«Γυναίκες με πολύχρωμες, κολλητές φούστες κάθονταν και λίκνιζαν το σώμα τους. Οι μαστοί τους πετάγονταν από τους στενούς στηθόδεσμους, τα μαλλιά τους κατσάρωναν καθώς πρόβαλλαν από τις κορδέλες στα μέτωπα και σχημάτιζαν μακριές πλεξίδες που έπεφταν στους ώμους τους. Λίγο πιο πέρα ακροβάτες έκαναν τούμπες στον αέρα πάνω από τις ράχες αγριεμένων ταύρων διασκεδάζοντας τις κυρίες και τους κυρίους που τους παρακολουθούσαν από τα παράθυρα και τις βεράντες». Το απόσπασμα αυτό από το μυθιστόρημα του Τόμας Μαν Ο Ιωσήφ στην Αίγυπτο (1936) αποπνέει θάμβος ανάμεικτο με κάποια επιφυλακτικότητα μπροστά σε μιαν εξωτική τοιχογραφία που αντικρίζει ο αφηγητής μέσα στο μινωικό περίπτερο των φαραωνικών ανακτόρων. Ο κόσμος του Μίνωα που έφερε στο φως στις αρχές του περασμένου αιώνα ο αρχαιολόγος Αρθουρ Εβανς εξακολουθεί να προκαλεί θαυμασμό και περιέργεια, πόσο μάλλον που κινείται μεταξύ ιστορίας και μύθου και προσφέρεται έτσι σε φαντασιακές διεργασίες. Μια συνθετική και περιεκτική εικόνα αυτού του κόσμου παρουσιάζει για πρώτη φορά στον γερμανόφωνο χώρο η μεγάλη έκθεση που εγκαινιάστηκε στις 27 Ιανουαρίου στην Καρλσρούη στο πρώην ανάκτορο των ηγεμόνων της Βάδης, στον ίδιο χώρο όπου παρουσιάστηκαν το 1976 ο κυκλαδικός και το 1980 ο σαρδηνιακός πολιτισμός. Για την έκθεση του μινωικού πολιτισμού συγκεντρώθηκαν 480 περίπου εκθέματα από το Λονδίνο και το Βερολίνο, από τη Βηρυτό και την Ιερουσαλήμ, από την Αθήνα και τα Χανιά.





Στην ουσία η έκθεση για την Κρήτη του Μίνωα γίνεται με καθυστέρηση. Οπως μας είπε ο διοργανωτής της και διευθυντής των κλασικών συλλογών του Μουσείου της Βάδης, καθηγητής Μίχαελ Μάας, «το ζήτημα έχει μια προϊστορία. Από τη δεκαετία του ’70 ως σήμερα η ελληνική πλευρά έχει καλλιεργήσει την προθυμία της για συνεργασία. Εχουμε έρθει πολύ πιο κοντά ως ευρωπαίοι εταίροι. Κάποιοι θα θυμούνται ίσως ότι τη δεκαετία του ’70 είχαν γίνει στο Ηράκλειο ακόμη και διαδηλώσεις στους δρόμους, διαμαρτυρίες κατά της εξαγωγής αρχαιολογικών ευρημάτων στο εξωτερικό». Κάλλιο αργά παρά ποτέ. Εστω κι αν η άνθηση του μινωικού πολιτισμού ανάγεται στην εποχή περίπου μεταξύ του 2000 και του 1500 π.Χ., δηλαδή προτού φθάσουν οι πρώτοι Αχαιοί στην Κρήτη, αν και ο πολιτισμός αυτός δεν μπορεί να νοηθεί χωρίς τον διάλογό του με τους σύγχρονούς του πολιτισμούς της Ανατολής, ο Μίχαελ Μάας τον εντάσσει ως εξής στον ευρωπαϊκό: «Από τη σημερινή σκοπιά το βλέμμα μας κινείται από τη μινωική Κρήτη, φθάνει μέσω της μυκηναϊκής και της κλασσικής Ελλάδας, μέσω της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας και των διαδόχων της στην ανάπτυξη του δυτικού πολιτισμού και τελικά εκβάλλει στην επιθυμία μας να διαπλάσουμε σήμερα μια κοινή Ευρώπη».


