1. Στις 12 Μαρτίου το υπουργείο Δικαιοσύνης έδωσε στη δημοσιότητα το σχέδιο νόμου για το οργανωμένο έγκλημα. Το σχέδιο δεν κατατέθηκε στη Βουλή αμέσως, διότι αποβλέπαμε σε έναν σοβαρό εποικοδομητικό διάλογο με την επιστημονική κοινότητα και τον πολιτικό κόσμο. Την ίδια πρακτική εφαρμόσαμε και στο νομοσχέδιο για την επιτάχυνση των πολιτικών δικών. Δεν αξιώνουμε το αλάθητο. Ωφελούμαστε από τον ευρύτερο διάλογο.


Μεταξύ άλλων, λάβαμε αξιόλογα κείμενα, π.χ. από την Ενωση Ελλήνων Ποινικολόγων, από καθηγητές ποινικολόγους, συνταγματολόγους κ.ά. Μερικοί από τους υπογράφοντες τα κείμενα αυτά θα μπορούσαν να έχουν εκφράσει τις ενδιαφέρουσες παρατηρήσεις τους μέσα στην Επιτροπή του υπουργείου, της οποίας ήταν μέλη, αλλά αποχώρησαν. Θα είχαν συνεπηρεάσει ήδη το αρχικό κείμενο. Πάντως και η εκ των υστέρων έκφραση υπεύθυνης γνώμης είναι μια μορφή συνεργασίας που μας βοήθησε στην τελική διατύπωση του σχεδίου.


Αυτό που νομίζω ότι έχει τη μεγαλύτερη σημασία είναι ότι ένα μεγάλο μέρος της ουσίας του σχεδίου, και οπωσδήποτε πολύ πάνω από το μισό, γίνεται αποδεκτό στα παραπάνω κριτικά κείμενα, πράγμα που δείχνει την κατ’ αρχήν χρησιμότητα πολλών νέων θεσμικών μέτρων.


Βέβαια υπάρχουν διαφορές μεταξύ των κειμένων ως προς το αποδεκτό μέρος του σχεδίου, δείγμα της μεγάλης υποκειμενικότητας των σχετικών κρίσεων.


2. Επικρίνεται η αφαίρεση της αρμοδιότητας εκδίκασης του οργανωμένου εγκλήματος από τα Μεικτά Ορκωτά Δικαστήρια(ΜΟΔ). Πράγματι κρίναμε ότι τα απαρτιζόμενα από επαγγελματίες δικαστές εφετεία είναι προσφορότερα να δικάζουν το οργανωμένο έγκλημα παρά οι άπειροι ένορκοι.


Οι οργανωμένοι εγκληματίες στον σχεδιασμό τους περιλαμβάνουν και το πώς θα εξασφαλίσουν εν όλω ή έστω εν μέρει την ατιμωρησία τους για την περίπτωση που θα συλληφθούν. Μέσα στις μεθόδους που μετέρχονται για τον σκοπό αυτόν είναι και οι απειλές κατά δικαστών προς κατατρομοκράτηση ή επηρεασμό τους.


Η αντίσταση του δικαστή σε τέτοιες απειλές είναι θέμα ατομικό, θέμα χαρακτήρα. Αλλά δεν απέχει από την πραγματικότητα να πούμε ότι συνήθως η εμπειρία βοηθάει. Ο δικαστής, που κατ’ επάγγελμα δικάζει κατηγορουμένους, έχει εξοικειωθεί με το πρόβλημα. Είναι ανθρώπινο ο άπειρος πολίτης που για πρώτη φορά δικάζει και αντιμετωπίζει απειλές ή σκέφτεται το ενδεχόμενο εκδικήσεων να φοβάται ­ κατά μέσο όρο ­ περισσότερο από τον έμπειρο.


