Η ένταξη της Ελλάδας στη ζώνη του ευρώ αποτελεί καθοριστική αλλαγή για την ελληνική οικονομία με αναμφισβήτητα σημαντικές επιπτώσεις στη δομή, στη διάρθρωση και στις προοπτικές του ελληνικού χρηματοπιστωτικού χώρου.


Υστερα από τρεις περίπου δεκαετίες μακροοικονομικής κακοδιαχείρισης, οι εγχώριες αγορές χρήματος και κεφαλαίου και ο εγχώριος χρηματοπιστωτικός χώρος θα λειτουργήσουν μέσα σε ένα σταθερό μακροοικονομικό περιβάλλον χαμηλού πληθωρισμού, χαμηλών επιτοκίων, χωρίς συναλλαγματικούς κινδύνους, με δημοσιονομική πειθαρχία και έντονα ανταγωνιστικό.


Το νέο περιβάλλον θα επιδράσει καταλυτικά στη συμπεριφορά και στις προτιμήσεις των αποταμιευτών, των καταναλωτών, των δανειζομένων, του κράτους. Θα δώσει ώθηση στη ζήτηση για νέα χρηματοοικονομικά προϊόντα και υπηρεσίες, θα ενισχύσει την τραπεζική αποδιαμεσολάβηση, θα αναπτύξει νέες αγορές (εταιρικά ομόλογα, μετατρέψιμα), θα δώσει ώθηση στη θεσμική διαχείριση και θα τονίσει τα στοιχεία της ανταγωνιστικότητας, της καινοτομίας και της ποιότητας στην παροχή χρηματοπιστωτικών προϊόντων και υπηρεσιών.


Η τεχνολογική επανάσταση, ιδιαίτερα στις επικοινωνίες και στην πληροφορική και οι εφαρμογές τους στον χρηματοπιστωτικό χώρο θα οδηγήσουν σε ραγδαία μείωση του κόστους παροχής χρηματοπιστωτικών υπηρεσιών, στη συμπίεση του λειτουργικού κόστους των χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων, στην ανάπτυξη νέων καναλιών διάθεσης προϊόντων και υπηρεσιών και διεκπεραίωσης συναλλαγών (phone banking, κινητή τηλεφωνία, ψηφιακή τηλεόραση, ATMs, Internet), στη βελτίωση της ποιότητας και της ταχύτητας των προσφερομένων προϊόντων και υπηρεσιών. Για παράδειγμα, μια τραπεζική συναλλαγή μέσω του Internet εκτιμάται ότι κοστίζει τουλάχιστον 20 φορές φθηνότερα σε σχέση με την ίδια συναλλαγή μέσω του τραπεζικού καταστήματος.


Η καθιέρωση του ευρώ θα δημιουργήσει μια ενιαία αγορά χρήματος και κεφαλαίου. Σήμερα στην ευρωπαϊκή ένωση συνυπάρχουν 32 χρηματιστήρια αξιών και 23 αγορές παραγώγων χρηματοοικονομικών προϊόντων που αναμένεται να ενταχθούν σε μια διαδικασία ενοποίησης. Θα ενταθεί το φαινόμενο της τραπεζικής αποδιαμεσολάβησης και ο ανταγωνισμός στον χώρο των τραπεζικών χορηγήσεων και λοιπών συναφών υπηρεσιών. Ιδιαίτερα έντονος θα είναι ο ανταγωνισμός για παροχή προϊόντων και υπηρεσιών σε μεγάλες επιχειρήσεις, συμπεριλαμβανομένων και των ελληνικών, όπου οι μεγάλες ευρωπαϊκές τράπεζες θα προσφέρουν ολοκληρωμένες καθετοποιημένες χρηματοοικονομικές υπηρεσίες σε πανευρωπαϊκή βάση με ανταγωνιστική τιμολόγηση. Η εθνικότητα ή η έδρα του δανειστή ή του δανειζομένου θα είναι μικρότερης σημασίας.


Παράλληλα θα ενταθεί ο ανταγωνισμός για τα πιστωτικά ιδρύματα από την ανάπτυξη μη τραπεζικών οργανισμών που θα παρέχουν εξειδικευμένες χρηματοοικονομικές υπηρεσίες (εταιρείες χρηματοδοτήσεων).


Η καθιέρωση του ευρώ θα επηρεάσει τα προϊόντα και τις υπηρεσίες Dealing Room, ιδιαίτερα εκείνα που αφορούν διαχείριση κινδύνων συναλλάγματος και επιτοκίου, διατραπεζικές συναλλαγές, διαχείριση ομολόγων, παραγώγων χρηματοοικονομικών προϊόντων, όπου εγχώριες μεγάλες επιχειρήσεις και θεσμικοί επενδυτές θα επιλέγουν τράπεζες με πανευρωπαϊκή παρουσία και διευρυμένο πεδίο προϊόντων και υπηρεσιών.


Η μείωση των επιτοκίων και η εξάλειψη του συναλλαγματικού κινδύνου θα επηρεάσει και τη διαχείριση διαθεσίμων. Οι εγχώριοι επενδυτές θα οδηγηθούν:


α) Σε εγχώρια προϊόντα μη σταθερής απόδοσης, όπως οι μετοχές.


β) Σε προϊόντα εναλλακτικών αποδόσεων κινδύνου/απόδοσης (εγγυημένου κεφαλαίου, υψηλότερου πιστωτικού κινδύνου, μετατρέψιμα, παράγωγα).


γ) Σε τοποθετήσεις σε ξένες αγορές, σε μετοχές και ομόλογα.


δ) Στη διεύρυνση της μέσης διάρκειας των επενδύσεων σε τίτλους σταθερού εισοδήματος.


Συνοπτικά η καθιέρωση του ευρώ αναμένεται διαχρονικά να εντείνει τον ανταγωνισμό και να επηρεάσει αρνητικά, αν τα εγχώρια ιδρύματα δεν προετοιμαστούν κατάλληλα, κυρίως τους τομείς επενδυτικής τραπεζικής, Dealing Room, διαχείρισης διαθεσίμων και παροχής ολοκληρωμένων χρηματοοικονομικών προϊόντων και υπηρεσιών στις μεγάλες επιχειρήσεις.


Ο κ. Νικόλαος Καρμούζης είναι αναπληρωτής διευθύνων σύμβουλος της EFG Eurobank Ergasias.