Το Μ. Σάββατο από τους δέκτες της τηλεοράσεως είδαμε τον τρόπο της εμφανίσεως του αγίου φωτός στον Ναό της Αναστάσεως στα Ιεροσόλυμα αλλά και την υποδοχή του στην Αθήνα. Σπάνια έχουμε τη δυνατότητα να βλέπουμε από τα ΜΜΕ εκδηλώσεις βαθιάς πίστεως του λαού που αποτελούν την άλλη πλευρά των γεγονότων του «αστυνομικού δελτίου», τα οποία απαρτίζουν την καθημερινή δημοσιογραφική ειδησεογραφία.


Με την υποδοχή του αγίου φωτός στην Αθήνα όμως δημιουργήθηκαν και μερικές παρανοήσεις, τις οποίες θα υπογραμμίσω σύντομα στο κείμενο αυτό.


1. Το άγιον φως και η υποδοχή του στην Αθήνα


Υπάρχουν μερικοί που συγχέουν το άκτιστο φως, το οποίο είδαν οι μαθηταί του Χριστού στο όρος Θαβώρ και οι διά μέσου των αιώνων μάρτυρες της Αναστάσεως του Χριστού, με το φως το οποίο βλέπουν οι παρευρισκόμενοι το Μ. Σάββατο στον Ναό της Αναστάσεως.


Βέβαια το θέμα είναι θεολογικό και δεν μπορεί να αναπτυχθεί επαρκώς σε μια στήλη εφημερίδος, ωστόσο μπορεί κανείς να υπογραμμίσει μερικά ενδεικτικά σημεία.


Κατά τη διδασκαλία των Πατέρων της Εκκλησίας, το φως της Θεότητος είναι άκτιστο, δηλαδή δεν έχει αρχή, τροπή και τέλος, και βεβαίως το βλέπουν εκείνοι που έχουν μεταμορφωμένες αισθήσεις. Είναι φως νοητό και υπέρ νουν, από την άποψη ότι εγγίνεται στον νου των ανθρώπων με τη δύναμη του Αγίου Πνεύματος «κατά απόπαυσιν πάσης νοεράς ενεργείας», όχι βέβαια απόπαυση της λογικής ενεργείας.


Το άγιο φως που εμφανίζεται στα Ιεροσόλυμα την ημέρα του Μ. Σαββάτου πιστεύω ότι είναι ένα θαυματουργικό γεγονός και αυτό εξηγείται από τον τρόπο εμφανίσεώς του, από το ότι η φλόγα του δεν καίει στην αρχή και παρά τη φωτοπλημμύρα στον Ναό δεν γίνονται πυρκαϊές, καθώς επίσης και από τις ψυχικές αλλοιώσεις που δημιουργεί. Εχει όμως αρχή, τροπή και τέλος, το βλέπουν όλοι οι παρευρισκόμενοι, ανεξάρτητα από την πνευματική τους κατάσταση, το ψηλαφούν και στο τέλος μπορεί κανείς να το σβήσει. Οπωσδήποτε είναι ένα ενέργημα της ακτίστου Χάριτος του Θεού αλλά δεν είναι το άκτιστο – θείο Φως του Θαβώρ και της Αναστάσεως. Οπως αγιάζεται το νερό και το έλαιον, έτσι αγιάζεται και το στοιχείον του φωτός.


Η μεταφορά του αγίου φωτός στην Ελλάδα, που γίνεται εδώ και μερικά χρόνια, δείχνει την ευλάβεια του ελληνικού λαού. Εφέτος δόθηκε μεγαλύτερη σημασία στην υποδοχή του και μάλιστα αποδόθηκαν στο άγιον φως τιμές αρχηγού κράτους. Καίτοι αυτό φανερώνει τον σεβασμό απέναντι σε ένα θαυματουργικό γεγονός και απέναντι στην ευλάβεια του ελληνικού λαού, εν τούτοις χρειάζεται μεγάλη προσοχή ώστε να μη γίνονται υπερβολές.


Για παράδειγμα, ο σχολιασμός του ανταποκριτού ότι το άγιο φως είναι ο πρώτος αρχηγός κράτους που επισκέπτεται το αεροδρόμιο «Ελευθέριος Βενιζέλος» είναι προκλητικός. Οι αρχηγοί κρατών ασκούν μια εξουσία η οποία είναι απαραίτητη στις μεταπτωτικές συνθήκες ζωής. Με αυτή την έννοια αποδίδουμε τιμές αρχηγού κράτους και σε εκκλησιαστικούς άνδρες, όπως στον Οικουμενικό Πατριάρχη, γιατί πρέπει να σεβόμαστε τους θεσμούς. Δεν είναι δυνατόν όμως το άγιον φως να τεθεί σε μια τέτοια διάσταση γιατί δεν αποτελεί μια εξουσία τεταγμένη να εξυπηρετεί μεταπτωτικές καταστάσεις. Βεβαίως θα ήταν δυνατόν να αποδοθούν συμβολικές τιμές με σεμνότητα και σοβαρότητα που επιβάλλει το θαυματουργικό αυτό σημείο αλλά δεν είναι ορθό να θεωρείται αρχηγός κράτους το άγιον φως γιατί τότε παραθεωρείται η αποφατικότητα του γεγονότος και το μυστηριακό στοιχείο του.


