Τι απέγινε ο θησαυρός της Βακτριανής
Οταν τον Νοέμβριο του 1993 ο κ. Σωτήρης Μουσούρης, ειδικός τότε απεσταλμένος του Γενικού Γραμματέα του ΟΗΕ στο Αφγανιστάν και στο Πακιστάν, προσγειωνόταν στο αεροδρόμιο της Καμπούλ, δεν φανταζόταν την καταστροφή που θα αντίκριζε φθάνοντας στο Εθνικό Μουσείο του Αφγανιστάν. Χτισμένο στη συνοικία Νταρουλαμάν, έξι μίλια μακριά από το κέντρο της Καμπούλ, το Μουσείο είχε βρεθεί μετά την ανατροπή του προέδρου Νατζιμπουλάχ στη δίνη του εμφυλίου πολέμου που ξέσπασε ανάμεσα στους φυλάρχους Μουτζαχεντίν και συνεχιζόταν ακόμη και μετά την ανάληψη της προεδρίας από τον Ραμπανί. Ο περίβολος του κτιρίου μετατρεπόταν συχνά σε χώρο εχθροπραξιών, ενώ η ρουκέτα που είχε πλήξει μερικούς μήνες νωρίτερα το Μουσείο είχε καταστρέψει ολοσχερώς τη στέγη και τον τελευταίο του όροφο. «Οι πόρτες ήταν καμένες. Τα εκθέματα διακρίνονταν σπασμένα ανάμεσα σε σιδερικά, τούβλα και οβίδες» λέει στο «Βήμα» ο κ. Μουσούρης. Και προσθέτει: «Ο τελευταίος αναπληρωτής διευθυντής του Μουσείου, Νατζιμπουλάχ Ποπάλ, ο οποίος είχε τρία χρόνια να έρθει στην Καμπούλ, αναζητούσε δακρυσμένος ανάμεσα στα ερείπια κομμάτια από αγάλματα και αγγεία. Πάνω σε ένα κομμάτι ρωμαϊκού αγάλματος μαγείρευαν κάποιοι φύλακες. Ενα κεφάλι Βούδα ήταν ακουμπισμένο δήθεν τυχαία σε ένα αφύλαχτο παράθυρο. Ζήτησα να δω την περίφημη συλλογή νομισμάτων. Με οδήγησαν στο υπόγειο. Η ψηλή πόρτα ήταν κλειστή. Την ανοίξαμε. Αναζητήσαμε τις συρταροθήκες. Δεν βρήκαμε παρά τις θήκες των νομισμάτων. Ανάμεσα σε άλλα, διέκρινα τα ονόματα ελλήνων βασιλιάδων.
Τα ευρήματα είχαν όλα κλαπεί». Τριάντα χιλιάδες νομίσματα που κάλυπταν μια χρονική περίοδο η οποία ξεκινούσε από τον 8ο αιώνα π.Χ. και έφθανε ως τα τέλη του 19ου. Ανάμεσά τους, υπήρχε και μία σειρά 600 νομισμάτων από το ελληνοβακτριανό βασίλειο που τοποθετούνταν χρονικά ανάμεσα στον 3ο και στον 1ο αιώνα π.Χ., η οποία συγκαταλεγόταν στις σημαντικότερες σειρές ελληνιστικών νομισμάτων που έχουν ποτέ ανακαλυφθεί. Ολα είχαν διοχετευθεί σε χρόνο ανύποπτο σε σπείρες αρχαιοκαπήλων. «Στα παζάρια του Ισλαμαμπάντ δεν καταφέραμε να εντοπίσουμε κανένα «ίχνος» τους. Το μόνο που μπορέσαμε να κάνουμε τότε» θυμάται ο κ. Μουσούρης «ήταν να κλείσουμε τις χαίνουσες πληγές του κτιρίου προκειμένου να περισώσουμε τουλάχιστον τα εκθέματα που είχαν απομείνει».
