Ξενίζει πολλούς ο καθαρά πολιτικός χαρακτήρας των αρχιεπισκοπικών παρεμβάσεων. Και δεν είναι λίγοι εκείνοι που καταλογίζουν στον Προκαθήμενο της ελληνικής Εκκλησίας την εισαγωγή «δαιμονίων» στην πολιτική ζωή του τόπου. Ως εδώ θα συμφωνήσουμε. Με μια επισήμανση ωστόσο. Ολα αυτά μπορεί να είναι «δαιμόνια», δεν είναι όμως και «καινά». Μια αναδρομή στην εκκλησιαστική ιστορία της Ελλάδας δείχνει ότι από το 1833, οπότε ανακηρύχθηκε το Αυτοκέφαλον της Εκκλησίας της Ελλάδος και απεκόπη ο «ομφάλιος λώρος» με το Οικουμενικό Πατριαρχείο, όλοι όσοι κάθησαν στον αρχιεπισκοπικό θρόνο αλλά και η πλειονότητα των ανώτερων κληρικών, άλλος λιγότερο και άλλος περισσότερο, έπαιξαν ρόλο στα πολιτικά πράγματα, υπηρετώντας συγκεκριμένες παρατάξεις, είτε για να εξυπηρετήσουν τις δικές τους προσωπικές φιλοδοξίες είτε για να προσφέρουν υπηρεσίες στο Κράτος με αντάλλαγμα τη μη αμφισβήτηση της «κυρίαρχης» θέσης της ελληνικής Εκκλησίας σε σχέση με άλλες Εκκλησίες και δόγματα, και τη διατήρηση καθαρά «κοσμικών» εξουσιών τους.


Ολα αυτά τα χρόνια η Εκκλησία αποτέλεσε ουσιαστικά μια διοικητική προέκταση του Κράτους και οι δύο πλευρές διαμόρφωσαν ένα πλαίσιο σχέσεων που το χαρακτήριζαν κυρίως οι επεμβάσεις της Πολιτείας στα εκκλησιαστικά πράγματα και η μεταφορά των αντιπαραθέσεων της πολιτικής στον εκκλησιαστικό χώρο. Και η Εκκλησία της Ελλάδος, παρά την τεράστια πνευματική δύναμή της, παρέμεινε ουσιαστικά υποταγμένη στο Κράτος.


Για δεκάδες χρόνια, ακόμη και το 1967 με την εκλογή Ιερωνύμου, η Πολιτεία επέλεγε τον Αρχιεπίσκοπο με το λεγόμενο «τριπρόσωπο», ένα κατάλοιπο των χρόνων του Βυζαντίου. Και δεν ήταν λίγες οι φορές που χρησιμοποιήθηκαν οι Αριστίνδην Σύνοδοι των «ημετέρων» Ιεραρχών που διόριζαν οι κυβερνήσεις για να εξασφαλίσουν την εκλογή του εκλεκτού τους στον αρχιεπισκοπικό θρόνο.


* Βενιζελικοί και βασιλικοί


Είναι εξόχως διδακτικό το παράδειγμα της μετατροπής του πολιτικού διχασμού βενιζελικών – βασιλικών (1915-1927) σε εκκλησιαστικό και των αλλαγών αρχιεπισκόπων που ακολουθούσαν τις αλλαγές κυβερνήσεων. Ο βασιλόφρων Θεόκλητος Μηνόπουλος πρωτοστατεί στο γνωστό «Ανάθεμα» του Ελευθερίου Βενιζέλου (1916) και, όταν ο Βενιζέλος επιστρέφει στην Αθήνα, καθαιρείται και φυλακίζεται και στη θέση του εκλέγεται από Αριστίνδην Σύνοδο ο βενιζελικός Μελέτιος Μεταξάκης (αρχές 1918). Το 1920 η ιστορία επαναλήφθηκε με αντεστραμμένους τους ρόλους. Ο Μεταξάκης απολύθηκε με ένα απλό κυβερνητικό έγγραφο και στον θρόνο επανήλθε ο Θεόκλητος, για να απολυθεί και αυτός με τη σειρά του ­ οριστικά αυτή τη φορά ­ μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή και την Επανάσταση του ’22. Τον Θεόκλητο διαδέχθηκε ο Αρχιμανδρίτης Χρυσόστομος Παπαδόπουλος και μαζί μ’ αυτόν κατέλαβαν μητροπολιτικούς θρόνους νεαροί ιερωμένοι μέλη της φίλα προσκείμενης στη βενιζελική παράταξη «Παγκληρικής Ενώσεως» (ο μετέπειτα Αρχιεπίσκοπος Δαμασκηνός Παπανδρέου, ο μετέπειτα Οικουμενικός Πατριάρχης Αθηναγόρας Σπύρου κ.ά.). Η απόφαση για τις αλλαγές στην Εκκλησία ελήφθη σε σύσκεψη στο γραφείο του αρχηγού της Επανάστασης Ν. Πλαστήρα με τη συμμετοχή των μελών του προεδρείου της «Παγκληρικής Ενώσεως» και υπουργών (Γονατάς, Σιώτης, Σιδέρης, Ρέντης).


