«Είμαι ο μεγάλος… δεύτερος»




«Ενα βραβείο είναι κάτι το αναπάντεχο. Και είναι τόσο πιο όμορφο και πιο λαμπερό όταν δεν το περιμένεις. Οπως δεν το περίμενα εγώ. Σαν παλιά καραβάνα που έχω παίξει πλάι σε πολύ μεγάλους ηθοποιούς, όπως η Κατίνα Παξινού, το να παίρνει εκείνη βραβείο είναι κάτι το αυτονόητο, κάτι που έρχεται από μόνο του. Το να παίρνω εγώ που δεν έχω το εύρος και το ειδικό βάρος αυτών των ηθοποιών είναι κάτι άλλο. Και βέβαια είναι μια χαρά. Μια μεγάλη χαρά και ευχαριστώ την επιτροπή που μου το έδωσε». Ο Γιώργος Τσιτσόπουλος κάθεται απέναντί μου και μιλάει για το θέατρο που υπηρετεί εδώ και σχεδόν μισόν αιώνα. Για την ερμηνεία του στον ρόλο του πάστορα Μάντερς στο έργο του Ιάκωβου Καμπανέλλη «Στη χώρα Ιψεν», που ανέβηκε στο Ανοιχτό Θέατρο, σε σκηνοθεσία Γιώργου Μιχαηλίδη, του απενεμήθη το θεατρικό βραβείο «Κάρολος Κουν» 1998-1999. «Γι’ αυτό και θέλω να ευχαριστήσω τον Γιώργο Μιχαηλίδη που συμπορευθήκαμε σε αυτή την παράσταση και φυσικά τον εκλεκτό μου φίλο Ιάκωβο Καμπανέλλη που μας έδωσε αυτό το ισχυρό και εμπνευσμένο κείμενο», προσθέτει ο καλλιτέχνης. Ηταν μια μεγάλη στιγμή της θεατρικής του καριέρας; «Ναι» συμφωνεί και βιάζεται να προσθέσει: «Χωρίς όμως να είμαι ένας μεγάλος ηθοποιός. Δεν έχω καβαλήσει κανένα καλάμι. Ισως είμαι, για να χρησιμοποιήσω μια έκφραση που έλεγε ο Μινωτής, «ο μεγάλος… δεύτερος»».


Σεμνός; «Είμαι ένας άνθρωπος χαμηλών τόνων. Δεν πιστεύω ότι το θράσος πρέπει να κυριαρχεί στη ζωή μας. Πρέπει να επικρατούν η εμπιστοσύνη, η εκτίμηση. Και σήμερα αυτά λείπουν όχι μόνο από την τέχνη αλλά από την ίδια τη ζωή μας». Για το βραβείο έμαθε μόλις δύο ημέρες πριν, και όχι με βεβαιότητα, «γιατί συνυποψήφια ήταν η συμμαθήτριά μου, η θαυμάσια ηθοποιός, η Βέρα Ζαβιτσιάνου. Από τα μεγάλα ταλέντα της γενιάς μου. Ημασταν μαζί στο Θέατρο Τέχνης. Ενας άλλος συμμαθητής μας, ο Θόδωρος ο Κατσαδράμης, είχε βγάλει τον όρο «ζαβιτσανισμός». Η Βέρα ήταν και είναι ένα υπέροχο πλάσμα με μεγάλες υποκριτικές δυνατότητες. Επρεπε να τη δεις στο «Καλοκαίρι και καταχνιά», στο «Bus Stop»» λέει και γυρίζει πίσω τον χρόνο.


Κατάθεση ψυχής


Είναι άραγε μια καταξίωση το βραβείο; τον ρωτάω. «Ενα βραβείο, κατ’ αρχήν, κάτι λέει. Λέει ότι εδώ κάτι συμβαίνει. Τώρα αν αυτό επηρεάζει και τους άλλους, δεν ξέρω. Θα ήθελα να τους επηρεάζει προς το καλό. Αλλά έχει σημασία και από πού προέρχεται το βραβείο. Το να σου το δώσει ένας σύλλογος κυνηγών δεν είναι το ίδιο με το να σου το δώσουν κάποιοι άνθρωποι που είναι μέσα στο αντικείμενο, που πάσχουν για το θέατρο, που γράφουν. Γιατί και η κριτική είναι μια μορφή τέχνης. Οσο πιο ποιητής είναι ο κριτικός τόσο πιο σπουδαίο είναι το αποτέλεσμα. Τόσο πιο σωστό και καταξιωμένο είναι. Οταν ο Παλαμάς έκρινε τον Ρίτσο, είχε σημασία. Οι μεγάλοι στον τομέα τους κρίνουν και πιο σωστά. Κατηγορούμε συχνά την κριτική. Κι όμως προσφέρει πολλά. Βοηθάει την τέχνη, την ονοματίζει. Ο Μάρτιν Εσλιν ονομάτισε το «θέατρο του παραλόγου». Φυσικά έχει μεγάλη σημασία για μένα το ότι πήρα το βραβείο που φέρει το όνομα του Κάρολου Κουν». Αλλά προσθέτει ότι δεν πρέπει να κάθεσαι πάνω σε ένα βραβείο. Αλλωστε δεν το σκέφτεται όταν παίζει.


