Μιλάμε συχνά για την επάρκεια της χώρας μας και του πολιτισμού μας σε «σημαντικές φωνές». Κάνουμε λόγο για διεθνή εκπροσώπησή μας από έλληνες τραγουδιστές οι οποίοι ισότιμα μπορούν να σταθούν πλάι στους μεγάλους ερμηνευτές της αλλοδαπής. Γινόμαστε συχνά ακροατές ή και φορείς της ρήσεως «το τραγούδι σήμερα μπορεί να στερείται συνθετών, στιχουργών, αισθητικής, σίγουρα όμως δεν στερείται φωνών». «Το Βήμα» αναζήτησε το ξεκίνημα των σημερινών εν ενεργεία σημαντικών φωνών του τραγουδιού, κατέγραψε τις πρώτες ηχογραφήσεις τους, τα παραλειπόμενα, τα ευτράπελα της αρχής και τις… αναποδιές που, όπως δείχνει η μετέπειτα πορεία των τραγουδιστών, λειτούργησαν ως γούρι στις τότε νεαρές φωνές οι οποίες όρισαν μεταπολιτευτικά την ελληνική δισκογραφία.



Η Χάρις Αλεξίου συμμετείχε επί πέντε συναπτά έτη σε δίσκους άλλων ώσπου να καταφέρει να κυκλοφορήσει δικό της υλικό. Η πρώτη της ηχογράφηση ήταν στο τραγούδι των Β. Βασιλειάδη – Πυθαγόρα «Οταν πίνει μια γυναίκα». Για την ακρίβεια, το… ποτό «ήπιαν» τέσσερις ερμηνεύτριες: η Νάνα Χάρμα επρόκειτο να το δισκογραφήσει, η Λίτσα Διαμάντη το δοκίμασε, η Καίτη Πετράκη το ηχογράφησε, το ίδιο και η Χάρις Αλεξίου. Ο τελικός αγώνας διεξήχθη μεταξύ των δύο τελευταίων και έληξε υπέρ της Αλεξίου, η οποία έλαβε τη διαβεβαίωση της εταιρείας ότι το τραγούδι θα βγει στην αγορά με τη φωνή της. «Κάθησα κι εγώ πλάι στο ραδιόφωνο να ακούσω το τραγούδι, δεν αναγνώρισα όμως καθόλου τη φωνή μου. Στην αρχή νόμισα ότι έτσι αλλάζει η φωνή στο ραδιόφωνο» θυμάται η ερμηνεύτρια. Το ραδιόφωνο όμως δεν είχε… στρεβλώσει τη φωνή της: ο δίσκος είχε κυκλοφορήσει με το όνομα της Χ. Αλεξίου να αναγράφεται, με τη φωνή όμως της Κ. Πετράκη χαραγμένη στο βινύλιο! Ο ηχολήπτης μέσα στις τόσες δοκιμές και αλλαγές της υποψήφιας ερμηνεύτριας είχε μπερδέψει τις ταινίες. Το τραγούδι αποσύρθηκε, το λάθος αποκαταστάθηκε και ο δίσκος κυκλοφόρησε ξανά με τη φωνή πλέον και το όνομα της Αλεξίου εντός.


Εξίσου προβληματικό ήταν και το ξεκίνημα του Γιώργου Νταλάρα στη δισκογραφία. Ο τραγουδιστής είχε απορριφθεί(!) από τις εταιρείες Lyra και Columbia και κατέληξε στη μικρή εταιρεία Αυλός, για την οποία ηχογράφησε το τραγούδι «Προσμονή» των Β. Αρχιτεκτονίδη – Π. Καλαποθαράκου. Ο δίσκος 45 στροφών στον οποίον συμπεριελήφθη το τραγούδι κυκλοφόρησε το 1967 (συνέπεσε με την εγκαθίδρυση της δικτατορίας) και απαγορεύτηκε πάραυτα από τη λογοκρισία αφού οι στίχοι του περιείχαν τις φράσεις: «Πότε η καμπάνα του λαού/ του γερο-Μακρυγιάννη/ λεύτερο χώμα κι ουρανό/ για όλους θα σημάνει»… Η απαγόρευση λειτούργησε εκ των υστέρων θετικά για τον ερμηνευτή, ο οποίος βρήκε τελικώς στέγη στη Minos και άρχισε να δισκογραφεί 45άρια (με τον Κώστα Βίρβο και τον Γρηγόρη Φούντα) και να συμμετέχει σε «μεγάλους δίσκους» («Σταθμός» του Μάνου Λοΐζου), για να φθάσει το 1969 να εκδώσει τον πρώτο προσωπικό του δίσκο σε μουσική Σταύρου Κουγιουμτζή.


