Στα «αζήτητα» εξακολουθεί να παραμένει από το 1995 μελέτη που εκπονήθηκε με ευθύνη του υπουργείου Αιγαίου και αφορά την οργάνωση και τον επιχειρησιακό σχεδιασμό για την αντιμετώπιση φυσικών καταστροφών, όπως οι πυρκαϊές και η θαλάσσια ρύπανση. Η μελέτη αυτή, η οποία στοίχισε 53.000.000 δρχ. και ουσιαστικά έμεινε ανεκμετάλλευτη, ανατέθηκε από το υπουργείο Αιγαίου, επί υπουργίας του κ. Αντώνη Κοτσακά, κατόπιν ανοιχτής προκήρυξης σε εξειδικευμένο μελετητικό γραφείο των Αθηνών με τη συμμετοχή πανεπιστημιακών από το Τμήμα Δασολογίας και Φυσικού Περιβάλλοντος του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου. Να υπογραμμίσουμε ότι το υπουργείο Γεωργίας, το οποίο ήταν τότε καθ’ ύλην αρμόδιο, είχε συμβουλευτικό ρόλο σε όλη τη φάση εκπόνησης της μελέτης. Το τελικό σχέδιο παρουσιάστηκε και συζητήθηκε σε ευρεία σύσκεψη με συμμετοχή της Γενικής Γραμματείας Δασών. Σκοπός της μελέτης, την οποία έχει στη διάθεσή του «Το Βήμα», ήταν η διερεύνηση του τρόπου αντιμετώπισης των φυσικών καταστροφών στην περιοχή του Αιγαίου με κύριο άξονα τη δημιουργία Ολοκληρωμένου Συστήματος Δασοπροστασίας και Δασοπυρόσβεσης (ΟΣΔΔ) προσαρμοσμένου στις γεωγραφικές και κλιματολογικές συνθήκες των νησιών του Αιγαίου.



Η μελέτη αναφέρει σαφώς ότι έχει αποδειχθεί πως τα υφιστάμενα συστήματα και ειδικότερα εκείνα που αφορούν τη δασοπροστασία και πυρόσβεση δεν είναι σε θέση να αντιμετωπίσουν τους αυξημένους κινδύνους που απειλούν τα δασικά οικοσυστήματα των νησιών. Και αυτό γιατί δεν μπορούν να συνεκτιμήσουν τη συνέργεια των πολλαπλών κινδύνων και αιτιών των δασικών καταστροφών και πυρκαϊών, τις συνέπειες των περιβαλλοντικών επιπτώσεων και το μέγεθος του οικονομικού και κοινωνικού κόστους.


Στόχος της μελέτης ήταν η οργάνωση και ο επιχειρησιακός σχεδιασμός ενός συστήματος δασοπροστασίας και δασοπυρόσβεσης που να στηρίζεται στην ποσοτική και στην ποιοτική ανάλυση καθώς και στη συνεκτίμηση των δυνητικών κινδύνων και αιτιών, όπως προσδιορίζονται σε καθημερινή βάση (θερμοκρασία, υγρασία, ταχύτητα ανέμων, βλάστηση, προσπελασιμότητα, γειτνίαση με κατοικημένες περιοχές). Από μια τέτοια ανάλυση προκύπτει ανάγλυφη η χαρτογραφική εικόνα των δασών ανάλογα με την «κατηγορία επικινδυνότητας» και επομένως καθίσταται δυνατή η ορθολογική αξιοποίηση των μέσων πυρόσβεσης με τον καθημερινό σχεδιασμό και ανασχεδιασμό πυροπροστασίας και κατάσβεσης. Κρίθηκε μάλιστα τότε αναγκαία η δημιουργία μιας συνεχώς τροφοδοτούμενης βάσης δεδομένων για τη συστηματική μελέτη των αιτιών των πυρκαϊών κατά το πρότυπο άλλων χωρών.


