» Οι ταινίες μου και όλη η ζωή μου είναι πάθος «





Ο πατέρας του ήταν από τα μέρη της Μακεδονίας. Στο χωριό του, το Περιβόλι, έγιναν όλα τα εξωτερικά γυρίσματα της ταινίας του «Η φωτογραφία» (1986). Η μητέρα του ήταν από την Αιθιοπία και το γεγονός αυτό αποτέλεσε την αιτία να υποφέρει όταν γεννήθηκε το 1918 στην Αντίς Αμπέμπα, μοναδικός μιγάς ανάμεσα σε μετανάστες Ελληνες. Ο Νίκος Παπατάκης μεγάλωσε στη Βηρυτό και στη συνέχεια έφυγε για το Παρίσι. Στο Cafe de Flore στο Saint Germain des Pres γνωρίζεται με τον Ζαν Ζενέ και θαυμάζει την επαναστατική συμπεριφορά του. Με την πρώτη του σύζυγο, την ηθοποιό Ανούκ Εμέ, διευθύνει το περίφημο καμπαρέ «La Rose Rouge» (1945-54) από όπου περνά όλη η γαλλική διανόηση της εποχής. Αυτεξορίζεται στην Αμερική (1957), συνεργάζεται με τον Τζον Κασσαβέτη, επιστρέφει στη Γαλλία και ταξιδεύει στην Ελλάδα. Η ομορφιά τον συγκινεί. Η ηθοποιός Ολγα Καρλάτου υπήρξε η δεύτερη σύζυγός του. Υποστηρίζει ότι οι σχέσεις του με τη σκηνοθεσία δεν είναι αγχώδεις και αρκείται στις πέντε ταινίες που έχει ήδη κάνει ενώ ονειρεύεται την επόμενη ταινία του στην Ελλάδα με θέμα τις Σουλιώτισσες.


Ο σκηνοθέτης Νίκος Παπατάκης βρέθηκε στην Αθήνα καλεσμένος, ως ο σημαντικότερος έλληνας σκηνοθέτης της Διασποράς, από την Εταιρεία Ελλήνων Σκηνοθετών (ΕΕΣ) και τιμήθηκε σε ειδική τελετή για τη συνολική προσφορά του στον κινηματογράφο. Κάποιες από τις ταινίες του προβλήθηκαν σε ειδικό αφιέρωμα που έγινε σε συνεργασία με το Film Center και το Ελληνικό Κέντρο Κινηματογράφου. Λίγες ώρες προτού επιστρέψει στο Παρίσι ο Νίκος Παπατάκης μοιράστηκε κάποιες σκέψεις του και στιγμές από τη γεμάτη πάθη ζωή του με «Το Βήμα».







­ Αυτές τις ημέρες χαρακτηριστήκατε ο σημαντικότερος έλληνας σκηνοθέτης της Διασποράς.
Εσείς πόσο Ελληνας νιώθετε;


«Νιώθω αρκετά Ελληνας για να κάνω τις ταινίες που κάνω. Η πρώτη ταινία μου έγινε στη Γαλλία και μετά αισθάνθηκα απολύτως την ανάγκη να έρθω να κάνω μια ταινία εδώ. Κάτι με έσπρωχνε, δεν ξέρω τι. Ισως ο πατέρας μου ή τα παιδικά μου χρόνια. Η τρίτη ταινία ήταν γαλλική, η τέταρτη ελληνική, η πέμπτη γαλλική και η έκτη ελπίζω να είναι ελληνική».


­ Αλλάξατε συχνά τόπο. Εχετε ανάγκη από μια πατρίδα;


«Οπως εννοείται γενικά η πατρίδα, όχι, αυτή την ανάγκη δεν την έχω. Ισως ακουστεί πομπώδες αλλά πατρίδα μου είναι η τέχνη μου. Πατρίδα είναι όπου κάνω δουλειά και βεβαίως η τέχνη μου συνδέεται με όλα όσα έχω ζήσει, με τον πατέρα μου, τη μητέρα μου, τα μέρη όπου έχω ζήσει. Ολα αυτά έπρεπε να εκφραστούν από μέσα μου».


­ Εχετε νιώσει μετανάστης;


«Ολη μου τη ζωή ήμουν ένας μετανάστης. Πρώτα απ’ όλα στην Αιθιοπία, εκεί όπου γεννήθηκα από έλληνα πατέρα, γιατί ήμουν αποδιωγμένος και από τους μεν και από τους δε. Είναι κάπως νομαδική η αίσθηση που έχω για τη ζωή. Δεν αισθάνομαι ρίζες αληθινά πουθενά. Υπάρχουν βέβαια η Ελλάδα, η Αιθιοπία, η Γαλλία με κάποιον τρόπο γιατί οι σπουδές μου από τα 12 μου χρόνια ήταν γαλλικές ­ πήγα στη Βηρυτό για τέσσερα χρόνια σε γαλλικό σχολείο ­ και όλα αυτά είναι στο κεφάλι μου… (γέλια) Και οι σχέσεις μου με τη γλώσσα είναι παράξενες. Θυμάμαι ακόμη τα αιθιοπικά και τα ελληνικά μου, όπως ακούτε, δεν είναι και τόσο περίφημα. Αν έκανα περισσότερες ταινίες στην Ελλάδα, θα ήταν καλύτερα».


