Οταν την 20ή Ιουνίου του 1991 η γερμανική ομοσπονδιακή βουλή αποφάσιζε τη μεταφορά της πρωτεύουσας από τη Βόννη στο Βερολίνο, πολλοί ήταν εκείνοι που προέβλεπαν για την ως τότε πρωτεύουσα μέλλον δυσοίωνο. Στην πόλη, πίστευαν, δεν θα απέμενε τίποτε περισσότερο από τον ρόλο μιας επαρχιακής φοιτητούπολης με αρκετή ελκυστικότητα από τουριστικής πλευράς ως γενέτειρας του Μπετόβεν και ως πρώτης πρωτεύουσας της νεότερης ομοσπονδιακής δημοκρατίας. Στο πλαίσιο μιας τέτοιας εξέλιξης, αναμενόταν ως λογική συνέπεια, μεταξύ των άλλων, και μια έντονη αναταραχή στην τοπική κτηματαγορά, με σημαντική μείωση στις τιμές ακινήτων. Πολλοί λοιπόν, λόγω μια τέτοιας προοπτικής, έκριναν ρεαλιστική πλέον την πιθανότητα απόκτησης μιας από τις πολυάριθμες πολυτελείς βίλες που είναι κτισμένες με θεσπέσια αρχιτεκτονική των αρχών του περασμένου αιώνα πάνω από τις καταπράσινες όχθες του Ρήνου. Ακίνητα αυτού του είδους αποτελούσαν ως πρόσφατα ιδιοκτησία κυρίως υψηλόβαθμων κυβερνητικών αξιωματούχων ή διαφόρων διπλωματικών αντιπροσωπειών.


Ενώ τον ερχόμενο Ιούνιο θα έχουν κλείσει ήδη 10 χρόνια από την ιστορική εκείνη ημέρα για την πόλη και τη χώρα, αν συγκρίνει κανείς τις τιμές στις διάφορες κατηγορίες ακινήτων τότε και σήμερα, οδηγείται στο συμπέρασμα ότι η κτηματαγορά ξεπέρασε αλώβητη το ψυχολογικό κλίμα αβεβαιότητας σχετικά με το μέλλον της πόλης και της ευρύτερης περιοχής. Συγκεκριμένα, αν λάβει ως βάση το έτος 1990 ­ χρονιά της επανένωσης των δύο Γερμανιών, κατά την οποία το ενδεχόμενο της μεταφοράς ή της παραμονής της πρωτεύουσας ήταν ακόμη ανοικτό ­, θα παρατηρήσει τα εξής:


Στις τιμές των οικοπέδων για μονοκατοικίες σημειώθηκε από το 1990 ως σήμερα συνολική αύξηση της τάξεως του 30%. Για παράδειγμα, κάποιος που πλήρωνε το 1990 σε μια καλή περιοχή για οικόπεδο 600 τ.μ. περίπου 380 γερμανικά μάρκα το τ.μ., σήμερα για το ίδιο οικόπεδο χρειάζεται 500 μάρκα ανά τ.μ. Στην ακριβότερη περιοχή της πόλης το 1990, για οικόπεδο 1.200 τ.μ., το τετραγωνικό μέτρο κόστιζε 490 γερμανικά μάρκα και σήμερα κοστίζει 630 μάρκα. Στις τιμές οικοπέδων για πολυκατοικίες η αύξηση το αντίστοιχο χρονικό διάστημα ανέρχεται σε 21%.


Οσον αφορά τις τιμές διαμερισμάτων, από το 1990 ως σήμερα παρατηρείται αύξηση 37% για νεοκατασκευασθέντα διαμερίσματα και 27% για διαμερίσματα ηλικίας 10-25 ετών. Οταν, για παράδειγμα, σήμερα η μέση τιμή ενός νεόκτιστου διαμερίσματος ανέρχεται σε 4.550 γερμανικά μάρκα και ενός παλαιού διαμερίσματος σε 2.830 μάρκα το τ.μ., το 1990 είχαμε αντίστοιχα 3.320 μάρκα για τα νέα και 2.230 μάρκα ανά τ.μ. για τα παλαιότερα διαμερίσματα.


Και στις τιμές ενοικίων για χώρους γραφείων διαπιστώνεται από το 1990 ως σήμερα σημαντική αύξηση. Αυτή ανέρχεται σε 13% για γραφεία κοντά στα (πρώην) κυβερνητικά κτίρια και σε 23% για γραφεία σε διάφορες άλλες καλές περιοχές της πόλης. Το 1990 επικρατούσε ένα επίπεδο τιμών περί τα 23 μάρκα ανά τ.μ. μηνιαίως στην περιοχή των κυβερνητικών κτιρίων ενώ σήμερα παρατηρείται μια μέση τιμή ενοικίου ύψους 26 μάρκων. Σε διάφορες άλλες καλές περιοχές είχαμε 17 μάρκα το 1990 ενώ σήμερα έχουμε 21 μάρκα ανά τ.μ.


Οι βασικοί λόγοι για την απρόβλεπτα θετική αυτή εξέλιξη στην κτηματαγορά είναι κυρίως δύο: από τη μία πλευρά καθοριστική ήταν η υποστήριξη από το ομοσπονδιακό κράτος μέσω καθορισμένων, διά νόμου, αντισταθμιστικών μέτρων, όπως μεταφορά άλλων κρατικών υπηρεσιών και οργανισμών από το Βερολίνο και τη Φραγκφούρτη στη Βόννη, παραμονή 6 υπουργείων από τα συνολικά 15, παραχώρηση διαφόρων ακινήτων στον δήμο και βεβαίως γενναία οικονομική βοήθεια για έργα υποδομής, έρευνα και τεχνολογία, πολιτισμό, παιδεία κτλ. Από την άλλη πλευρά εξίσου σημαντική υπήρξε η δυναμική και ως σήμερα επιτυχής πολιτική της δημοτικής αρχής προς την κατεύθυνση της προσέλκυσης ιδιωτικών επιχειρήσεων, προσδιορίζοντας και προβάλλοντας τον μελλοντικό ρόλο της πόλης ως περιοχής εγκατάστασης μοντέρνων επιχειρήσεων τηλεπικοινωνίας, έρευνας και νέων τεχνολογιών, καθώς και ως έδρας διεθνών οργανισμών. Στα πλεονεκτήματα της περιοχής τονίζονται ιδιαίτερα οι ιδανικές συνθήκες διαβίωσης από πλευράς αστικής υποδομής και φυσικού περιβάλλοντος, καθώς και το θετικό προφίλ μιας δοκιμασμένης αρμονικής πολυπολιτισμικότητας. Το μέλλον της πόλης και ειδικότερα της κτηματαγοράς της εκτιμάται από διάφορους οικονομικούς κύκλους θετικά. Οι επιδράσεις της μεταφοράς της πρωτεύουσας θα ελαχιστοποιούνται όσο με την πάροδο του χρόνου εμπεδώνεται ο νέος ρόλος της πόλης. Οσο για τις πανέμορφες βίλες πάνω από τις καταπράσινες όχθες του Ρήνου, θα παραμείνουν για τους πολλούς, για πολύ καιρό ακόμη, ανεκπλήρωτο όνειρο.


Ο κ. Γιώργος Μ. Βραζιτούλης είναι αγρονόμος τοπογράφος μηχανικός, σύμβουλος-εκτιμητής ακινήτων στη Βόννη.