Πιο τυχερή στη δισκογραφική εκκίνησή της στάθηκε η Δήμητρα Γαλάνη, η οποία βρέθηκε από το σχολείο… στο στούντιο. «Είχα πάει σε μια γιορτή φίλης μου από το σχολείο, στην οποία ήταν καλεσμένος και ο Δήμος Μούτσης. Η φίλη μου του αποκάλυψε ότι τραγουδάω και εκείνος μου ζήτησε να του πω ένα τραγούδι» διηγείται η τραγουδίστρια. «Τραγούδαγα, θυμάμαι, χαμηλόφωνα, με το ύφος του νέου κύματος που ήταν τότε στη μόδα, και εκείνος μου ζήτησε να βγάλω πιο δυνατή φωνή». Η Δ. Γαλάνη… έβγαλε, ο Δήμος Μούτσης εντυπωσιάστηκε και αμέσως της πρότεινε να συμμετάσχει στον δίσκο του «Ενα χαμόγελο» που ηχογραφούσε τότε. Ετσι η Δ. Γαλάνη βρέθηκε σε ηλικία 17 ετών να τραγουδά το «Κάποιο τρένο», σε στίχους Νίκου Γκάτσου, πηγαίνοντας από το σχολείο κατευθείαν στο στούντιο με τη σχολική ποδιά…


Αν η αρχή είναι το ήμισυ του παντός, για την Αννα Βίσση το ξεκίνημα ήταν το… αντίθετο του δισκογραφικού παντός της. Πολύ προτού ασχοληθεί αποκλειστικά με την απόδοση των ασμάτων του Νίκου Καρβέλα, η τραγουδίστρια ερμήνευσε Μίκη Θεοδωράκη: συμμετείχε στην ηχογράφηση του δίσκου «18 λιανοτράγουδα της πικρής πατρίδας», σε ποίηση Γιάννη Ρίτσου, κάνοντας δεύτερες φωνές. Η σημαίνουσα αυτή είσοδος στη δισκογραφία επετεύχθη ύστερα από πρόταση της εταιρείας Minos στον συνθέτη, ο οποίος είχε αρχικά επιλέξει τη Βασιλική Λαβίνα για τον ίδιο ρόλο. Οι δεύτερες φωνές… έγιναν πρώτες όταν ο Σταύρος Κουγιουμτζής επέλεξε τη νεαρή τότε τραγουδίστρια για να ερμηνεύσει το τραγούδι «Σ’ αγαπώ», το οποίο αποτέλεσε και την πρώτη προσωπική της επιτυχία…



Αν η Αννα Βίσση ξεκίνησε ως «έντεχνη» και μετεξελίχθηκε αργότερα, ο Μανώλης Λιδάκης είχε την αντίστροφη πορεία: μέσα από την τηλεοπτική εκπομπή «Να η ευκαιρία» κέρδισε το ενδιαφέρον των κριτών και ιδίως του συνθέτη Γιώργου Κατσαρού, ο οποίος εν έτει 1982 προσέφερε τον πρώτο προσωπικό δίσκο στον τραγουδιστή. Ο δίσκος «Μετά από σένα» όμως λειτούργησε ανασταλτικά για τον Μανώλη Λιδάκη ανοίγοντάς του μια προοπτική «νυχτερινού» τραγουδιστή, η οποία ήταν κόντρα στη φύση του αλλά και στις προθέσεις του. Ο Μανώλης Λιδάκης βρήκε τον δρόμο του μόλις οκτώ χρόνια μετά με τον δίσκο «Ούτε που ρώτησα» (1990).


