Ο αρχιτέκτονας της φωτογραφίας





Δεν υπάρχει τίποτε στις φωτογραφίες του Γκαμπριέλε Μπαζίλικο που να αποπροσανατολίζει το βλέμμα. Φως διαυγές που αποστρέφεται τις σκιές, λήψεις συνήθως μετωπικές, φόρμες καθαρές που αναπτύσσονται ευτάκτως στα όρια του κάδρου. Μια γεωγραφία του σύγχρονου αστικού περιβάλλοντος που εξελίσσεται σε έργο καλλιτεχνικό με την αυστηρότητα ενός αρχιτέκτονα και την εσωτερικότητα ενός δημιουργού. Η δουλειά του, «καρπός» δημόσιας παραγγελίας, με την οποία μετέχει στην ομαδική έκθεση με τίτλο «Νίκαια» που εγκαινιάζεται την Πέμπτη στην γκαλερί «Νέες Μορφές» στο πλαίσιο του 7ου Διεθνούς Μήνα Φωτογραφίας, αποτελεί το δεύτερο «κομμάτι» των φωτογραφικών του διαδρομών που βλέπουμε στην Ελλάδα. Ο Μπαζίλικο μάς συστήθηκε πριν από οκτώ χρόνια με τα «Λιμάνια της θάλασσας» ­ μια έκθεση που διοργάνωσε το Ιταλικό Μορφωτικό Ινστιτούτο της Θεσσαλονίκης στο πλαίσιο της Φωτογραφικής Συγκυρίας ­ ως ευαίσθητος παρατηρητής, σε ένα πρώτο επίπεδο, του αστικού ιστού, αν και ο ίδιος φαίνεται ότι αποφεύγει τους όποιους ορισμούς. «Κάποιοι με χαρακτηρίζουν αρχιτέκτονα φωτογράφο, άλλοι πιστεύουν το αντίθετο. Εγώ θα σας έλεγα πως σκέφτομαι ως ένας φωτογράφος που είναι εξοικειωμένος με την αίσθηση του χώρου» εξηγεί στο «Βήμα» από το Μιλάνο όπου βρίσκεται, πόλη γενέθλια και πυρήνα της επαγγελματικής του δραστηριότητας. Εχοντας σπουδάσει αρχιτεκτονική στα τέλη της δεκαετίας του ’60 («πάντα ένιωθα την ανάγκη να εκφράζομαι με μολύβι») ο Μπαζίλικο ενέδωσε αρχικά στη φωτογραφία του «κοινωνικού ντοκουμέντου» επηρεαζόμενος από το έντονο πολιτικό κλίμα των χρόνων εκείνων και από φωτογράφους όπως ο Μπιλ Μπραντ, ο Ούγκο Μούλας και ο Τζιάνι Μπερένγκο Γκάρντιν. «Σταδιακά άρχισα να ενδιαφέρομαι για μια περισσότερο φορμαλιστική φωτογραφία, συνδεδεμένη στενά με τις δομές του χώρου. Το βασικότερο στοιχείο της φωτογραφίας είναι για μένα η οπτική. Η φωτογραφία είναι ένα μέσο για να χτίσεις κάτι γύρω από τον τρόπο του οράν. Η οπτική μου είναι κλασική, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι οι συνθέσεις μου είναι πάντα συμμετρικές» λέει χαρακτηριστικά, επισημαίνοντας ότι η καλλιτεχνική του δραστηριότητα εντάσσεται από τα τέλη της δεκαετίας του ’80 σε μια «σχολή» που στην Ιταλία ονομάζεται «φωτογραφία έρευνας».



Η πρώτη μεγάλη δουλειά του Μπαζίλικο ήταν για τη βιομηχανική ζώνη του Μιλάνου το 1983. Στη συνέχεια τα ταξίδια του τον οδήγησαν σε πόλεις ευρωπαϊκές ­ το 1990 τιμήθηκε μάλιστα με το βραβείο του παρισινού Μήνα Φωτογραφίας για τα «Λιμάνια της θάλασσας»­ αλλά και στη Βηρυτό, όπου βρέθηκε το 1991 σε μια ομαδική ανάθεση μαζί με φωτογράφους όπως ο Ρόμπερτ Φρανκ, ο Γιόζεφ Κουντέλκα, ο Ρεϊμόν Ντεπαρντόν και ο Ρενέ Μπουρί. «Αρχισα να δουλεύω πραγματικά στη Βηρυτό από τη στιγμή που την είδα ως μια σύγχρονη πόλη. Μια πόλη κατεστραμμένη από τον πόλεμο εμπεριέχει, βλέπετε, καλλιτεχνικά, πολλούς κινδύνους. Ο θάνατος μετατρέπεται συχνά σε αντικείμενο αισθητικό και αυτό είναι τρομερό» σχολιάζει ο φωτογράφος και επανέρχεται στην έννοια της αστικής εμπειρίας. «Διασχίζοντας τους δρόμους μιας πόλης αναζητώ τη μνήμη των πόλεων που έχω συναντήσει. Δεν γυρεύω τόπους όμορφους ή ενδιαφέροντες αλλά τόπους που να μου δίνουν συγκινήσεις τις οποίες έχω βιώσει ήδη αλλού, που μπορούν με άλλα λόγια να αποτελέσουν μέρος της ίδιας, της προσωπικής μου, ιστορίας. Με απασχολεί η εξέλιξη της σύγχρονης πόλης ­ τη θεωρώ ζωντανό σώμα. Νιώθω σαν ένα είδος αφηγητή που διηγείται με αργούς ρυθμούς την ιστορία του κόσμου».


