ΚΡΥΑ ΒΡΥΣΗ.


Μια ατέλειωτη ευθεία χωρίζει το Αγγελοχώρι της Ημαθίας από την Κρύα Βρύση της επαρχίας Γιαννιτσών, τη «Μέκκα» του ελληνικού ροδάκινου, από τα υπόστεγα των καπνών και τα χωράφια των σπαραγγιών. Οι κλήροι είναι μικροί εδώ, 25-30 στρέμματα, οι μετανάστες πολλοί και οι νέοι που θέλουν να δουλέψουν στα χωράφια λίγοι. Νερό μόνο υπάρχει άφθονο. Εξω από το δημαρχείο της Κρύας Βρύσης δυο-τρία αγροτικά σταματημένα με τα ραδιόφωνά τους στη διαπασών να παίζουν το «Φύγαμε στον έβδομο ουρανό και τις πόρτες μισάνοιχτες». Οι οδηγοί των αυτοκινήτων βρίσκονται στο ισόγειο του κτιρίου όπου μια αφίσα διακηρύσσει: «Υπάρχει νόμος, κανένας παράνομος». Επειδή υπάρχει νόμος ελληνικός λοιπόν, οι δύο παραγωγοί έχουν μαζέψει από τα χωράφια που τους βρήκαν να κοιμούνται 7-8 εργάτες γης και έχουν έρθει να τους… νομιμοποιήσουν με βάση τον νόμο 2910 «Είσοδος και παραμονή αλλοδαπών στην ελληνική επικράτεια». Οι λιγότεροι παραγωγοί έρχονται εδώ για υποθέσεις μετακαλούμενων εργατών. Οι περισσότεροι προτιμούν να «δηλώνουν» τους παράνομα εισελθόντες στη χώρα αφού ξέρουν ότι θα υπάρξει αστυνομική ανοχή τουλάχιστον ως τον Αύγουστο. Οι λαθρομετανάστες με τη σειρά τους βεβαιώνουν ότι, επειδή άκουσαν στην Αλβανία ότι… υπάρχει νόμος, έσπευσαν να δηλωθούν. «Εξάλλου και αυτοί που δηλώνονται εφέτος είναι περυσινοί εποχικοί που έμειναν στη χώρα και νομιμοποιούνται» λέει στο «Βήμα» ο Πελούμπ Πέπα. Ο Πέπα γράφει το όνομά του σε μια κόλλα χαρτί για να μπορέσει ο υπάλληλος της νομαρχίας να καταλάβει πώς λέγεται, χαρτιά δεν έχει, όπως οι περισσότεροι που έρχονται αυτό το πρωί στο ισόγειο του δημαρχείου.



Από την ομάδα των 7-8 Αλβανών μόνο ένας, καταφανώς ανήλικος, παρουσιάζει ένα χαρτί που γράφει ότι είναι 21 ετών. «Είναι ανήλικος» λέμε στην υπάλληλο. Κουνάει το κεφάλι της. Ο νόμος είναι σαφής, διεκπεραιώνει χαρτιά. Ο μικρός είναι χτυπημένος και καμένος στο πρόσωπο…


­ Πού μένεις;


­ Στο χωράφι, κοντά στο κανάλι...


­ Πόσον καιρό είσαι εδώ;


­ Δεκατρείς μήνες… Ολοι γνωρίζουν ότι 12 μήνες και μία μέρα φθάνει για να πάνε στον… έβδομο ουρανό.