­ Γιατί αυτή η μικρή σχετικά παραγωγή ταινιών;


«Οταν άρχισα να κάνω ταινίες δεν ήθελα να γίνω σκηνοθέτης. Αυτό που ήθελα ήταν να βρίσκω παιδιά με ταλέντο όπως ο Τζον Κασσαβέτης και να τους προβάλλω. Παραγωγός. Οχι για να κερδίσω χρήματα. Αν και είχα δύσκολα χρόνια, τα χρήματα δεν με ενδιαφέρουν. Για μένα είναι πολύ ερεθιστική η ανακάλυψη ενός ανθρώπου που έχει ταλέντο. «Η Αβυσσος» (1962) έγινε τυχαία γιατί δεν μπορούσα να κάνω αλλιώς. Η ιδέα του σεναρίου υπήρχε και ήθελα να το γράψει ο Ζαν Ζενέ γιατί ήταν το ίδιο θέμα με τις «Δούλες» του. Ο Ζενέ δεν μπορούσε και βρήκα κάποιον συγγραφέα και γράψαμε μαζί το σενάριο. Ηθελα να βρω έναν νέο σκηνοθέτη να το κάνει γιατί ήταν αρκετά βίαιο και πρωτοποριακό. Εγώ ήμουν ήδη 40 ετών. Δεν έβρισκα κανέναν και αναγκαστικά το έκανα εγώ. Δεν έχω το άγχος του νέου σκηνοθέτη που θέλει να κάνει ταινίες και η ζωή του εξαρτάται από αυτό το γεγονός. Εμένα η ζωή μου δεν εξαρτάται καθόλου από αυτό και, αν μετά την πρώτη δεν είχα κάνει άλλη ταινία, δεν θα με ενοχλούσε καθόλου. Αυτό θα πει ότι είμαι ελεύθερος. Είχα σχέδια βέβαια που έπεσαν στον λάκκο αλλά δεν με πειράζει. Θέλω να πω ότι οι σχέσεις μου με τη σκηνοθεσία δεν είναι αγχώδεις».


­ Λέτε ότι τα χρήματα δεν σας ενδιαφέρουν και ότι η ζωή σας δεν εξαρτάται από τις ταινίες. Πώς ζείτε;


«Θα πω την ιστορία γιατί όλοι απορούν πώς ζω. Οταν ήμουν 17-18 ετών πολέμησα με τους Αιθίοπες εναντίον των Ιταλών. Οταν έγινε η ήττα και ο αιθιοπικός στρατός οπισθοχωρούσε, οι Ιταλοί έκαιγαν τα πάντα. Ο πατέρας μου με δουλειά μιας ολόκληρης ζωής είχε φτιάξει το μεγαλύτερο και καλύτερο ξενοδοχείο της Αντίς Αμπέμπα. Οταν το έκαψαν οι Ιταλοί, μου ζήτησε να τον συνοδεύσω για να δει ό,τι απέμεινε. Οταν είδα την έκφρασή του μπροστά στη στάχτη από τη δουλειά μιας ολόκληρης ζωής, αποφάσισα ότι τίποτε δεν θα μου ανήκει γιατί όλα είναι άνεμος».


­ Εμμείνατε στην απόφαση;


«Είναι απίστευτο αλλά κάθε φορά που υπάρχει πρόβλημα ένα είδος θαύματος μου το λύνει. Βέβαια υπάρχουν φάσεις πολύ σκληρές, πολύ φτωχές και τελευταίως συμβαίνει αυτό αλλά έρχεται για μια στιγμή κάτι που με σώζει. Και αυτό το εμπιστεύομαι, όσο και αν είναι παράξενο».


­ Υπήρξατε με δύο ωραίες γυναίκες, την Ανούκ Εμέ και την Ολγα Καρλάτου. Πώς περιγράφετε τη γυναικεία ομορφιά;