Συνιστά απαράδεκτη μείωση των δικαστών ο αυθαίρετος ισχυρισμός ότι δήθεν αυτοί θα δικάσουν το οργανωμένο έγκλημα σύμφωνα με τις υπαγορεύσεις της πολιτικής ηγεσίας. Οι δικαστές ξέρουν και μπορούν να είναι ανεξάρτητοι και συγχρόνως επιεικείς προς τους εγκληματίες. Ας μην έχουμε τόση δυσπιστία απέναντί τους όση δείχνουν οι επικριτές.


Στους δικαστές στηρίζεται το κράτος δικαίου. Εμείς τους θέλουμε να δικάζουν το οργανωμένο έγκλημα, για να έχουμε ακριβώς ανεπηρέαστες δικαστικές κρίσεις.


3. Διχογνωμία έχει προκαλέσει και το ζήτημα αν πρέπει να απαιτείται συναίνεση του εξεταζομένου για την ανάλυση DNA, που προβλέπει το σχέδιο. Η σύσταση του Συμβουλίου της Ευρώπης του 1992 προβλέπει τη δυνατότητα να γίνεται η εξέταση αυτή και χωρίς τη συναίνεσή του. Ξένα συνταγματικά δικαστήρια έχουν δεχθεί ότι η υποχρεωτική εξέταση DNA, υπό δικαστικές εγγυήσεις και αυστηρούς όρους μη χρήσης του για άλλους σκοπούς, δεν θίγει τον πυρήνα της προσωπικότητας. Σημειώνω, πράγμα που παραβλέπουν όσοι θεωρούν απαραίτητη σε κάθε περίπτωση τη συναίνεση, ότι και σήμερα, από την ισχύουσα ποινική δικονομία, είναι επιτρεπτές υποχρεωτικές εξετάσεις, π.χ. λήψη αίματος (άρθρο 183 Κώδικα Ποινικής Δικονομίας).


Διευκρινίζω πάντως ότι άλλο η υποχρέωση να δώσουμε το γενετικό υλικό αν το διατάξει το δικαστικό συμβούλιο λόγω σοβαρών ενδείξεων κτλ. και άλλο η δυνατότητα εξαναγκασμού πάνω στο ανθρώπινο σώμα για τη λήψη του υλικού αυτού (είτε αίματος είτε DNA κτλ). Το τελευταίο δυσχερώς συμβιβάζεται με το άρθρο 5 παρ. 3 του Συντάγματος που προβλέπει το απαραβίαστο της προσωπικής ελευθερίας. Σε αυτό δεν αλλάζει τίποτε το νομοσχέδιο. Η διατύπωση που χρησιμοποιεί είναι η ίδια με αυτήν της ισχύουσας ποινικής δικονομίας για άλλες εξετάσεις στο ανθρώπινο σώμα. Η άρνηση του εξεταζομένου να συμμορφωθεί με την υποχρέωσή του δεν παράγει τεκμήριο ενοχής, όπως κακώς διατείνονται οι επικριτές, αλλά εκτιμάται ελεύθερα από το δικαστήριο, όπως ακριβώς γίνεται και σήμερα.


Δεν θέλω να αποδώσω κακή πίστη στη σχετική κριτική, αλλά το ρεύμα που κάποιοι φρόντισαν να δημιουργήσουν παρασύρει σε βιαστικές κρίσεις.


Το μείζον πρόβλημα με την εξέταση DNA δεν είναι ο τρόπος λήψης αλλά η χρήση του γενετικού υλικού. Και εδώ εξασφαλίζεται με δικαστικές εγγυήσεις και με την παρουσία του εξεταζομένου, του συνηγόρου και του τεχνικού συμβούλου του περιορισμός της χρήσης στα απολύτως αναγκαία για τη διαπίστωση της ταυτότητας δεδομένα και η καταστροφή τους όταν τελειώσει η χρήση αυτή.


Ο κ. Μιχάλης Σταθόπουλος είναι υπουργός Δικαιοσύνης.