Ο Γιώργος Τσιτσόπουλος πιστεύει ότι επί σκηνής ο ηθοποιός εκθέτει την ψυχή του. Και μαζί απελευθερώνει και το σώμα του. «Ως το σημείο να βγάλουν τα χέρια του φτερά και να πετάξει. Οταν πετάξει με τα χέρια ο ηθοποιός και γίνει ένας μικρός άγγελος, τότε τα πράγματα είναι τόσο ωραία. Βέβαια οι στιγμές που ο ηθοποιός ίπταται είναι λίγες. Γι’ αυτό και όταν αναφερόμαστε σε έναν σημαντικό ηθοποιό λέμε ότι «έπρεπε να τον δεις στον τάδε και στον δείνα ρόλο». Να έβλεπες τον Βεάκη στον «Ληρ» ή, όπως είχα την τύχη να τον δω εγώ, στη «Δάφνη Λορεόλα» με την Κυβέλη, στο Εθνικό. Και αυτές τις στιγμές τις νιώθει ο θεατής. Δεν ακούγεται ούτε η ανάσα του κοινού, δεν βήχει, δεν κουνιέται κανείς. Αυτές οι στιγμές είναι η ίδια η ζωή. Αυτή είναι άλλωστε η διαφορά του θεάτρου από τον κινηματογράφο. Σινεμά είναι το παρελθόν, η εικόνα, η μισή αλήθεια. Ενώ το θέατρο είναι αλήθεια, είναι ομορφιά».


Ρόλοι-σταθμοί


Η συνάντηση με έναν ρόλο είναι ένα ταξίδι. «Με το που παίρνω έναν ρόλο» λέει ο ηθοποιός «τον πλησιάζω μετά φόβου, με μια ιερότητα. Τον φοβάμαι. Από τον πρώτο ρόλο που έπαιξα στην «Αυλή των θαυμάτων» του Καμπανέλλη στο Υπόγειο, όπου έλεγα τη φράση «Δεν μου λέτε, τα κουφώματα αυτά είναι για πούλημα;», ως τις 70 σελίδες στη «Χώρα Ιψεν», πάλι του Καμπανέλλη, πάντα μετά φόβου τον αντιμετώπιζα. Γιατί πρέπει να ανταποκριθείς στα υψηλά, να περάσεις τα ευτελή, να ανταποκριθείς σε αυτό που αποφάσισες να κάνεις. Και αυτό είναι το να εκφρασθείς. Η έκφραση είναι κάτι που μπορεί να σε οδηγήσει ακόμη και στον θάνατο».


Θυμάται ότι όταν ερμήνευε τον Σαντ, στο έργο «Μαρά Σαντ» του Πίτερ Βάις, σε σκηνοθεσία του Κοραή Δαμάτη, στις πρόβες έπαιξε μια σκηνή και αμέσως μετά είπε: «Αυτή τη σκηνή δεν μπορώ να την ξαναπαίξω έτσι, γιατί θα πεθάνω». Και δεν την ξαναέπαιξε έτσι γιατί δεν μπορούσε. «Το θέατρο είναι πιο γνήσιο από τη ζωή. Κάθε φορά είναι σαν να μπαίνω σε στοά, σε κατακόμβη. Φοβάμαι. Προσπαθώ να κάνω τα άυλα πράγματα υλικά. Και να δώσω ένα ωραίο άνθος».


Ο Γιώργος Τσιτσόπουλος πιστεύει ότι υπάρχουν ρόλοι-σταθμοί. «Από την αρχή της καριέρας μου στον θίασο της Μαρίκας Κοτοπούλη, το 1955, λίγες είναι οι στιγμές, λίγοι οι ρόλοι που μπορώ να πω ότι κάτι συνέβη. Θα ήθελα να αναφερθώ στον τρελό της «Δωδεκάτης νύχτας» με τον Ευγγελάτο στο Εθνικό, στον Φιλέα Φογκ στον «Γύρο του κόσμου σε 80 ημέρες», πάλι με τον Ευαγγελάτο στο Αμφι-Θέατρο, στον Ηθοποιό στον «Βυθό» του Γκόρκι, στο φεγγάρι στον «Ματωμένο γάμο» με τους Παξινού – Μινωτή, στον πάστορα Μάντερς στη «Χώρα Ιψεν» του Καμπανέλλη» καταλήγει.