Σήμερα, επτά χρόνια μετά, οι ισλαμιστές αντάρτες Ταλιμπάν που έχουν καταλάβει από το 1996 την εξουσία διακηρύσσουν ότι επιθυμούν να επαναλειτουργήσει το Μουσείο της Καμπούλ επιχειρώντας τρόπον τινά μια «στροφή» προς τη Δύση. Στις 17 του περασμένου Αυγούστου άνοιξαν μάλιστα ξανά τις πόρτες του παρουσιάζοντας, σύμφωνα με ανταπόκριση του BBC από την Καμπούλ η τηλεφωνική επικοινωνία με την αφγανική πρωτεύουσα είναι αδύνατη , την περίφημη Πέτρα Ραμποτάκ που κατάφεραν να φέρουν ξανά στο Μουσείο. Εχοντας μια ηλικία 2.000 ετών το απόκτημα αυτό θεωρείται πολύτιμος «μάρτυρας» της αυτοκρατορίας των Μεγάλων Κουσάν οι οποίοι διαδέχθηκαν τον 1ο αιώνα μ.Χ. τους βασιλείς του ελληνιστικού κράτους της Βακτριανής. Ο ταλιμπάν πρόεδρος του Μουσείου, Νακιμπουλάχ Αχμάντ Γιαρν, δήλωνε τότε ότι η κυβέρνηση είναι υποχρεωμένη να προστατέψει τα εκθέματα του Μουσείου αφού αποτελούν κομμάτι της ιστορίας του Αφγανιστάν, ωστόσο η ημέρα της επαναλειτουργίας του φαίνεται πως βρίσκεται ακόμη μακριά. Σύμφωνα με τις φήμες που φθάνουν από την Καμπούλ, η στέγη και ο επάνω όροφος του Μουσείου παραμένουν σε κακή κατάσταση ενώ στο κτίριο δεν υπάρχει ούε νερό ούτε ηλεκτρικό ρεύμα. «Οι Ταλιμπάν προσπαθούν απλώς να προκαλέσουν την προσοχή της παγκόσμιας κοινότητας. Αυτή τη στιγμή ωστόσο ούτε οι πολιτικές ούτε οι οικονομικές συνθήκες καθιστούν δυνατή την επαναλειτουργία του Μουσείου στο άμεσο μέλλον. Το σίγουρο είναι ότι θα χρειασθούν πολλά εκατομμύρια δολάρια για κάτι τέτοιο» λέει στο «Βήμα» ο κ. Ενρίκο ντε Μάγιο, πρέσβης της Ιταλίας στο Πακιστάν και πρόεδρος της SPACH, της παγκόσμιας Οργάνωσης για τη Διάσωση της Πολιτιστικής Κληρονομιάς του Αφγανιστάν που «γεννήθηκε» τον Σεπτέμβριο του 1994. Στη SPACH, «πατέρας» της οποίας θεωρείται ο κ. Μουσούρης, επίτιμος τώρα πρόεδρός της, μετέχουν εκτός από τον κ. Ντε Μάγιο και οι πρεσβευτές της Γαλλίας, της Ιαπωνίας, της Ολλανδίας, της Νορβηγίας, της Ελβετίας και βέβαια ο έλληνας πρέσβης κ. Δημήτρης Λούνδρας.
Το μέγεθος της κλοπής
Εχοντας πάντοτε ως «ψυχή» του την ανθρωπολόγο Νάνσι Χατς-Ντυπρέ, κάτοικο σήμερα της Πεσάβαρ, στα σύνορα του Πακιστάν με το Αφγανιστάν (το 1966 είχε λάβει μέρος σε ανασκαφές που έγιναν στο Αφγανιστάν με επικεφαλής τον άνδρα της, Λουί Ντυπρέ), η SPACH αναμένεται να ολοκληρώσει ως το τέλος της εφετινής χρονιάς τον κατάλογο εκθεμάτων του Μουσείου που είτε έχουν κλαπεί είτε έχουν εντοπισθεί σε διάφορα σημεία της ασιατικής χώρας. Με ειδικούς «απεσταλμένους» σε όλον τον κόσμο και κυρίως στις αγορές του Λονδίνου και της Νέας Υόρκης ακολουθούν εκείνες του Παρισιού, της Μόσχας και του Τόκιο όπου διοχετεύθηκαν κατά κύριο λόγο οι θησαυροί του Αφγανιστάν, η SPACH προσπαθεί, όπως μας πληροφορεί ο έλληνας πρέσβης, σε συνεργασία με την UNESCO, να εξαρθρώσει τα κυκλώματα των αρχαιοκαπήλων που διακινούν τα εν λόγω αρχαιολογικά ευρήματα.