Καθαρά πολιτική ήταν και η εκλογή, το 1938, του διαδόχου του Χρυσοστόμου έπειτα από μια άγρια σύγκρουση των Ανακτόρων με τον δικτάτορα Μεταξά. Τα Ανάκτορα και ορισμένοι υπουργοί υποστήριζαν τον «βενιζελογενή» μητροπολίτη Κορινθίας Δαμασκηνό Παπανδρέου. Ο Μεταξάς τον βασιλόφρονα Μητροπολίτη Τραπεζούντος Χρύσανθο. Τον πρώτο γύρο της αντιπαράθεσης τον κερδίζουν τα Ανάκτορα, και ο Δαμασκηνός με μία ψήφο διαφορά εκλέγεται Αρχιεπίσκοπος. Ο Μεταξάς αντιδρά και, επιστρατεύοντας τους μηχανισμούς των υπηρεσιών Ασφαλείας (είναι χαρακτηριστικές οι εγγραφές στο ημερολόγιό του για τις παρακολουθήσεις των τηλεφώνων υπουργών από τους πράκτορες του πανίσχυρου υφυπουργού Ασφαλείας Μανιαδάκη) αλλά και το… Συμβούλιο της Επικρατείας, ανατρέπει το αποτέλεσμα και αρχιεπίσκοπος εκλέγεται ο Χρύσανθος.


Ο Δαμασκηνός αρνείται να αναγνωρίσει το αποτέλεσμα και τίθεται σε περιορισμό με αστυνομική φρουρά στο μοναστήρι της Φανερωμένης στη Σαλαμίνα.


Στον αρχιεπισκοπικό θρόνο θα επιστρέψει το 1941, όταν ο Χρύσανθος θα αρνηθεί να υποδεχθεί τους κατακτητές και να ορκίσει την πρώτη κυβέρνηση δωσίλογων του στρατηγού Τσολάκογλου.


Στα επόμενα χρόνια τόσο ο Δαμασκηνός ­ ο οποίος κατείχε και τη θέση του αντιβασιλέα από τα τέλη του ’44 ως και το φθινόπωρο του ’47 (και για λίγες ημέρες και του πρωθυπουργού) ­ όσο και ο Χρύσανθος ως εκπρόσωπος του εξόριστου Γεωργίου Β´ ­ θα παίξουν πρωταγωνιστικό ρόλο στα πολιτικά πράγματα.



Τα πέτρινα χρόνια του εμφυλίου πολέμου η Εκκλησία της Ελλάδος ήταν ένας από τους σημαντικότερους στυλοβάτες της κυβέρνησης και η οργάνωση «Ζωή» με τους χιλιάδες υποστηρικτές έπαιζε πρωτεύοντα ρόλο στην ιδεολογική αντιπαράθεση με την Αριστερά. Τότε στην Ευρώπη ιδρύονταν πανίσχυρα χριστιανοδημοκρατικά κόμματα και στη χώρα μας μέσα στα σχέδια των Ανακτόρων περιλαμβάνονταν και ο μετασχηματισμός του «χριστιανικού κινήματος» σε πολιτική δύναμη με ηγέτη τον επικεφαλής της «Χριστιανικής Ενώσεως Επιστημόνων» καθηγητή Αλ. Τσιριντάνη. Αξίζει πάντως να σημειωθεί ότι η Εκκλησία της Ελλάδος παρά τη σκληρότητα του εμφυλίου πολέμου δεν προχώρησε σε αφορισμό των οπαδών της Αριστεράς, όπως έκανε εκείνα τα χρόνια η Καθολική Εκκλησία.


