Θα μπορέσουν να ξεπεράσουν οι ελληνικές τράπεζες τον διεθνή ανταγωνισμό στην εσωτερική αγορά δανειακών κεφαλαίων μετά την 1.1.2001; Εχω σοβαρές αμφιβολίες. Θα μπορέσουν να διατηρήσουν την κερδοφορία τους χωρίς δραστικές παρεμβάσεις στους συντελεστές κόστους; Ειλικρινά δεν έχω τουλάχιστον καμία ένδειξη που να το επιβεβαιώνει. Πόσο γρήγορα τελικά ένας υπερόπτης και ισχυρός διαπραγματευτικά ως σήμερα διαμεσολαβητής μπορεί να μετατραπεί σε ένα μεγάλο δίκτυο πωλητών; Θα εξαρτηθεί από την ένταση και την ισχύ των γεγονότων.


Ειλικρινά τους μήνες που έρχονται η άποψη που διατυπώθηκε με τόση σαφήνεια στην τελευταία έκθεση του ΔΝΤ ότι «στην Ελλάδα σε αντίθεση με τις άλλες κοινοτικές χώρες υπάρχει δυσπιστία μεταξύ των κοινοτικών εταίρων αλλά και έναντι του μηχανισμού της αγοράς» θα δει την πρώτη της ζωντανή και ανοιχτή επιβεβαίωση στο άνοιγμα του ανταγωνισμού στο τραπεζικό σύστημα.


Τι ουσία προβλέπεται να συμβεί;


Μια ολιγοπωλιακή διάρθρωση με έντονο συντονισμό στη διαμόρφωση των όρων δανεισμού, κυρίως διότι ήλεγχε τις πηγές των καταθέσεων και της νομισματικής κυκλοφορίας, θα υποχρεωθεί να ανταγωνιστεί με αντιπάλους που διαθέτουν ανεξάντλητες πηγές σε σχέση με τις δικές της. Ο δανεισμός σε ευρώ δεν έχει ανάγκη τη δραχμοποίηση και ουσία το πέρασμα μέσα από το ελληνικό σύστημα όπως ίσχυε ως τώρα. Η δυνατότητα δανεισμού σε ευρώ των ελληνικών τραπεζών δεν είναι ανταγωνιστική σε σχέση με τις ισχυρές ξένες, είτε γιατί δεν διαθέτουν το σχετικό μέγεθος είτε γιατί δεν διαθέτουν την τεχνογνωσία της ανοιχτής διαπραγμάτευσης σε ελεύθερες αγορές. Στις περιπτώσεις αυτές, όπως γνωρίζουμε από όλες τις αγορές, αναπτύσσεται ανταγωνισμός για πελάτες. Από αγορές αγοραστών έχουμε αγορές πωλητών. Οι καλοί πελάτες αντιλαμβάνονται ότι περνάμε σε μια περίοδο «νυφοπάζαρου» και προσαρμόζονται κατάλληλα. Γίνονται απαιτητικοί και διαθέτουν χρόνο για να ανιχνεύσουν τις συνθήκες στην αγορά.


Μετακινήσεις καλών πελατών ή ακόμη και διάθεση για μετακίνηση σε πιστωτικά ιδρύματα με πιο ανταγωνιστικούς όρους θα οδηγούσε τις ελληνικές τράπεζες σε διαφοροποίηση των όρων. Αύξηση των επιτοκίων και μεταφορά της απώλειας των κερδών σε λιγότερο ασφαλείς πελάτες ή εναλλακτικά σε μείωση του λειτουργικού κόστους.


Η πρώτη επιλογή είναι γνωστό ότι ενέχει σοβαρούς κινδύνους. Αλλοιώνει τη μέση επικινδυνότητα του δανειακού χαρτοφυλακίου των συγκεκριμένων τραπεζών και αυξάνει το κόστος λειτουργίας. Η δεύτερη, και η μόνη αποτελεσματική, ενώ με τις τελευταίες εξαγορές και συγχωνεύσεις πρόβαλλε ως εκείνη που είχε επιλεγεί, δεν επιβεβαιώνεται από τα ως τώρα διαθέσιμα στοιχεία. Ούτε μείωση του προσωπικού, ούτε συρρίκνωση των δικτύων, ούτε γενικά σημαντικές παρεμβάσεις στη στρατηγική και στον τρόπο λειτουργίας.


Οι ανταγωνιστές όμως υπάρχουν και περιμένουν. Ηδη προσφέρουν καλύτερους όρους σε ορισμένες αγορές, όπως για παράδειγμα στην κτηματική πίστη. Διαθέτουν όμως και σημαντικά μεγαλύτερες πηγές απορρόφησης πόρων καθώς και το ακόμη σπουδαιότερο ότι έχουν ήδη πληρώσει το κόστος της αναδιάρθρωσής τους. Το μόνο που θέλουν είναι καλούς πελάτες και μάλιστα συνηθισμένους να εξυπηρετούνται από μη εμπορικά εκπαιδευμένους τραπεζικούς υπαλλήλους. Αφού ως σήμερα με κλειστές και ελεγχόμενες υπηρεσίες κατόρθωσαν να λειτουργήσουν, τώρα που ο ανταγωνισμός δεν είναι ελεγχόμενος το συγκριτικό τους πλεονέκτημα ενισχύεται σημαντικά.


Θα μπορούσα ως κατάληξη του άρθρου να αναδιατύπωνα την εισαγωγική μου παράγραφο διατηρώντας τα ερωτήματα, που βέβαια δεν μπορούν να απαντηθούν καθώς οι προβλέψεις στη συγκεκριμένη περίπτωση απαιτούν και γνώση στρατηγικής. Θα μπορούσα να είμαι αισιόδοξος, επηρεαζόμενος και από το πνεύμα των ημερών, και να ευχηθώ ακόμη μεγαλύτερα κέρδη με διείσδυση σε νέες αγορές, ανάπτυξη και διάφορα τέτοια. Θα μπορούσα, τέλος, να δεχθώ ότι σε τελική ανάλυση η πτώση των επιτοκίων και ο ανταγωνισμός μόνο θετικά αποτελέσματα δημιουργούν στο σύστημα των συναλλαγών. Δυστυχώς όμως δεν είμαι αισιόδοξος και γι’ αυτό το μόνο που κάνω είναι να εύχομαι καλή επιτυχία και καλή χρονιά.


Ο κ. Νίκος Γ. Χαριτάκης είναι επίκουρος καθηγητής του Πανεπιστημίου Αθηνών.