«Οταν είδα την Ανούκ για πρώτη φορά νόμισμα ότι είδα ένα φάντασμα που ερχόταν από αλλού. Οταν συναντιόμασταν ήταν σαν να ερχόταν από τον ουρανό, από τα σύννεφα. Πολύ παράξενο. Είχε ομορφιά και χάρη. Αυτό με συγκινούσε πάρα πολύ. Είναι πολύ κολακευτικό ­ και αν θα το πω ίσως φανεί λίγο παράξενο ­ αλλά όταν γνωριστήκαμε στη Δυτική Γαλλία στη θάλασσα, μετά την πρώτη-δεύτερη φράση που ανταλλάξαμε και αφού γνωριστήκαμε λιγάκι, μου είπε: «Αν είχα μια μέρα ένα παιδί, θα ήθελα να σου μοιάζει». Αυτό που με συγκινούσε ήταν η εμφάνισή της και η παράξενη ομορφιά που είχε. Η Ολγα Καρλάτου ήταν άλλο πράγμα. Ηταν μια Αθηναία με ομορφιά αλλά σιγά σιγά άλλαξε. Εγινε ένα πλάσμα που όταν το έβλεπα από μακριά, τόσο ωραίο και τόσο αφάνταστο, με τάραζε. Είχε αδυνατίσει, αυτό το άσπρο του προσώπου τους και το μαύρο των μαλλιών της, τα μάτια της, αυτά ήταν αισθητικές συγκινήσεις… Δεν με ενδιαφέρει στη γυναίκα η πνευματικότητα, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι μπορώ να ζήσω με μια γυναίκα χωρίς πνευματικότητα».


­ Από την Αμερική όπου βρεθήκατε στα τέλη του ’50 και στις αρχές του ’60 και από τον Κασσαβέτη τι θυμάστε;


«Ο Κασσαβέτης ήταν εξαιρετικός. Εκανε πράγματα που κανένας δεν τολμούσε τότε, π.χ. το να γυρίζει με κάμερα στο χέρι. Στην Αμερική τουλάχιστον αυτός το άρχισε και έπειτα τον μιμήθηκαν πολλοί. Τον αυτοσχεδιασμό στο γύρισμα αυτός τον πρωτοέκανε. Το αποτέλεσμα ήταν πολύ ωραίο και μου άρεσε πάρα πολύ. Τα παιδιά που έπαιζαν στην ταινία του ήταν μαθητές της σχολής του και τους ζήτησε αυτοσχεδιασμούς ενώ ο ίδιος τραβούσε με την κάμερα. Αυτό το υλικό μου το έδειξε και για να το τελειώσει ήθελε χρήματα. Τότε του είπα ότι θα τα βρω εγώ και με πήραν για τρελό. Οντως του βρήκα τα χρήματα και τελείωσε την ταινία του και ήταν υπερήφανος που συμμετείχα σε αυτή τη δουλειά γιατί ήταν εξαιρετική».


­ Γιατί δεν παραμείνατε στην Αμερική;


«Στην Αμερική βρέθηκα γιατί αν με έπιαναν στη Γαλλία εξαιτίας της συμμετοχής μου στον αλγερινό πόλεμο θα με έβαζαν φυλακή. Οταν μπόρεσα να επιστρέψω ήθελα να κάνω μια ταινία με θέμα τον πόλεμο της Αλγερίας. Ηθελα να γράψει ο Σαρτρ το σενάριο και ο Αλέν Ρενέ να κάνει τη σκηνοθεσία. Υπήρχε ένα βιβλίο τότε με τίτλο «La torture» («Το βασανιστήριο») γραμμένο από έναν Γάλλο που είχε κάνει μεγάλο σκάνδαλο και περιέγραφε πώς οι γάλλοι αξιωματικοί και στρατιώτες βασάνιζαν τους Αλγερινούς. Ολοι συμφωνούσαμε και θα έκανα εγώ την παραγωγή. Αλλά δεν βρήκα τα χρήματα. Κανένας δεν το ήθελε. (γέλια) Ούτε στην Αμερική ούτε πουθενά. Με τέτοια ονόματα όπως του Σαρτρ και του Ρενέ πίστευα ότι θα τα βρω. Και τότε είπα ότι πρέπει να κάνω κάτι που να μην είναι άμεσο, να είναι κάτι σαν μεταφορά, και σκέφτηκα ότι «Οι δούλες» του Ζενέ θα ήταν σαν παραβολή επάνω στον πόλεμο της Αλγερίας. Ετσι γεννήθηκε «Η Αβυσσος». Προσπάθησα να βρω έναν νέο σκηνοθέτη να τολμήσει να το κάνει αλλά κανένας δεν τολμούσε. Ούτε και ο Ρενέ, δεν ήταν στην αισθητική του».


­ Εχετε πάθη;


«Ολες μου οι ταινίες και η ζωή μου είναι πάθος. Πολιτικά και αισθητικά. Το γεγονός ότι ασχολήθηκα με νέους σκηνοθέτες και έκανα ό,τι έκανα. Ολη μου η ζωή είναι πάθος». Φιλμογραφία





1.
«Les Abysses» («Η Αβυσσος»), 1963, με τους Φρανσίν Μπερζέ, Πασκάλ ντε Μποϊσόν


2. «Οι βοσκοί», 1967, με την Ολγα Καρλάτου και τον Λάμπρο Τσάγκα


3. «Gloria Mundi» (1976)


4. «Η φωτογραφία», 1986, με τον Αρη Ρέτσο, τον Χρήστο Τσάγκα και τη Ζωζώ Σάρπα


5. «Les Equilibristes» («Ο ισορροπιστής»), 1991, με τους Μισέλ Πικολί, Λίλα Ντάντι