Εκείνες τις ημέρες τέθηκαν τα θεμέλια της στενής σχέσης ανάμεσα στην Εκκλησία και στις Ενοπλες Δυνάμεις ­ τότε που οι περισσότεροι μάχιμοι Αρχιμανδρίτες με την υπηρεσία τους στη γραμμή των πρόσω αποκτούσαν το σημαντικότερο προσόν για να γίνουν Μητροπολίτες. Δεν είναι τυχαίο ότι ακόμη και αρκετά χρόνια μετά τη μεταπολίτευση, το 1984, επί κυβερνήσεως ΠαΣοΚ, το ένα τρίτο των μελών της Ιεραρχίας δήλωναν υπερηφάνως στα βιογραφικά τους ­ τα οποία δημοσιεύονται στα επίσημα «Δίπτυχα» (Ημερολόγιο) της Εκκλησίας ­ την προϋπηρεσία τους στον Στρατό και στη Μακρόνησο στην περίοδο του Εμφυλίου. Ακόμη και σήμερα, το 2000, υπάρχει Μητροπολίτης, ο Μεσογαίας και Λαυρεωτικής Αγαθόνικος Φιλιππότης, που δηλώνει στο βιογραφικό του, στα «Δίπτυχα», την προϋπηρεσία του ως στρατιωτικού ιερέα στη Μακρόνησο.


Εκφραση αυτής ακριβώς της διασύνδεσης ήταν και τα όσα διαδραματίστηκαν τον Μάιο του 1951 στο κίνημα των ακροδεξιών αξιωματικών του ΙΔΕΑ, οι οποίοι ­ όπως απεδείχθη στην ανάκριση που έγινε μετά το άδοξο τέλος του ­ σχεδίαζαν να ορίσουν πρωθυπουργό τον Αρχιεπίσκοπο Σπυρίδωνα, έναν κληρικό με έντονη πολιτική παρουσία. Ο διάδοχος του Δαμασκηνού είχε πρωταγωνιστήσει στη συνθηκολόγηση των στρατηγών του Μετώπου της Αλβανίας με τους Γερμανούς, παρά τις αντίθετες διαταγές της κυβέρνησης των Αθηνών, και στη διάρκεια της Κατοχής είχε συμβάλει στον περιορισμό της δράσης του ΕΑΜ.


Χαρακτηριστικό είναι και το γεγονός ότι σε όλα τα σχέδια των μετεμφυλιακών κυβερνήσεων για τον περιορισμό της δύναμης της Αριστεράς πάντα υπήρχε ένα ειδικό κεφάλαιο για την ενεργοποίηση των Ιεραρχών. Σε ένα από τα παραρτήματα του γνωστού σχεδίου «Περικλής» για τις εκλογές της βίας και της νοθείας του 1961 διαβάζουμε και τα εξής:


«Ο Α/ΓΕΕΘΑ να ενημερώσει την Ιεραρχίαν της Εκκλησίας κατά την προσεχή Σύνοδον.


(…) Να σταλούν υπό ΓΕΕΘΑ προς τους Ανωτέρους Στρατιωτικούς Διοικητάς δι’ ενημέρωσιν των μητροπολιτών και ανάλογοι υπό ΓΔΕΑ (Γενική Διεύθυνσις Εθνικής Ασφαλείας) προς τους Ανωτέρους Διοικητάς Χωροφυλακής…».


Στο ίδιο πλαίσιο εντάσσεται και η συνεργασία ακόμη και των μυστικών υπηρεσιών όπως η ΚΥΠ με Ιεράρχες για την αντιμετώπιση των κατά καιρούς «αντεθνικών» και «αντιορθοδόξων» ομάδων.


Οι διάδοχοι του Δαμασκηνού Σπυρίδων Βλάχος (1949-1956), Δωρόθεος Κοτταράς (1956-1957) και Θεόκλητος Παναγιωτόπουλος (1957-1962) δεν συνάντησαν δυσκολίες στην εκλογή τους. Φίλοι των μετεμφυλιακών κυβερνήσεων, δεν θα μπορούσαν να αμφισβητηθούν μέσα σε ένα κλίμα όπου και η παραμικρή επιφύλαξη θα μπορούσε να στοιχίσει στους «αντιρρησίες» τη «ρετσινιά» του συνοδοιπόρου των κομμουνιστών. Δίπλα τους είχαν μια Ιεραρχία έντονα συντηρητική και αντικομμουνιστική, η οποία όχι μόνο δεν στήριξε το αίτημα της πλειονότητας του λαού για εθνική συμφιλίωση και λήθη αλλά αντίθετα η πλειονότητά της το πολέμησε. Να θυμίσουμε το επεισόδιο του Μητροπολίτη Σύρου Φιλαρέτου με τον Ν. Πλαστήρα στις 15 Αυγούστου 1950 στην Τήνο, όταν ο τότε πρωθυπουργός μίλησε για την ανάγκη μέτρων επιεικείας.