Η ίδρυση Κέντρου Επιχειρησιακού Σχεδιασμού Δασικών Πυρκαϊών κρίθηκε αναγκαία, έτσι ώστε να διασφαλίζεται η επαγρύπνηση επί 24ώρη βάση και να αποτελεί σημείο επαφής για επείγουσες καταστάσεις οικολογικής καταστροφής.


* Η έδρα του Κέντρου


Η πρόταση για την επιλογή του τόπου εγκατάστασης του Κέντρου έγινε με κριτήριο την ελαχιστοποίηση του χρόνου επέμβασης σε περίπτωση εκδήλωσης της φυσικής καταστροφής. Η χωροθέτηση του Κέντρου στηρίζεται στο κριτήριο της ελαχιστοποίησης του χρόνου επέμβασης, ενώ ταυτόχρονα βελτιώνει αποτελεσματικά την προετοιμασία και τη συνεργασία μεταξύ των εμπλεκομένων αρχών. Στη μελέτη παρουσιάζονται εναλλακτικά σενάρια για τον αριθμό των Κέντρων (ένα ή δύο). Συγκεκριμένα το πρώτο σενάριο στηρίζεται στην ίδρυση ενός Κέντρου, (προσμετράται το γεγονός ότι το 100% της Ζώνης Α’ βαθμού επικινδυνότητας, το 76% της συνολικής προς επιτήρηση έκταση, το 95% της καμένης δασικής έκτασης κατά τις τελευταίες δεκαετίες και το 86% του αριθμού των πυρκαϊών συγκεντρώνονται στον άξονα Λέσβου-Χίου-Σάμου-Ρόδου) που με κριτήριο την ελαχιστοποίηση του χρόνου επέμβασης, ο τόπος εγκατάστασης να είναι ένα από τα νησιά Χίος ή Σάμος. Στο δεύτερο σενάριο προτείνεται η ίδρυση δύο Κέντρων με κριτήριο την επικινδυνότητα των περιοχών. Ως τόποι εγκατάστασης προτείνονται η Λέσβος και η Σάμος (με κάλυψη και των Δωδεκανήσων). Στην περίπτωση όμως που το Κέντρο εγκατασταθεί στη Ρόδο, τότε για το Βόρειο Αιγαίο προτείνεται η Χίος.


Η λογική της μελέτης στηρίζεται στον χρόνο επέμβασης για την κατάσβεση των πυρκαϊών. Αυτό που οι πρώτοι διδάξαντες Καναδοί ονομάζουν «time attack». Συγκεκριμένα υποστηρίζονται τα εξής: Η πρόληψη εστιάζεται στη δημιουργία δασοπυροσβεστικών ομάδων επιφυλακής, δικτύου παρατηρητηρίων και δικτύου επικοινωνίας για την κατά το δυνατόν ταχύτερη επισήμανση και αναγγελία κάθε επεισοδίου πυρκαϊάς. Η κατάσβεση εστιάζεται στην κατά το δυνατόν άμεση επέμβαση των δασοπυροσβεστικών συνεργείων και ομάδων επιφυλακής για τον έλεγχο κατ’ αρχήν της φωτιάς και στην ενίσχυσή τους με νέες ομάδες εφόσον δεν επιτευχθεί σε εύλογο χρόνο η κατάσβεση. Τέλος η φύλαξη αποσκοπεί στον έλεγχο των τελευταίων εστιών της φωτιάς και κυρίως όσων σημείων καίνε υπογείως ώστε να αποφευχθεί η αναζωπύρωση.


Το σχήμα αυτό αναπτύσσουν και οι προηγμένες στον τομέα δασοπυρόσβεσης δασοπροστασίας χώρες, όπως Γαλλία, Ισπανία, ΗΠΑ, Καναδάς Αυστραλία. Με τη διαφορά ότι στις χώρες αυτές ο φορέας διαχείρισης των δασικών πυρκαϊών είναι στελεχωμένος με πολύ περισσότερο εξειδικευμένο και διαρκώς επιμορφούμενο προσωπικό όλων των βαθμίδων που ασχολείται με τη δασοπυρόσβεση.


