Δημιουργώντας καλλιτέχνες και φιλότεχνο κοινό





Διευθύντρια του Εθνικού Μουσείου Σύγχρονης Τέχνης, το οποίο, όπως θέλουν μερικοί, βρίσκεται ακόμη στα χαρτιά, αφού από το 1997 που αποφασίστηκε διά νόμου μόλις σήμερα έχει να επιδείξει εξελίξεις, η ιστορικός της τέχνης κυρία Αννα Καφέτση δεν έχει αυταπάτες. Γνωρίζει καλά τους λόγους που οδήγησαν σ’ αυτή την κατάσταση: «Ηταν ένας φαύλος κύκλος, σύμφωνα με τον οποίο δεν χρειαζόταν μουσείο γιατί δεν υπήρχε κοινό, παρ’ ότι και το κοινό δεν μπορεί να διαμορφωθεί χωρίς μουσεία» λέει. Αναμετρά τις δυσκολίες που έχει να αντιμετωπίσει για τη δημιουργία του αλλά παράλληλα έχει εμπιστοσύνη στη συσπείρωση των ανθρώπων γύρω από αυτή την προσπάθεια, καταστρώνει με επιμέλεια και αποφασιστικότητα το πρόγραμμά της και υπολογίζει τους χρόνους με την ακρίβεια ενός ρολογιού που δεν επιτρέπεται να χάσει ούτε λεπτό. «Χάσαμε πολύτιμο χρόνο στο παρελθόν» λέει. «Ακόμη και αυτή την τριετία, στην οποία μερίδα της εικαστικής κοινότητας αναλώθηκε στο θέμα του κτιρίου του μουσείου, θα μπορούσαμε να την είχαμε εκμεταλλευθεί και τώρα το μουσείο να είναι σχεδόν έτοιμο».





­ Εθνικό Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης χωρίς έργα γίνεται,
κυρία Καφέτση; Είναι παγκόσμια πρωτοτυπία αυτό που ισχύει αυτή τη στιγμή στην Ελλάδα.


«Δεν πρόκειται απλώς για ένα μουσείο χωρίς ούτε ένα έργο δικό του αλλά και για ένα μουσείο χωρίς κτίριο. Είναι πράγματι πρωτοτυπία αυτό, όπως και το γεγονός ότι για περισσότερο από μισόν αιώνα η Αθήνα δεν διέθετε μουσείο σύγχρονης τέχνης όταν είχαν όλες οι βαλκανικές χώρες γύρω μας».


Στο μεγάλο λιτό γραφείο της, που εκπέμπει έντονα μια αίσθηση ηρεμίας και καθαρότητας σε σχήματα και όγκους ­ στον αντίποδα ακριβώς του κελύφους εντός του οποίου βρίσκεται, του κτιρίου του Φιξ, που προκαλεί τρόμο στους διερχομένους την οδό Καλλιρρόης ­, η κυρία Αννα Καφέτση ανοίγει τα χαρτιά της. Δίπλα της στους προσφάτως και επειγόντως ανακαινισμένους χώρους του ισογείου παρουσιάζεται η έκθεση «Σύνοψις 1» με την οποία εγκαινίασε τη δράση του το Εθνικό Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης έχοντας κερδίσει αμέσως τις καλύτερες εντυπώσεις. Και στα συρτάρια της βρίσκεται η δουλειά που είναι ήδη έτοιμη: ο κανονισμός για τη λειτουργία του μουσείου, το μουσειολογικό πρόγραμμα βάσει του οποίου θα καταρτιστεί το κτιριολογικό πρόγραμμα για την ανάπλαση του Φιξ και ακόμη μια σειρά εκθέσεις που ήδη καλύπτουν ενάμιση χρόνο από σήμερα. Τι απομένει;


«Το κτίριο και οι συλλογές» απαντά η ίδια. «Εχουμε τέσσερα χρόνια για να πραγματοποιήσουμε και τα δύο. Και ως προς το κτίριο μεν τα πράγματα είναι αισιόδοξα μετά την οριστική λύση που δόθηκε με την απόφαση του υπουργού Πολιτισμού κ. Θεόδωρου Πάγκαλου να στεγαστεί το Εθνικό Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης στο Φιξ· όσον αφορά όμως τις συλλογές χρειάζεται μεγαλύτερη προσπάθεια. Γιατί ένα μουσείο υπάρχει μόνο μέσα από τις συλλογές του. Και εδώ υπάρχει ένας επιπρόσθετος λόγος για τη συγκρότησή τους αφού η χρηματοδότηση η οποία θα υπάρξει από το ΚΠΣ-3 για την ανάπλαση του κτιρίου δίδεται με την προϋπόθεση ότι θα στεγάσουμε μια συλλογή».