2. Η μητέρα των Εκκλησιών


Οι ανταποκριτές κατά τη μετάδοση του γεγονότος αυτού έκαναν το σχόλιο ότι το άγιον φως έρχεται ως ευλογία της μητέρας των Εκκλησιών, δηλαδή της Εκκλησίας των Ιεροσολύμων, στην Εκκλησία μας. Και αυτό το γεγονός δημιουργεί έναν εκκλησιολογικό προβληματισμό.


Υπάρχουν λειτουργικά και πατερικά κείμενα στα οποία γίνεται λόγος ότι τα Ιεροσόλυμα είναι η Νέα Σιών, η μητέρα των Εκκλησιών. Χαρακτηριστικό είναι το αναστάσιμο τροπάριο: «Χαίρε Σιών αγία, μήτηρ των Εκκλησιών, Θεού κατοικητήριον, συ γαρ εδέξω πρώτη άφεσιν αμαρτιών διά της Αναστάσεως». Σιών ήταν το υψηλότερο μέρος των Ιεροσολύμων, δηλαδή η ακρόπολη, και συνεκδοχικώς θεωρήθηκαν τα Ιεροσόλυμα. Και είναι βέβαιον ότι στα Ιεροσόλυμα ιδρύθηκε η πρώτη Εκκλησία. Γι’ αυτό ο ιερός Χρυσόστομος γράφει: «Εντεύθεν το αγαλλίαμα πανταχού της οικουμένης γέγονεν· εντεύθεν η ευφροσύνη και χαρά· εντεύθεν αι πηγαί της φιλοσοφίας, όπου ο Χριστός εσταυρώθη· όθεν οι Απόστολοι εξώρμησαν». Υπάρχει όμως και πατερική ερμηνεία κατά την οποία ο ιερός υμνογράφος σε πολλά κείμενα με τη λέξη Σιών εννοεί την καθόλου Εκκλησία, που είναι το Σώμα του Χριστού και η οποία είναι εξαπλωμένη πανταχού της οικουμένης και υπεράνω του χρόνου και του τόπου.


Πέρα όμως από την ιστορική ερμηνεία υπάρχει και η εκκλησιολογική, σύμφωνα με την οποία όταν η Εκκλησία του Χριστού έγινε παγκόσμια, οικουμενική, δηλαδή όταν υπερέβη τον τοπικό, εθνικό, ιουδαϊκό χαρακτήρα, και σε αυτό συνετέλεσαν όλοι οι Απόστολοι, ιδιαιτέρως ο Απόστολος Παύλος, για μας τους Ορθοδόξους μητέρα των Εκκλησιών δεν είναι το Πατριαρχείο των Ιεροσολύμων αλλά το Πατριαρχείο της Κωνσταντινουπόλεως. Η Νέα Σιών, η μητέρα των Εκκλησιών, είναι η Πρωτόθρονη Εκκλησία της Κωνσταντινουπόλεως, όπως φαίνεται στους Κανόνας της Εκκλησίας. Ο Αρχιεπίσκοπος Κωνσταντινουπόλεως προεδρεύει όλων των τοπικών Εκκλησιών, έχει υψηλές ευθύνες και δεν είναι απλώς ο Επίσκοπος που προεδρεύει αλλά εκείνος που αναλαμβάνει πρωτοβουλίες και έχει ηυξημένες αρμοδιότητες για τη σύγκληση των Οικουμενικών και Πανορθοδόξων Συνόδων, για τη λύση διαφόρων προβλημάτων που αναφύονται στις κατά τόπους Εκκλησίες. Ακόμη η δικαστική απόφαση του Οικουμενικού Πατριάρχου δεν υπόκειται σε έκκλητο διότι «πάσης ανακρίσεως έσται επέκεινα». Εκκλησιαστικά λοιπόν και διοικητικά πρωτόθρονο και μητέρα των Εκκλησιών είναι το Οικουμενικό Πατριαρχείο.


Πριν από μερικά χρόνια βλέπαμε την προσπάθεια των πανσλαβιστών να υποσκελίσουν το Οικουμενικό Πατριαρχείο και να προετοιμάσουν το έδαφος ώστε η Μόσχα να θεωρηθεί Πρωτόθρονος Εκκλησία, ως η τρίτη Ρώμη. Και αργότερα, όταν και με τη δυναμική παρέμβαση της Εκκλησίας της Ελλάδος, αποφεύχθηκε αυτό, τότε οι πανσλαβιστές επεχείρησαν να επιτύχουν τον σκοπό τους με την ώθηση του Πατριαρχείου Ιεροσολύμων στη θέση της μητέρας των Εκκλησιών. Τότε αντέδρασε δυναμικά το Οικουμενικό Πατριαρχείο και αυτό το κάνει όταν βλέπει να γίνονται προσπάθειες διάσπασης της ενότητας της Ορθοδόξου Εκκλησίας. Και είναι γεγονός ότι το Οικουμενικό Πατριαρχείο με την εμπειρία που διαθέτει βλέπει τα εκκλησιαστικά προβλήματα με μια βαθιά προοπτική και δεν περιορίζεται σε απλές εξωτερικές αφορμές.


Τελικά νομίζω ότι πρέπει να αντιμετωπίζουμε όλα τα προβλήματα με σύνεση και προπαντός να αποφεύγουμε εκκλησιολογικά ατοπήματα.