«Αν δεν έχετε λογαριασμό ρεύματος ή κινητού στο όνομά σας, τότε πρέπει να βεβαιώσει ο εργοδότης και ένας γείτονάς του ότι μένετε τον τελευταίο χρόνο σε αυτόν» λέει η υπάλληλος. «Κανένα πρόβλημα» λέει ο εργοδότης, ένας παραγωγός μεγάλης ηλικίας που «βάζει» καπνά, σπαράγγια και καλαμπόκι. «Δεν έπρεπε να το κάνει αυτό ο νομοθέτης» λέει ο δήμαρχος Κρύας Βρύσης κ. Θεόδωρος Θεοδωρίδης. «Είναι αδικία απέναντι σε εκείνους που μπήκαν στον κόπο να κινήσουν τη διαδικασία της μετάκλησης. Κάνανε τον νόμο έτσι όπως το έκαναν για να λύσουν το πρόβλημά τους στις πόλεις με την εγκληματικότητα και την παράνομη μετανάστευση και κατέστρεψαν ένα «μοντέλο» που είχαμε επιβάλει στην ύπαιθρο, εδώ στην Κρύα Βρύση, και δούλευε…» επιμένει ο δήμαρχος. «Ετσι όπως είναι διατυπωμένος ο νόμος τώρα, μου πετάει το «μπαλάκι» νομιμοποίησης αλλοδαπών χωρίς χαρτιά…». Τα δημοτικά συμβούλια έχουν τη δυνατότητα να αποφασίζουν ότι όντως οι αλλοδαποί, εφόσον το βεβαιώνουν οι εργοδότες τους, είχαν διαμείνει τον τελευταίο χρόνο σε αυτούς. Στην Κρύα Βρύση το ΔΣ έχει εξετάσει 11 παρόμοιες περιπτώσεις και εκκρεμούν δεκάδες. Οι παραγωγοί πιέζουν, κυρίως εκείνοι που θέλουν να αποφύγουν το καθεστώς της μετάκλησης.


«Το κινητό έχει τον Γερμανό του και ο αγρότης τον Αλβανό του» καλαμπουρίζει ο παραγωγός Μπάμπης Αλιτζανίδης που παρουσιάζει μια ελαφρά διαφορετική εικόνα από εκείνη που έδωσε στο «Βήμα» ο δήμαρχος. «Οι εργάτες κοιμόντουσαν στα χωράφια, ερχόντουσαν και έφευγαν όποτε ήθελαν, άλλαζαν εργοδότη για ένα κατοστάρικο. Ηταν πολλοί, δεν είχαμε πρόβλημα να τους βρούμε, δεν υπήρχε έλλειψη, βρίσκαμε όσους θέλαμε, όλοι παράνομοι…». Ο Αλιτζανίδης παραδέχεται όμως ότι το σύστημα (;) αυτό είχε και το κόστος του: «Δεν τολμούσες να πας στο χωράφι νύχτα. Τώρα με τις μετακλήσεις έχει ησυχάσει το χωριό…».


* Οι μετακλήσεις



Οι πρώτες μετακλήσεις έγιναν ως τις 2 Ιουνίου με σχετικά χαμηλό κόστος για τον παραγωγό, περίπου 70.000 – 80.000 ανά εργάτη που επιβαρύνει τους μετακαλούμενους. «Δεν ξέρω τι σας λένε» λέει μιλώντας στο «Βήμα» η λογίστρια κυρία Αφροδίτη Καζαντζίδου, που ασχολείται καθημερινά και βγάζει χρήματα από τις μετακλήσεις, «όλη η δαπάνη πληρώνεται από τον μετακαλούμενο». Εκτός από την επικύρωση του αλβανικού ή βουλγαρικού διαβατηρίου (οι Βούλγαροι έρχονται πάντα ή σχεδόν πάντα με χαρτιά), χρειάζεται μια βεβαίωση του ΟΑΕΔ ότι δεν υπάρχουν έλληνες ή κοινοτικοί υπήκοοι διαθέσιμοι για να κάνουν τη δουλειά του εργάτη γης και μια βεβαίωση-έγκριση από το υπουργείο Δημόσιας Τάξης ότι ο αλλοδαπός «δεν απασχολεί».


Κάθε νομαρχία ­ οι νομαρχίες διαχειρίζονται το χαρτοβασίλειο των μετακλήσεων ­ έχει το δικό της σύστημα. Ετσι στην Πέλλα δεν δέχονται φωτοτυπίες από τότε που ανακάλυψαν την πλαστογράφηση εγγράφου της νομαρχίας αλλά το χαρακτηριστικό του τρόπου που λειτουργεί το ελληνικό κράτος είναι ότι ο ΟΑΕΔ… στην Αθήνα βεβαιώνει ότι στην Κρύα Βρύση δεν υπάρχουν έλληνες εργάτες γης διαθέσιμοι.


«Παλιότερα» λέει ο Κώστας Χατζηκιοσσές «απασχολούσαμε μουσουλμάνους από τη Θράκη και δικούς μας από την Τζουμαγιά (Γρεβενά), μετά το 1991 εμφανίστηκαν οι Αλβανοί…».