­ Ποιες δυνατότητες υπάρχουν για τη δημιουργία συλλογών, δεδομένου ότι απαιτούνται μεγάλα ποσά για τις αγορές έργων;


«Κατ’ αρχάς στον σχεδιασμό για την απόκτηση συλλογών υπάρχουν δύο άξονες: ένας ιστορικός και ένας σύγχρονος. Ενα μουσείο που γίνεται τον 21ο αιώνα θα πρέπει να κοιτάζει μπροστά, αυτό είναι το λογικό. Στην Ελλάδα όμως πιστεύω ότι θα πρέπει να υπάρξει και ένας ιστορικός πυρήνας με έργα τουλάχιστον από τη δεκαετία του ’60 ώστε να εξασφαλισθεί η ομαλή μετάβαση και η συνέχεια για τη διαμόρφωση του κοινού».


­ Πώς μεταφράζονται αυτά σε χρήμα;


«Θα πρέπει να έχουμε μερικά καλά κονδύλια για μια σοβαρή συλλογή, όχι φυσικά μόνο με έργα ελληνικής τέχνης αλλά και διεθνούς. Ενας ακόμη τρόπος είναι να απορροφήσουμε χορηγίες από δωρητές, είτε σε χρήμα είτε ακόμη σε έργα. Σε συνδυασμό με αυτά θα μπορούσε να γίνει ένα δάνειο από τράπεζες με εγγύηση από το κράτος, όπως συνέβη με την απόκτηση της Συλλογής Κωστάκη, ενώ υπάρχει, τέλος, και η λύση του χρησιδανείου. Το γεγονός είναι ότι πρέπει να γίνει μια συντονισμένη προσπάθεια και από το κράτος και από τους οικονομικούς παράγοντες αυτού του τόπου, ειδικά τις τράπεζες, οι οποίες θα μπορούσαν να βοηθήσουν αποτελεσματικά».


­ Τι έργα θα αγοράσετε;


«Ελληνικά και ξένα. Μισά μισά. Γιατί χρειαζόμαστε και τα δύο. Και η ελληνική δημιουργία πρέπει να στηριχθεί αλλά και η ετερογνωσία μας πρέπει να ενισχυθεί».


­ Ευθύνεται η ανυπαρξία ενός μουσείου σύγχρονης τέχνης για το γεγονός ότι η ελληνική εικαστική παρουσία στο εξωτερικό είναι ανύπαρκτη πλην ελαχίστων περιπτώσεων;


«Οταν η Ελλάδα είναι απούσα επί δεκαετίες από όλες σχεδόν τις διεθνείς διοργανώσεις και εκθέσεις και όταν δεν δίνεται η δυνατότητα σε καλλιτέχνες να δείξουν τη δουλειά τους μέσα από έναν εθνικό φορέα, όπως είναι ένα μουσείο, το οποίο μπορεί να διαπραγματευθεί και την παρουσία τους στο εξωτερικό, είναι πολύ δύσκολο να το επιτύχουν αυτό παλεύοντας μόνοι τους».


­ Θα μπορούσαν οι έλληνες καλλιτέχνες να σταθούν δίπλα σε ξένους στην ίδια έκθεση;


«Πιστεύω ότι υπάρχει ένας σημαντικός πυρήνας που μπορεί να σταθεί. Και το μουσείο θα κάνει προσπάθεια γι’ αυτό».


Τα οικονομικά του Εθνικού Μουσείου Σύγχρονης Τέχνης ωστόσο δεν έχουν επιτρέψει ως αυτή τη στιγμή την αγορά ούτε ενός έργου. Τα 250 εκατ. δρχ. του 2000, μέσα στα οποία συνυπολογίζονται τα λειτουργικά έξοδα, δεν επιτρέπουν τέτοιες ενέργειες, οι οποίες θα είναι εφικτές αν ικανοποιηθεί το αίτημα των 400 εκατ. δρχ. για το 2001. Ενα τέτοιο κονδύλι, επαναλαμβανόμενο επί μία τετραετία και σε συνδυασμό πάντα με δωρεές, που είναι γνωστό ότι έχουν στηρίξει όλα τα μεγάλα μουσεία, θα μπορούσε να επιτρέψει τη δημιουργία ενός πυρήνα έργων παλαιότερων και σύγχρονων καλλιτεχνών.