Χάρη, κομψότητα και φυσιολατρία αναδίδουν οι εικόνες του μινωικού πολιτισμού που έφθασαν ως εμάς μέσω των αγγείων του μυστηριώδους αυτού λαού, μέσω των τοιχογραφιών στα ανάκτορα των βασιλέων του, μέσω των σφραγιδόλιθων που χρησιμοποιούσαν οι αποθηκάριοι για την καταγραφή των εμπορευμάτων και αγαθών. Δεν διασώθηκε ούτε μία παράσταση πολέμου, ούτε μία εικόνα οικογενειακού βίου ή γηρατειών. Γυμνόστηθες κοπέλες και ημίγυμνοι νέοι, θεές που καβαλικεύουν εξημερωμένους γρύπες και πρίγκιπες φορτωμένοι περιδέραια, πολυπλόκαμα χταπόδια με τεράστια μάτια και αίγαγροι που τεντώνονται και αρπάζουν τα χαμηλά φύλλα παπύρων, αυτά είναι τα θέματα που διαιώνισαν οι τεχνίτες της μινωικής Κρήτης. Στην Καρλσρούη εκτίθεται ένας χρυσός σφραγιδόλιθος που βρέθηκε στις Αρχάνες και παρουσιάζει έναν ραδινό ταυροκαθάπτη τη στιγμή που κάνει μια τούμπα στον αέρα πάνω από τη ράχη ενός θεόρατου ταύρου. Εξαιρετική ευλυγισία παρουσιάζουν ακόμη και τα ειδώλια προσευχομένων με το ένα χέρι στη μέση και το άλλο στο ύψος του στόματος ή του μετώπου, σαν να ετοιμάζονται για το πρώτο βήμα ενός χορού με τον θεό. Κι αν ο θεός κώφευε, οι λάτρεις του τον επικαλούνταν με ένα τριτώνιο, ένα τεράστιο κοχύλι, σαν αυτό που βρέθηκε στη Μυρσίνη της Σητείας και παρουσιάζεται στην έκθεση.


Στην Αγία Τριάδα βρέθηκε ένα μινωικό αγγείο από στεατίτη με παράσταση μιας παρέας θεριστών που περπατούν και τραγουδούν. Για εμάς ωστόσο ο μινωικός πολιτισμός θα μείνει μάλλον για πάντα βουβός. Δεν θα μάθουμε σε ποια γλώσσα συνομιλούσε με τον Δία ο μυθικός βασιλιάς Μίνωας, όταν τον συναντούσε ανά οκταετία για να πάρει τις νομοθετικές συμβουλές του. Η επιστήμη δεν μπόρεσε να αποκρυπτογραφήσει τις περίπου 400 ιερογλυφικές επιγραφές και τις 1.400 σε γραμμική γραφή Α που κρατούν εχέμυθα το μυστικό της μινωικής γλώσσας. Στην Καρλσρούη εκτίθεται μια πήλινη πινακίδα από τα Χανιά που περιλαμβάνει μάλλον έναν κατάλογο με ονόματα και γεωργικά προϊόντα σε γραμμική γραφή Α. Μαζί με άλλες 78 διασώθηκαν μόνο και μόνο επειδή δεν προορίζονταν για κάποιο αρχείο και έτσι ήταν από άψητο πηλό. Το κτίριο στο οποίο βρίσκονταν έπιασε κάποτε φωτιά και καταστράφηκε, αλλά οι πινακίδες ψήθηκαν και έτσι διατηρήθηκαν. Μετά την άφιξη των Αχαιών στο νησί διαδίδεται η γραμμική γραφή Β, εξέλιξη της προηγούμενης, η οποία όμως χρησιμοποιήθηκε για την καταγραφή της γλώσσας των νέων κυριάρχων, της πρώιμης μυκηναϊκής. Η γραφή αυτή αποκρυπτογραφήθηκε και έτσι μπορούμε να διαβάσουμε μια άλλη πινακίδα που εκτίθεται στην Καρλσρούη και βρέθηκε στην Κνωσό: ένας μυρεψός καταγράφει ότι διαθέτει έξι ποσότητες κοριάνδρου για την παρασκευή αρωματικού ελαίου.