* Ο χρόνος επέμβασης


Μεταξύ του χρόνου έναρξης της πυρκαϊάς και του χρόνου επέμβασης (με τις συνθήκες λειτουργίας του συστήματος στις προηγμένες χώρες) η παρεμβαλλόμενη ιδανική χρονική διάρκεια σε αποστάσεις μεγαλύτερες από τα δικά μας δεδομένα είναι τα 10 λεπτά της ώρας. Οι περιοχές που προσβάλλονται συχνά από δασικές πυρκαϊές είναι η Νότια Ευρώπη, η Βόρεια Κίνα, η Νότια Αυστραλία, η Νότια Καλιφόρνια, η κεντρική Χιλή και η Νότια Αφρική. Περιοχές δηλαδή όπου θερμή και υγρή εποχή ακολουθείται από μακρά, ξηρή και θερμή εποχή. Η βιομάζα των φυτών που αναπτύσσεται στην πρώτη φάση μετατρέπεται σε καύσιμη ύλη για τη δεύτερη. Ακόμη μεγαλύτερες δασικές πυρκαϊές προκύπτουν όταν η ξηρή θερμή περίοδος είναι ταυτόχρονα και περίοδος ισχυρών ανέμων για πολλές ημέρες ή και μήνες το καλοκαίρι. Τούτο συμβαίνει στο Αιγαίο και γενικότερα στη Μεσόγειο. Μόνο στην περιοχή της Μεσογείου συμβαίνουν κάθε χρόνο κατά μέσον όρο περισσότερες από 2.000 πυρκαϊές που καίνε περισσότερα από 25.000 ha τον χρόνο. Πυρκαϊές υπό καθεστώς ισχυρών ανέμων μεταφέρονται με μεγάλη ταχύτητα αλλά και δημιουργούν νέες εστίες σε μεγάλες σχετικά αποστάσεις από το κυρίως (αρχικό) μέτωπο με δυσάρεστες συνέπειες. Αυτό συμβαίνει τόσο στις έρπουσες πυρκαϊές σε ποώδη βλάστηση όσο και στις επικόρυφες πυρκαϊές σε δενδρώδη βλάστηση. Ανάλογα με το είδος της βλάστησης είναι δυνατόν ­ συμβαίνει σχεδόν πάντοτε σε ημέρες που πνέουν ισχυροί άνεμοι ­ μία έρπουσα πυρκαϊά να μετατραπεί σε επικόρυφη όπως στα πευκοδάση.


* Εξακρίβωση των αιτιών


Σύμφωνα με τα στοιχεία που προκύπτουν από τη σχετική μελέτη για τη χρονική περίοδο 1983-1992, μόνο για το 35% του αριθμού των πυρκαϊών έχουν εξακριβωθεί οι αιτίες, ποσοστό το οποίο θεωρείται σημαντικά χαμηλό. Από το σύνολο των πυρκαϊών μόνο το 6% οφείλεται σε τυχαία γεγονότα (βραχυκύκλωμα καλωδίων της ΔΕΗ 3,7% του συνόλου, κεραυνοί 2,4%). Επειδή τα βραχυκυκλώματα των καλωδίων υψηλής τάσης συμβαίνουν κατά τις ημέρες ανέμων ισχυρής έντασης, οι πυρκαϊές που ακολουθούν είναι ιδιαίτερα καταστροφικές. Στο 29% του συνόλου των πυρκαϊών τα εξακριβωμένα αίτια είναι ανθρωπογενή. Το 12% προέρχονται από τις δραστηριότητες των εργαζομένων στην ύπαιθρο (6%) και από την καύση της καλαμιάς των αγρών (6%).