* Ο έλεγχος


Οι διατάξεις για τους μετακαλούμενους προβλέπουν ότι μέσα σε 10 ημέρες από την είσοδο του μετακαλούμενου στη χώρα, ο εργάτης πρέπει να πάρει άδεια παραμονής αλλά ως την τρίτη εβδομάδα του Ιουνίου το υπουργείο Εσωτερικών δεν είχε καθορίσει τον τρόπο με τον οποίο αυτή θα χορηγείται. Αποτέλεσμα: Με βάση τον νόμο, η Αστυνομία θα έπρεπε να τους έχει απελάσει ήδη επειδή στερούνται άδειας παραμονής. «Τους ανεχόμαστε όμως από τη στιγμή που μας δείχνουν κάποια στοιχεία μετάκλησης» βεβαιώνει αστυνομικός που θέλει να διατηρήσει την ανωνυμία του.


Από τις 2 Ιουνίου το κράτος έχει δυσκολέψει τη μετάκληση καλώντας κάθε παραγωγό:


­ Να καταθέτει 500.000 δραχμές για κάθε μετακαλούμενο εργάτη στο Ταμείο Παρακαταθηκών και Δανείων.


­ Να δηλώνει τζίρο 7.300.000 δραχμές τον χρόνο για να αποκτά το δικαίωμα της μετάκλησης.


Μια εγκύκλιος του υπουργείου Εσωτερικών στο τέλος Ιουνίου συνδέει τη χορήγηση της άδειας παραμονής από τους δήμους με τη θέληση των εργοδοτών να ανταποκριθούν στους παραπάνω δύο όρους.


Ο υπάλληλος της Νομαρχίας Πέλλας κ. Γ. Καϊτίδης βεβαιώνει ότι από το χρονικό αυτό σημείο έχουν σταματήσει οι καταθέσεις συμβολαίων για μετακλήσεις.


«Ουδείς θα δηλώσει εδώ ότι έχει 7,3 εκατομμύρια δραχμές τζίρο… Θα ψάξουμε να βρούμε τρόπους που δεν είναι πραγματικοί για να ξεφύγουμε. Ολοι ζούμε με δανεικά εδώ. Αν είχαμε να προκαταβάλουμε 2 εκατομμύρια για 4 εργάτες και είχαμε αυτούς τους τζίρους θα δουλεύαμε με Αλβανούς;».


Η κυρία Καζαντζίδου πιστεύει ότι αυτοί οι τζίροι υπάρχουν, ουδείς αγρότης όμως επιθυμεί να τους δηλώσει και ότι τα καινούργια μέτρα οδηγούν την πλειονότητα των παραγωγών στην αναζήτηση παράνομων.


* Ο αντίλογος


Στο τέλος της ευθείας που ενώνει την επαρχία Γιαννιτσών με την Ημαθία βρίσκεται το χωράφι τού 61 ετών Πόλυ Καραγιαννίδη. Ο Καραγιαννίδης, εγχειρισμένος με 5 μπαϊπάς, δουλεύει τα 25 στρέμματα ροδάκινα που έχει μόνος του. «Πήρα 3 Βουλγάρους και μου έβγαλαν 19 δένδρα, εγώ μόνος βγάζω 14. Τι να τους κάνω;». Ο Καραγιαννίδης ανήκει σε μια παλαιότερη γενιά αγροτών που είχε μάθει να κάνει γεωργία χωρίς το… κινητό από την… καφετέρια. «Παλαιότερα εγώ μάζευα τα ροδάκινα του γείτονα και εκείνος με βοηθούσε να μαζέψω τα δικά μου. Οι Αλβανοί είναι μετά τη χωματερή το μεγαλύτερο πλήγμα στην ποιότητα της μη εκμηχανισμένης γεωργίας, μας έκαναν τεμπέληδες και μας πήραν τα λεφτά από την τσέπη. Είμαι από τις 8 το πρωί στα χωράφια. Οι περισσότεροι μου λένε ότι θα πεθάνω μέσα στο χωράφι. Και λοιπόν; Μια χαρά είναι εδώ…» λέει ο Καραγιαννίδης και βιάζεται να τελειώσει τη συζήτηση για να προλάβει να ρίξει άλλη μια ματιά στα δένδρα του πριν από την καλοκαιρινή βροχή. Είναι ξυπόλυτος μέσα στο χωράφι αλλά δεν φαίνεται να τον ενοχλεί. «Ξέρω ότι σήμερα θα φάω επειδή δούλεψα εγώ ο ίδιος…».