Το τρίπτυχο «κτίριο – συλλογές – εκθέσεις», που είναι ο βασικός στόχος του Εθνικού Μουσείου Σύγχρονης Τέχνης, ξεκινά. Αμέσως μετά την έκθεση «Σύνοψις 1» ακολουθεί στις αρχές Φεβρουαρίου η σημαντική έκθεση του Πιερ Ουίγκ η οποία εντάσσεται στον κύκλο «Εργα», όπου θα παρουσιάζονται μεγάλα, μεμονωμένα έργα καλλιτεχνών. Το έργο του «Η τρίτη μνήμη» είναι μια μεγάλη εγκατάσταση, παραγωγής του Εθνικού Μουσείου Μοντέρνας Τέχνης του Κέντρου Πομπιντού στο Παρίσι, και έχει παρουσιαστεί ήδη στην Μπιενάλε της Βενετίας, στο Σικάγο, στο Μόντρεαλ, ενώ μετά την Αθήνα θα εκτεθεί στο Ρότερνταμ.


Ακολουθεί από τον Απρίλιο και ως τις 15 Ιουλίου μια αναδρομική έκθεση του Γιώργου Χατζημιχάλη και τον Οκτώβριο θα παρουσιαστεί η «Σύνοψις 2». Αν η πρώτη αφορά τα τεχνολογικά μέσα και τον τρόπο που επηρεάζουν την τέχνη, αυτή η δεύτερη θα συνοψίζει τα ερωτήματα για την ανίχνευση της μυστικιστικής διάστασης της τέχνης στην εποχή μας και μάλιστα διαπολιτισμικά με στόχο την κατάδειξη του μυστικιστικού στοιχείου όχι μόνο μέσα από την Ορθοδοξία αλλά και μέσα από άλλες θρησκείες. Ακόμη στα τέλη του 2001 προγραμματίζεται η αναδρομική έκθεση του Τσόκλη, για την οποία αναζητείται χώρος, η Σχολή Καλών Τεχνών ενδεχομένως, η οποία, παρ’ ότι δεν έχει δώσει απάντηση ακόμη, θα προσφερόταν για κάποιες μεγάλες εκθέσεις του μουσείου ώσπου να είναι έτοιμοι οι χώροι του. Και στις αρχές του 2002 πρόκειται να μεταφερθεί στην Αθήνα η μεγάλη έκθεση που θα γίνει στη Συρν Κουνστχάλε της Φραγκφούρτης και με έλληνες καλλιτέχνες, με την ευκαιρία της Εκθεσης Βιβλίου, στην οποία τιμωμένη χώρα θα είναι η Ελλάδα. Θέμα της, η σχέση της μοντέρνας τέχνης με την αρχαιοελληνική και τη βυζαντινή.


Παράλληλα αρχίζουν από τον Φεβρουάριο τα εκπαιδευτικά προγράμματα του μουσείου με ένα πρώτο εικοσαήμερο διαλέξεων – μαθημάτων για την τέχνη του 20ού αιώνα, ενώ ταυτόχρονα αρχίζουν και οι ξεναγήσεις στο κοινό.


Το μουσείο οργανώνεται. Εχει διαδικτυωθεί, μπήκε στο Ενδοδίκτυο του ΥΠΠΟ, ετοιμάζει την ιστοσελίδα του. Ως τις αρχές του επόμενου χρόνου θα μπορεί να είναι έτοιμη η πρόσκληση ενδιαφέροντος για την ανάπλασή του με φορέα υλοποίησης, σύμφωνα με την απόφαση του υπουργού, το ίδιο το μουσείο, ενώ οι εργασίες θα απαιτήσουν κατά το χρονοδιάγραμμα από 18 ως 24 μήνες και το ύψος τους μαζί με την αγορά του κτιρίου θα φθάσει τα 12 δισ. δρχ. Ο υπουργός άλλωστε κρατάει σημειώσεις στο μπλοκάκι του και τα ελέγχει όλα. «Εχει πιστέψει σε αυτό το κτίριο ως ρεαλιστική λύση» λέει η κυρία Καφέτση περιμένοντας επίσης με ανυπομονησία την υλοποίηση της υπόσχεσης του κ. Λεωνίδα Κίκηρα τής Αττικό Μετρό για υπόγεια πρόσβαση κατευθείαν στο μουσείο.