Ο πλούτος της Καπίσα
Οι έρευνες προς το παρόν δεν γίνονται με τους ρυθμούς που «αρμόζουν» σε έναν θησαυρό ο οποίος κάποτε αποτελούσε, όπως μας πληροφορεί ο κ. Ομάρ Σ. Σουλτάν, διευθυντής της αρχαιολογικής υπηρεσίας του Αφγανιστάν την περίοδο 1975-1978, τον αντιπροσωπευτικότερο για την ιστορία της Κεντρικής Ασίας. Τα ίχνη του έφθαναν ως την προϊστορική εποχή, ενώ οι συλλογές του Μουσείου περιελάμβαναν μεταξύ άλλων και τον θησαυρό που ανακαλύφθηκε την περίοδο 1937-1946 στο Μπαγκράμ, την αρχαία Καπίσα. Η ανασκαφή στη θερινή πρωτεύουσα της Αυτοκρατορίας των Κουσάν, 60 χλμ. βορειοανατολικά της Καμπούλ, είχε φέρει στην επιφάνεια 1.772 αντικείμενα που χρονολογούνταν ανάμεσα στον 1ο και στον 3ο αιώνα μ.Χ.
«Ο θησαυρός αυτός βρέθηκε στο παλάτι Κανίσκα και περιελάμβανε αντικείμενα από όλον τον κόσμο: κινεζικές πορσελάνες, ινδικά ελεφαντοστά, ελληνορωμαϊκά ειδώλια, γύψινες μήτρες εμβλημάτων φτιαγμένες προφανώς από πρότυπα ελληνικών μεταλλικών σκευών όπως αυτά των ασημένιων δίσκων, καθώς και αγγεία, ένα από τα οποία εικόνιζε σε ανάγλυφο ένα από τα θαύματα του κόσμου, τον Φάρο της Αλεξάνδρειας. Ο θησαυρός αυτός, ο οποίος αποτελεί έναν από τους μεγαλύτερους στην ιστορία της ασιατικής αρχαιολογίας, παρέχει τη μεγαλύτερη δυνατή απόδειξη του νευραλγικού ρόλου που έπαιξε το Αφγανιστάν στον έλεγχο του εμπορίου ανάμεσα στους τρεις κόσμους, της Ινδίας, της Κίνας και της Δύσης» εξηγεί στο «Βήμα» ο κ. Σουλτάν. Επισημαίνει ότι το 90% των συλλογών του Μουσείου έχουν σήμερα κλαπεί και επανέρχεται στη σειρά των ελληνιστικών νομισμάτων η οποία έχει πλέον εξ ολοκλήρου συληθεί: «Τα νομίσματα των ελλήνων βασιλέων της Βακτριανής ήταν χρυσά, ασημένια και χάλκινα. Εφεραν πάντοτε στην κύρια όψη τους το πορτρέτο του βασιλέως με το όνομα και τον τίτλο του στα ελληνικά και στην πίσω όψη ελληνικές θεότητες ή σύμβολά τους» σημειώνει χαρακτηριστικά ο κ. Σουλτάν εξαίροντας τη σημασία που είχε η σειρά για τη γνώση του αρχαίου ελληνικού πολιτισμού, αφού «τα πορτρέτα των βασιλέων αποτελούν το ζενίθ της ελληνιστικής εικονιστικής τέχνης».
Σύμφωνα με έρευνα που δημοσιεύθηκε πρόσφατα στη γαλλική εφημερίδα «Le Figaro», διαπιστώθηκε ότι από το φθινόπωρο του 1997 ως σήμερα έχουν δημοπρατηθεί από τον οίκο Christie’s 68 αντικείμενα δείγματα της περίφημης ελληνοβουδιστικής τέχνης της Γαντάρας που «γεννήθηκε» την εποχή των Κουσάν , με χαμηλότερη τιμή αυτήν των 8.000 δολαρίων (περίπου 3.000.000 δρχ.) για ένα γύψινο κεφάλι Βούδα το οποίο ανήκε πιθανόν στη σειρά των γύψινων γλυπτών της Χάντα, κάπου ανάμεσα στον 4ο και στον 5ο αιώνα μ.Χ.