Η «βραδύτητα του βλέμματος» αποτελεί άλλωστε τον πυρήνα της οπτικής του Μπαζίλικο, «όχι ως απάντηση στην «αποφασιστική στιγμή» του Ανρί Καρτιέ-Μπρεσόν αλλά ως έναν διαφορετικό τρόπο σκέψης. Για μένα αποφασιστική είναι η αντιστιγμή. Το βλέμμα δεν πρέπει να φυλακίζεται ανάμεσα στο πριν και στο μετά αλλά να μένει στο τώρα όσο το δυνατόν περισσότερο». Σε αυτή τη διαστολή της στιγμής εντοπίζεται για τον φωτογράφο και εκείνη «η λεπτή διαφορά ανάμεσα σε εκείνο που βλέπουμε και σε εκείνο που φανταζόμαστε», μια διαφορά που απεγκλωβίζει τις γεωμετρικές συνθέσεις του από το ρεαλιστικό επίπεδο. «Τα τοπία μου είναι φορτωμένα με ίχνη εσωτερικών διεργασιών αν και απέχουν από την όποια εννοιολογική προσέγγιση», εξηγεί χωρίς να διστάσει να εντάξει τη δουλειά του σε μια «σχολή» που ορισμένοι θεωρητικοί υποστηρίζουν ότι έχει ολοκληρώσει τον κύκλο της· τη φωτογραφία τοπίου. «Επί χρόνια ήταν μια τάση κυρίαρχη με κορυφαίους φωτογράφους, όπως ο Ρόμπερτ Ανταμς και ο Τόμας Στρουθ. Προσωπικά πιστεύω ότι δεν έχουμε φθάσει στο τέλος της. Απλώς το τοπίο από εδώ και στο εξής ίσως να εξελιχθεί σε ένα τοπίο ιδιωτικό, περισσότερο συμβολικό θα έλεγα».


Τον καιρό αυτόν ο Μπαζίλικο ολοκληρώνει τη δουλειά του για το Βερολίνο ­ πρόκειται για μια ανάθεση της Deutsche Akademische Architektur Denst ­, «την πόλη που διακατέχεται από την εμμονή της αναδόμησης». Τμήματα της δουλειάς αυτής μαζί με εκείνη, την παλαιότερη του Μιλάνου, και μια καινούργια για τη Βαλένθια που θα ακολουθήσει, θα παρουσιαστούν σε μια μεγάλη έκθεση η οποία θα εγκαινιαστεί τον Ιούνιο του 2001 στο «Istituto Valenciano de Arte Moderna». Εν τω μεταξύ η αναδρομική του έκθεση με τίτλο «Cityscapes», μέρος της οποίας πρωτοπαρουσιάστηκε στο «Stedelijk Museum» του Αμστερνταμ, πρόκειται να περιοδεύσει σε μουσεία της Ιταλίας και της Αργεντινής. «Υπάρχουν περίοδοι διαφορετικές στη δουλειά μου. Σήμερα οι εικόνες μου είναι πιο σκληρές από ό,τι ήταν δέκα χρόνια πριν. Το φως έχει φύγει από τα κάδρα μου και αυτό δεν έχει να κάνει μόνο με τις κοινωνικοπολιτικές εξελίξεις αλλά και με τη δική μου, εσωτερική, ιστορία».


Η ταυτότητα


Η έκθεση με τίτλο «Νίκαια» των Γκαμπριέλε Μπαζίλικο, Ερίκ Μπουρέ, Ντανιέλ Γκιγιόμ και Μπόγκνταν Κονόπκα εγκαινιάζεται την Πέμπτη, στις 8 μ.μ., στην γκαλερί «Νέες Μορφές» (Βαλαωρίτου 9, τηλ. 3616.165). Θα μείνει ανοικτή ως τις 7 Οκτωβρίου. Διοργανώνεται στο πλαίσιο του Διεθνούς Μήνα Φωτογραφίας που αρχίζει αύριο και θα ολοκληρωθεί στις 22 Οκτωβρίου με κεντρικό θέμα «(Αν)οίκεια πόλις». Με τη συνεργασία του Κέντρου Φωτογραφίας της Νίκαιας και του Φωτογραφικού Κέντρου Σκοπέλου.