Αυτό που δείχνει καθαρά η ιστορία των χρηματιστηρίων είναι ότι οι αγορές κάθε φορά κινούνται όχι μόνο με βάση τα γεγονότα που αντικειμενικά τις επηρεάζουν αλλά με βάση τις αντιδράσεις των επενδυτών πάνω στα γεγονότα. Από αυτή τη μέση συμπεριφορά προκύπτουν τόσο η υπεραισιοδοξία στις μεγάλες ανόδους όσο και η υπέρμετρη απαισιοδοξία στις περιόδους πτώσης των τιμών των μετοχών που χρονικά ακολουθούν.


Είναι λοιπόν πολύ λογικό να θεωρήσουμε ότι σήμερα οι αντιδράσεις των επενδυτών προσεγγίζουν σχεδόν απόλυτα τη δεύτερη φάση. Και τη φάση αυτή τη χαρακτηρίζει η απουσία επιχειρημάτων και ψύχραιμης εκτίμησης των δεδομένων. Ποια είναι λοιπόν τα δεδομένα αυτά;


α) Για πρώτη φορά τα τελευταία χρόνια οι αποδόσεις των καταθέσεων ή ακόμη και των repos είναι ίσες και σε ορισμένες περιπτώσεις μικρότερες των μερισματικών αποδόσεων που καταβάλλονται μέσα στο τρίμηνο Ιουνίου – Αυγούστου από αρκετές εισηγμένες εταιρείες του ελληνικού χρηματιστηρίου. Αυτό το στοιχείο πρέπει να ληφθεί σοβαρά υπόψη από επενδυτές που ως τώρα ενδιαφέρονταν μόνο για τις προθεσμιακές, εγχώριες και μη, καταθέσεις, τα repos και για τα αμοιβαία κεφάλαια διαχείρισης διαθεσίμων.


β) Ακόμη και αν το διεθνές περιβάλλον δεν προϊδεάζει για θετικές αποδόσεις στους οικονομικούς δείκτες, υπάρχουν τίτλοι που βρίσκονται σε πολύ λογική αναλογία του κινδύνου που αναλαμβάνει ο επενδυτής με την προσδοκώμενη απόδοση. Σε αυτή την κατηγορία υπάγονται και τα ελληνικά ομόλογα σταθερού επιτοκίου και φυσικά τα ομολογιακά αμοιβαία κεφάλαια. Αυτό το στοιχείο μπορούν να το συνυπολογίσουν στις αποφάσεις τους όλοι οι επενδυτές, ανεξάρτητα από το πόσο συντηρητικοί ή επιθετικοί είναι.


γ) Παρ’ ότι δεν είναι απόλυτα συμβατό να συγκρίνουμε τοποθετήσεις σε κινητές αξίες με επενδύσεις σε ακίνητα, στην ελληνική αγορά διαπιστώνουμε ένα ακόμη στοιχείο που δεν είναι απόλυτα ορθολογικό: τη διαρκή άνοδο των τιμών όλων ανεξαιρέτως των ακινήτων, ανεξαρτήτως κατηγορίας, θέσης, παλαιότητας κτλ. Παράλληλα οι μέσες ετήσιες αποδόσεις και σε όρους εισοδήματος είναι κατά 50% υψηλότερες από τις αντίστοιχες των σταθερών τοποθετήσεων. Το στοιχείο αυτό πρέπει και πάλι να ληφθεί υπόψη από τους επενδυτές που έχουν τοποθετηθεί με μεγάλο ποσοστό σε ακίνητα ώστε να αναδιαρθρώσουν τα χαρτοφυλάκιά τους αποκτώντας πρώτα ρευστότητα και εν συνεχεία επιλέγοντας άλλες κινητές αξίες.


Από τα επιχειρήματα αυτά γίνεται άμεσα αντιληπτό ότι η ρεαλιστική προσέγγιση για έναν μέσο επενδυτή απαιτεί δύο πράγματα:


α) Να αντιληφθεί πού και σε ποιον βαθμό υπάρχουν παράλογες συμπεριφορές στις αγορές.


β) Να αναλύσει τις επενδυτικές του κινήσεις και να προχωρήσει σε αναδιάρθρωση.


Μια ενδεικτική αναδιάρθρωση θα ήταν η ίση κατανομή του κεφαλαίου του σε μετρητά, μετοχές, ομόλογα και ακίνητα. Δυστυχώς ή ευτυχώς δεν υπάρχουν μαγικές συνταγές, ιδιαίτερα αυτή την περίοδο, όπου αφενός συντελούνται ιστορικές αλλαγές στην ελληνική αγορά, αφετέρου παρατηρείται μεγάλη νευρικότητα στις διεθνείς αγορές. Και με αυτές τις εξελίξεις συνδέεται απόλυτα και η ανάγκη του μέσου έλληνα επενδυτή να βρεθεί πιο κοντά σε επαγγελματίες συμβούλους και κατ’ επέκταση σε πιο επαγγελματικούς τρόπους επένδυσης. Αλλωστε η συνεχής απαξίωση του ελληνικού χρηματιστηρίου ωθεί καθημερινά περισσότερους επενδυτές να ξεφύγουν από τον μικρόκοσμό τους.


Ο κ. Αναστάσιος Τσομπανίδης είναι διευθυντής Μάρκετινγκ της εταιρείας Alico Eurobank ΑΕΔΑΚ.