Δισκογραφικό κέρδος της ίδιας δεκαετίας, αυτής του ’80, ήταν και το συγκρότημα Φατμέ. «Μόλις γύρισα από τις σπουδές μου στη Γερμανία μάζεψα ξανά την παλιά μου παρέα και αρχίσαμε να κάνουμε πρόβες τα τραγούδια που είχα ήδη γράψει» λέει ο Νίκος Πορτοκάλογλου. Το ξεκίνημα έγινε σε συνοικιακά κέντρα και σε πολιτιστικούς συλλόγους της Νέας Σμύρνης και του Φαλήρου, όπου το συγκρότημα εμφανιζόταν σε κοινό… γνωστών και φίλων. «Κάποια μέρα πήρα την κασέτα με τα τραγούδια μας και άρχισα να τη γυρίζω από τη μία εταιρεία στην άλλη σημειώνοντας… παταγώδη αποτυχία. Κανένας δεν ανταποκρίθηκε» επισημαίνει ο τραγουδοποιός. Ο δρόμος έφερε τον Ν. Πορτοκάλογλου έξω από το δισκοπωλείο «Pop Eleven», εντός του οποίου έδρευε ο Τάσος Φαληρέας, ο οποίος είχε ξεκινήσει τότε ανεξάρτητες παραγωγές δίσκων. «Ακουσε την κασέτα παρουσία μου, τη διέκοψε στο πρώτο τραγούδι και μου είπε: «Πού ήσασταν εσείς τόσο καιρό; Αυτό ψάχνω»» θυμάται ο τραγουδοποιός. Το συγκρότημα μπήκε αμέσως στο στούντιο, ο Τάσος Φαληρέας έμεινε όμως από λεφτά και ο δίσκος μεταφερόταν από στούντιο σε στούντιο. Κυκλοφόρησε τελικώς το 1982 από την ΕΜΙ, ύστερα από επιλογή του συγκροτήματος μεταξύ πολλών προτάσεων, αφού, γνωρίζοντας ότι ο Τ. Φαληρέας υπογράφει την παραγωγή, οι δισκογραφικές εταιρείες άνοιξαν τις πόρτες τις οποίες προηγουμένως είχαν ερμητικά κλειστές για το συγκρότημα! «Ευτυχώς ταλαιπωρηθήκαμε λίγο, μόνο τρία χρόνια! Υπάρχουν και χειρότερα» τονίζει ο Ν. Πορτοκάλογλου. Τα «χειρότερα» γνώρισαν οι Χάρης και Πάνος Κατσιμίχας. Οκτώ χρόνια είχαν στα συρτάρια τους τραγούδια όπως τα «Ρίτα, Ριτάκι», «Προσωπικές οπτασίες», «Γέλα, πουλί μου», «Για ένα κομμάτι ψωμί», «Φάνης»… Καμία εταιρεία δεν δεχόταν να εκδώσει τη δουλειά τους. Καμία εταιρεία δεν διέγνωσε την καλλιτεχνική αξία τους, την καινοτόμο ενέργειά τους ούτε και την εμπορική δύναμη των τραγουδιών τους. Μόνο ο στιχουργός Μανώλης Ρασούλης βρέθηκε να εκτιμήσει το υλικό, ανέλαβε την παραγωγή του και το αφιέρωσε «σ’ όλους τους καρμίρηδες από κάρμα που αρνήθηκαν να το βγάλουν».


Οι δυσκολίες των τραγουδιστών που προσδιόρισαν το σύγχρονο ελληνικό τραγούδι είναι αναρίθμητες. Η ταλαιπωρία των τραγουδοποιών που άλλαξαν τον ήχο του σύγχρονου έντεχνου τραγουδιού, δίχως τέλος. Εκτός ολίγων εξαιρέσεων, συνάντησαν την κλειστή πόρτα των εταιρειών, την απόρριψη των υπευθύνων, την απροθυμία των παραγωγών. Πρόκειται λίγο-πολύ για τους ίδιους ανθρώπους οι οποίοι σήμερα, εν έτει 2001, ανοίγουν διάπλατα τις θύρες της δισκογραφίας σε κάθε διαθέτοντα γραμμωμένους κοιλιακούς αοιδό. Πρόκειται για το ίδιο σύστημα το οποίο κυκλοφορεί δίσκους σωρηδόν επενδύοντας σε ξανθά μαλλιά, σε φιλήδονα χείλη, σε ναζιάρικα μάτια, σε προκλητική σεξουαλική κίνηση ­ και ας μη συνοδεύονται τα στοιχεία αυτά από την ελάχιστη ικανότητα μιας φωνής να ψελλίσει ένα τραγούδι.