Το μυστήριο της νεκρόπολης
Λίγες μόλις ημέρες πριν από την κατάληψη της Καμπούλ από τους Ταλιμπάν το μεγαλύτερο μέρος από τα εναπομείναντα εκθέματα του Μουσείου μεταφέρθηκε ύστερα από επίμονες προσπάθειες της κυρίας Χατς-Ντυπρέ στους περισσότερο ασφαλείς χώρους του ξενοδοχείου «Καμπούλ». Σήμερα, όπως μας πληροφορεί από το Ισλαμαμπάντ η κυρία Μπριγκίτε Νοϊμπάχερ, ιδρυτικό μέλος της SPACH, βρίσκονται στο αφγανικό υπουργείο Πληροφοριών και Πολιτισμού, ενώ μυστήριο συνεχίζει να καλύπτει την τύχη του περίφημου θησαυρού της βασιλικής νεκρόπολης Τιλιά Τεπέ που ανέσκαψαν το 1978 σοβιετικοί ερευνητές με επικεφαλής τον ελληνικής καταγωγής αρχαιολόγο κ. Βίκτωρα Σαριγιαννίδη. Ο θησαυρός, ο οποίος περιλαμβάνει περί τα 20.000 χρυσά κτερίσματα που τοποθετούνται χρονικά ανάμεσα στον 1ο αιώνα π.Χ. και στον 1ο αιώνα μ.Χ., φυλάσσεται σήμερα, σύμφωνα με τις αφγανικές αρχές, στα υπόγεια της Εθνικής Τράπεζας της Καμπούλ.
Σε άρθρο της ωστόσο στο περιοδικό «Archaeology» την άνοιξη του 1996 η κυρία Χατς-Ντυπρέ επισημαίνει ότι μετά το 1991 δεν έχει επιτραπεί η είσοδος στα υπόγεια αυτά σε κανέναν ερευνητή ή διπλωμάτη. «Ενας ειδικός μάς διαβεβαιώνει πως το χρυσό κόσμημα που είδε στην Πεσάβαρ χρονολογείται στην ίδια περίοδο με τα κτερίσματα της Τιλιά Τεπέ. Μήπως όμως προέρχεται από ανασκαφές που έγιναν σε νέες τοποθεσίες; Θα μπορούσαν άραγε να ανήκουν στον έβδομο τάφο που δεν ανασκάφηκε από τους Σοβιετικούς;» αναρωτιέται η αρχαιολόγος στο ίδιο άρθρο ενώ τον επόμενο χρόνο στο τρίτο τεύχος του ενημερωτικού φυλλαδίου που εκδίδει η SPACH κάνουν την εμφάνισή τους οι πρώτοι κακοί οιωνοί: ο καθηγητής Νίκολας Σιμς-Γουίλιαμς ενημερώνει τους υπευθύνους ότι ένας μεγάλος αριθμός αντικειμένων από τον θησαυρό της Βακτριανής έφθασαν μέσω σπείρας αρχαιοκαπήλων από την Πεσάβαρ στο Λονδίνο.
