδο των ορόφων είναι εικόνα εγκατάλειψης, χωρίς ίχνος γραφικότητας και αυτό σε αντίθεση με τη ζωηρή και όντως γραφική κίνηση του δρόμου.


Η εξομάλυνση της κορυφογραμμής των δύο μετώπων της οδού, ιδιαίτερα σε περιπτώσεις γειτνίασης χαμηλών διατηρητέων κτιρίων με σύγχρονα πολυώροφα κτίσματα, είναι ο στόχος των επεμβάσεων στα δώματα των νεότερων κτιρίων. Συνεπώς η κατεδάφιση, σε ορισμένες περιπτώσεις, των δωμάτων κρίνεται απαραίτητη από τη μελέτη, παρ’ ότι αναγνωρίζεται η κοινωνική αντίδραση που μπορεί να προκαλέσει.


* Οπτική πρόσβαση στην Ακρόπολη


Ως κριτήρια πάντως τίθενται οι έντονες ανομοιομορφίες στην κορυφογραμμή των μετώπων της οδού και οι επιπτώσεις τους στη μορφή των μεσοτοιχιών. Η ανάπλαση αυτών των τελευταίων μάλιστα αντιμετωπίζεται κατά περίπτωση, αν και οι σημαντικότερες επεμβάσεις που προτείνονται αφορούν την καθαίρεση του τελευταίου υπό εσοχή ορόφου (προκειμένου για κτίρια της περιόδου μετά το 1955, εφόσον βρίσκονται σε άμεση σχέση με αξιόλογα παλαιότερων εποχών και το ύψος τους υπερβαίνει κατά πολύ το μέσο όριο της περιοχής), αλλά και παρεμβάσεις αρχιτεκτονικές ή εικαστικές στις μεσοτοιχίες.


Μείωση ύψους εξάλλου προτείνεται και για τα νέα κτίρια τα οποία βρίσκονται στα τετράγωνα που περιβάλλουν τη Δημοτική Αγορά και αυτό για λόγους ασφαλείας, εξωραϊσμού και αποκατάστασης της κλίμακας του χώρου. Επίσης μείωση των ορόφων των κτιρίων ή και διόρθωση του περιγράμματος και του όγκου τους προτείνεται για λόγους λειτουργικούς, περιβαλλοντικούς, στατικούς, αλλά και αισθητικούς. Εξάλλου η εξασφάλιση της καλύτερης δυνατής οπτικής πρόσβασης προς την Ακρόπολη, η προεπαναστατική ως προς το ένα τμήμα του χάραξη του δρόμου και η νεοκλασική ως προς το υπόλοιπο, καθώς και ο μεγάλος αριθμός των διατηρητέων κτιρίων, επιβάλλουν τη θεσμοθέτηση διαβαθμίσεων στα ανώτατα ύψη.


Με κριτήριο την κατάσταση διατήρησης και την αξιολόγηση των κτιρίων προτείνεται και η χρωματική αποκατάσταση των όψεων. Η πρόταση των χρωμάτων στηρίζεται στην ιστορική γνώση, καθώς αναζητείται και υιοθετείται η αρχική πρόθεση του αρχιτέκτονα κάθε κτιρίου. Η παλέτα των χρωμάτων του κλασικισμού ακολουθείται στα νεοκλασικά κτίρια, στα εκλεκτικιστικά οικοδομήματα της δεκαετίας του ’30 υιοθετούνται οι χρωματισμοί της εποχής, ενώ για τα κτίρια σε στυλ Μπαουχάους, όπως και για εκείνα της δεκαετίας 1955-65 με όψεις με αρτιφισιέλ (πελεκητή τσιμεντοκονία με πρόσμειξη ώχρας), προτείνεται μόνον ο καθαρισμός τους. Τέλος, ο φωτισμός προβλέπεται ομοιόμορφος σε όλο το μήκος του δρόμου, με τα φώτα τοποθετημένα αντικριστά επί των πεζοδρομίων, ενώ παράλληλα επιλεγμένες ομάδες κτιρίων με ιδιαίτερη αρχιτεκτονική όψη θα αναδειχθούν με προβολείς. Αλλά και δενδροφύτευση προβλέπεται σε όλο το μήκος της οδού για την ανάδειξη της νεοκλασικής της χάραξης και της οπτικής πρόσβασης προς την Ακρόπολη.


Κίνητρα για ανάπτυξη


Η μελέτη περιλαμβάνει εξάλλου και προτάσεις χρήσεων με στόχο τη διατήρηση του πολυλειτουργικού χαρακτήρα και της φυσιογνωμίας του δρόμου. Επισημαίνεται ωστόσο ότι θα πρέπει να θεσμοθετηθούν κίνητρα για την ανάπτυξη ή την επαναδραστηριοποίηση των χρήσεων εκείνων που θα δώσουν ζωή στον δρόμο και μετά το κλείσιμο των καταστημάτων. Καφενεία και εστιατόρια (αλλ’ όχι μπαρ ή νυχτερινά κέντρα), ξενοδοχεία, αίθουσες ψυχαγωγίας (κινηματογράφοι, αίθουσες συναυλιών σύγχρονης μουσικής), εκπαιδευτήρια ή βιβλιοθήκες πιστεύεται ότι είναι κατάλληλα για την περιοχή και ειδικά για τους κενούς ορόφους των κτιρίων, που θα μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν και από δημόσιες υπηρεσίες. Σύμφωνα με τη μελέτη ωστόσο επιβάλλεται να υπάρξει ποσόστωση των επιτρεπόμενων χρήσεων ανά τμήμα του δρόμου με στόχο να εμποδιστεί η πιθανή εξάπλωση εκείνων που θα αλλοίωναν τον χαρακτήρα του, όπως π.χ. η εγκατάσταση πολλών τραπεζικών καταστημάτων.


Οσον αφορά πάντως τη νέα διαμόρφωση των πεζοδρομίων θα πρέπει να προηγηθεί η σχετική απόφαση των αρμόδιων φορέων για την ολοκλήρωση της σχετικής πρότασης, δεδομένου μάλιστα ότι προβλέπεται η πεζοδρόμηση ενός τμήματος της οδού Αθηνάς από την πλατεία Ομονοίας.


Τον Ιούλιο του 1835 άρχισε η διάνοιξη της οδού Αθηνάς με την κατεδάφιση ορισμένων παλαιών οικιών, μια ενέργεια για την οποία απαιτήθηκε και η αστυνομική επέμβαση. Πρόκειται μάλιστα, όπως κρίνεται σήμερα, για μια σημαντική διάνοιξη μέσα στην παλαιά πόλη που τη συνέδεε άμεσα με τη νέα. Αυτή τη φορά ακολουθούνται τα σχέδια του Λέο φον Κλέντσε, που θα διατηρήσει και τον υπάρχοντα προεπαναστατικό ιστό σε όλη την πόλη. Από τον επόμενο χρόνο άλλωστε θα αρχίσει και η πυρετώδης ανοικοδόμηση της Αθήνας. Η οποία ακόμη δεν έχει σταματήσει.