Η αποτελεσματικότητα του τότε υπάρχοντος συστήματος πυροπροστασίας κρίθηκε ανεπαρκής. Οι δυνατότητες για έγκαιρη επέμβαση στην εστία της φωτιάς ικανού σε αριθμό, εξοπλισμό και κατάρτιση, προσωπικού, βρέθηκαν πολύ μικρές σύμφωνα με την πιο ευνοϊκή κρίση. Το ανεπαρκές οδικό δίκτυο, η εξάρτηση από ιδιωτικές εταιρείες για τη συγκοινωνία μεταξύ των νησιών, η αδυναμία σε πολλές περιπτώσεις για επικοινωνία του κέντρου συντονισμού και η έλλειψη ικανού προσωπικού κάνουν το έργο της δασοπυρόσβεσης στα νησιά του Αιγαίου δύσκολο και αναποτελεσματικό. Μια σειρά μέτρων που προτάθηκαν με άμεση προτεραιότητα είναι:


1) Η λήψη θεσμικών μέτρων τα οποία πρέπει να αποβλέπουν στην άμεση διευθέτηση των θεμάτων ιδιοκτησίας, χρήσεων και διαχείρισης γης, κοινωνικών και οικονομικών προτεραιοτήτων και τουριστικής ανάπτυξης ώστε να αποτραπεί ένας μεγάλος αριθμός πυρκαϊών που οφείλονται σε ανθρωπογενείς αιτίες.


2) Λήψη προληπτικών μέτρων πριν από την εκδήλωση πυρκαϊάς και περιλαμβάνουν καθαρισμούς και διαχείριση της καύσιμης ύλης, δημιουργία δικτύου αντιπυρικών λωρίδων σε στρατηγικά σημεία, αποτελεσματικές περιπολίες και φύλαξη σε περιόδους και τόπους υψηλού κινδύνου, ορθολογική κατασκευή και συντήρηση υδατοδεξαμενών και δρόμων.


Προτείνεται επίσης η δημιουργία ομάδων κρούσης κατά τόπου που να δουλεύουν πάντα μαζί με έναν ομαδάρχη και να έχουν καλή γνώση των αρχών και τακτικής δασοπυρόσβεσης.


Η κατάρα της Μεσογείου


Τα μεσογειακά δασικά οικοσυστήματα χαρακτηρίζονται ευαίσθητα και εξαιρετικά «εύφλεκτα». Φρυγανότοποι και χορτολίβαδα, θαμνώνες αείφυλλων πλατύφυλλων και δάση τραχείας πεύκης συνθέτουν ένα εξαιρετικά ευπαθές οικοσύστημα, το οποίο απαιτεί ιδιαίτερη και επαυξημένη προστασία. Η φωτιά ήταν ανέκαθεν ένας οικολογικός παράγοντας του μεσογειακού οικοσυστήματος. Η συχνότητα εμφάνισης πυρκαϊών στα δάση της Μεσογείου ήταν 70 περίπου χρόνια. Η φωτιά αντιμετωπιζόταν σαν μια φυσική δύναμη η οποία βοηθούσε στη διατήρηση της οικολογικής ισορροπίας σε κάθε περιοχή. Μόνο που τα χρόνια κύλησαν και οι ανθρώπινες επεμβάσεις στη φύση πολλαπλασιάστηκαν. Στο όνομα της ανάπτυξης οι φρυγανότοποι, οι θάμνοι, η τραχεία και η χαλέπιος έγιναν βορά στα χέρια απρόσεκτων βοσκών και γεωργών, κάθε λογής καταπατητών, ασυνείδητων τοπικών αρχών, οι οποίοι φοβούμενοι το πολιτικό κόστος δεν παίρνουν μέτρα για ταφή των σκουπιδιών συνεχίζοντας την καύση. Θλιβερό φαινόμενο αποτελεί και η αδιαφορία των «πολιτών» οι οποίοι συνηθίζουν να κοιτούν το έργο της δασοπυρόσβεσης από το καφενείο, εκτός φυσικά αν κινδυνέψει το δικό τους σπίτι. Ολα αυτά δίνουν κάθε χρόνο την «ευκαιρία» στους κατοίκους αυτής της χώρας, και όχι μόνον, να απαντούν στο παιδιόθεν ερώτημα του πώς είναι μία βιβλική καταστροφή, χωρίς να χρειασθεί να περιμένουν τη Δευτέρα Παρουσία.