Η συνδρομή της Ελλάδας
Συμμεριζόμενοι τις ανησυχίες της SPACH οι αρχαιολόγοι ευελπιστούν ότι από τον θησαυρό δεν θα έχει απομείνει μόνο το λεύκωμα του Βίκτωρα Σαριγιαννίδη (κυκλοφόρησε και στα ελληνικά το 1996 από τις εκδόσεις Κυριακίδη με τίτλο Βασιλικοί τάφοι στη Βακτριανή) αλλά δεν έχουν καταφέρει να συγκινήσουν μέχρι στιγμής την παγκόσμια κοινότητα. «Τα οικονομικά μας μέσα είναι πενιχρά» τονίζει η κυρία Νοϊμπάχερ επισημαίνοντας ότι η μοναδική κυβέρνηση που ενίσχυσε την οργάνωση από τα πρώτα κιόλας βήματά της ήταν η ελληνική, έστω και αν η συνδρομή της έχει μειωθεί τα τελευταία δύο χρόνια. Οι αγορές που έχει πραγματοποιήσει ως σήμερα η οργάνωση είναι ελάχιστες πριν από τρία χρόνια, για παράδειγμα, κατάφερε να αποκτήσει έξι από τις περίφημες γύψινες μήτρες του θησαυρού του Μπαγκράμ , ενώ οι δωρεές που δέχεται είναι σπάνιες και αμφίβολης γνησιότητας. Τα αντικείμενα τα οποία έχουν περισωθεί φυλάσσονται προσωρινά, όπως μας ενημερώνει ο έλληνας πρέσβης, στα γραφεία των Ηνωμένων Εθνών στην πόλη Χεράτ του Αφγανιστάν, καθώς και στην ελληνική πρεσβεία στο Ισλαμαμπάντ, με την προοπτική να μεταφερθούν στην Καμπούλόταν λήξουν οι εχθροπραξίες. Παρά το γεγονός ότι πολύτιμα εκθέματα του Μουσείου εντοπίζονται σε διάφορες αγορές τέχνης ανά τον κόσμο, τις περισσότερες φορές η SPACH περιορίζεται στην καταγραφή τους, και αυτό δεν γίνεται μόνο λόγω οικονομικής δυσχέρειας. «Αποφεύγουμε να τα αγοράσουμε» εξηγεί ο ιταλός πρέσβης «προκειμένου να μην ενισχύσουμε με την αγορά τους τα κυκλώματα των αρχαιοκαπήλων».
Η επέλαση των αρχαιοκαπήλων
Προς το παρόν το πλουσιότερο τμήμα των αρχαιολογικών θησαυρών του Αφγανιστάν βρίσκεται συγκεντρωμένο στις αίθουσες του Μουσείου Guimet του Παρισιού, γεγονός που βρίσκει την ερμηνεία του στη δεκαετία του ’20, όταν η νεοσύστατη Γαλλική Αρχαιολογική Αποστολή στο Αφγανιστάν, γνωστή ως Dafa, ανέσκαπτε το Αϊ-Χανούμ στο βόρειο τμήμα της χώρας, φέρνοντας στο φως ευρήματα που αποδείκνυαν τον ελληνιστικό χαρακτήρα εκείνης της πολιτείας. «Παράδειγμα χαρακτηριστικό» μας πληροφορεί ο κ. Σουλτάν «ήταν τα κορινθιακά κιονόκρανα σελευκικής προέλευσης και οι βάσεις αττικοασιατικού τύπου στα Προπύλαια ή η κεράμωση με τα ψημένα κεραμίδια του τόπου που είναι γνωστή από την Ολβία, την Ολυνθο και άλλες πόλεις του ελληνιστικού κόσμου». Οι συρράξεις που ακολούθησαν έμελλε ωστόσο να διακόψουν το έργο των γάλλων αρχαιολόγων δυσχεραίνοντας και το έργο των αποστολών οι οποίες έκαναν την εμφάνισή τους στα χρόνια που ακολούθησαν. Ο εμφύλιος ο οποίος ξέσπασε μετά την αποχώρηση των σοβιετικών στρατευμάτων το 1989 ήταν ωστόσο αυτός που θρυμμάτισε περισσότερο την πολιτιστική ταυτότητα της χώρας. Η αναρχία που επήλθε «άνοιξε» διάπλατα τις πόρτες στους αρχαιοκάπηλους, που έσπευσαν ανενόχλητοι να τη συλήσουν.
Το ερώτημα το οποίο τίθεται τώρα είναι αν οι φανατικοί Ταλιμπάν θα αποφασίσουν να αναστρέψουν το αρνητικό κλίμα που έχει δημιουργήσει η σκληρή εφαρμογή του ισλαμικού νόμου στον γυναικείο, πρωτίστως, πληθυσμό της χώρας τους, επιτρέποντας αφενός στη SPACH, στην UNESCO και στους διεθνείς οργανισμούς να δραστηριοποιηθούν στο έδαφός τους και αφετέρου στις αρχαιολογικές αποστολές να συνεχίσουν το ανασκαφικό έργο τους. Στο μεταξύ οι εχθροπραξίες συνεχίζονται. Η Καμπούλ δεν βομβαρδίζεται πια αλλά το μέτωπο έχει στηθεί 40 χλμ. έξω από τα τελευταία σπίτια της. Το Αφγανιστάν παραμένει, όπως λέει ο κ. Μουσούρης, «μια λησμονημένη τραγωδία».