Μοτίβα από την πανίδα και τη χλωρίδα της Κρήτης, από τη ζωή του κάμπου και τον κόσμο του βυθού, είναι πανταχού παρόντα στη μινωική τέχνη: μια κιβωτιόσχημη λάρνακα με ένα κοπάδι καλαμάρια που έχουν στήσει τον χορό στην εξωτερική της επιφάνεια και μια κομψή κανάτα με παραστάσεις ναυτίλων με τεντωμένα πλοκάμια και κοραλλιογενών υφάλων.


Οι μινωικές τοιχογραφίες με τα εντυπωσιακά χρώματα και την εξαιρετική ζωντάνια των παραστάσεων είναι γνωστές, λιγότερο γνωστό είναι όμως ότι επηρέασαν και άλλους ανατολικούς πολιτισμούς. Ο ανηλεής Αχμωσις, για παράδειγμα, που το 1530 π.Χ. κατέλαβε και κατέστρεψε την πρωτεύουσα της δυναστείας των Υξώς Αβαρι στο δέλτα του Νείλου, κόσμησε τις βεράντες του παλατιού του με τοιχογραφίες ταυροκαθαψίων σε μινωικό στυλ. Οι Μινωίτες είχαν καλλιεργήσει εξάλλου και την κοσμηματοτεχνία και ο Μίχαελ Μάας κατάφερε να αποσπάσει την άδεια για να παρουσιαστούν για πρώτη φορά εκτός Ιερουσαλήμ δείγματα της συλλογής Μπορόφσκι, ανάμεσά τους ένα περιδέραιο με χάντρες από σαρδόνυχα γύρω από μια κεντρική χάντρα από χρυσό σύρμα και ένα άλλο με εναλλασσόμενες χάντρες από χρυσό και ορεία κρύσταλλο. Και ανάμεσα σε όλα αυτά τα τεκμήρια μιας τέχνης λεπτεπίλεπτης τα πειστήρια μιας άλλης τέχνης, πιο ταπεινής: ένα εγχειρίδιο, μια λόγχη, ένας μπαλτάς. Ηταν άραγε μόνο για την αντιμετώπιση των εχθρών ή και για κάποια αποτρόπαια, εγχώρια έθιμα; Στις Αρχάνες πάντως η αρχαιολογική σκαπάνη έφερε στο φως ένα πανάρχαιο πτώμα με δαγκωματιές και στην Κνωσό παιδικά κόκαλα με ίχνη τσεκουριού.


Σήμερα οι μικροί επισκέπτες της έκθεσης για τη μινωική Κρήτη μπορούν να μυηθούν σε μια ειδική γι’ αυτούς αίθουσα του Μουσείου στην τέχνη της αρχαιολογίας, με χώμα, φτυάρια, πίνακες και όργανα μέτρησης. Οι μεγάλοι μπορούν να περιεργαστούν μια νέα μακέτα των ανακτόρων της Κνωσού που συμπυκνώνει τα επιστημονικά πορίσματα των τελευταίων 30 χρόνων. Και όσοι ζαλιστούν από την αχλύ του μύθου μπορούν να καθήσουν σ’ ένα κρητικό καφενείο που έχει στηθεί στο τέλος του εκθεσιακού χώρου.