Οι ίδιοι Ιεράρχες είναι αυτοί οι οποίοι το 1958 απαγόρευσαν τη συμμετοχή των κληρικών στις βουλευτικές εκλογές γιατί, όπως είπε ο τότε Αρχιεπίσκοπος Θεόκλητος, δεν ήταν δυνατός ο έλεγχός τους: «Δεν συμφέρει να ψηφίζουν οι κληρικοί διότι, εάν επικρατήσει κατά τας εκλογάς η μεριά την οποίαν θα υποστηρίξει η Εκκλησία, έχει καλώς, εάν όμως αποτύχει, τι δέον γενέσθαι τότε; Συνεπώς ακούσατε και εμέ: ποτέ ψήφον μη δεχθήτε διότι είναι ζήτημα αν σας ακούσουν οι ιερείς και θα επέλθη εξευτελισμός του Κλήρου».


Το 1959 η Εκκλησία της Ελλάδος εισήλθε σε μια μεγάλη κρίση, που την απείλησε ακόμη και με διχασμό. Από τη μία πλευρά του μετώπου βρισκόταν η πλειονότητα των Μητροπολιτών που επεδίωκαν να μετατεθούν σε οικονομικά ισχυρότερες μητροπόλεις, με την εφαρμογή του γνωστού «μεταθετού». Και από την άλλη η τότε κυβέρνηση της ΕΡΕ, η οποία σε συνεργασία με τον Αρχιεπίσκοπο επεδίωκε την εκλογή «ημετέρων» στις κενές θέσεις μητροπολιτών. Παράλληλα, πιεζόμενη από βουλευτές της ΕΡΕ οι οποίοι όφειλαν την εκλογή τους στους δεσμούς τους με τις πανίσχυρες εκκλησιαστικές οργανώσεις, που είχαν τη δύναμη να κατεβάσουν στους δρόμους μεγάλες μάζες, επεδίωκε την κατάργηση του… αμαρτωλού «μεταθετού». Η διαμάχη αυτή, η οποία ταλαιπώρησε όλες τις μετέπειτα κυβερνήσεις, έληξε ουσιαστικά με το πραξικόπημα της 21ης Απριλίου 1967.


Ο μακροβιότερος Αρχιεπίσκοπος


Τον Νοέμβριο του 1973, όταν ανετράπη ο Παπαδόπουλος από τον Ιωαννίδη, τον νέο «πρόεδρο» Φ. Γκιζίκη και τον «πρωθυπουργό» Ανδρουτσόπουλο δεν τους όρκισε ο Ιερώνυμος, αλλά ο τότε Μητροπολίτης Ιωαννίνων Σεραφείμ, ο οποίος είχε κληθεί εσπευσμένα από την επαρχία του από τον «αόρατο» δικτάτορα, με τον οποίο γνωριζόταν από τις οργανώσεις παλαιμάχων του ΕΔΕΣ του Ναπολέοντος Ζέρβα. Ο Ιερώνυμος διαμαρτυρήθηκε, αλλά οι νέοι δικτάτορες είχαν προδιαγράψει την τύχη του.


Στις 15 Δεκεμβρίου 1973 υποχρεώθηκε σε παραίτηση, και τον Ιανουάριο του 1974 η Σύνοδος των Μητροπολιτών που είχαν εκλεγεί προ του 1967 εξέλεξε Αρχιεπίσκοπο τον Σεραφείμ.


Μαθητής της «σχολής Δαμασκηνού» ο Σεραφείμ ήταν ο μακροβιότερος Αρχιεπίσκοπος της Εκκλησίας της Ελλάδος. Τραχύς και λαϊκός, όπως ο δάσκαλός του, χωρίς τον «αέρα» του Βυζαντίου που χαρακτήριζε τον Χρύσανθο ή το στυλ διανοουμένου του Χρυσοστόμου Παπαδόπουλου, ήξερε να διαλέγει τη στιγμή της μάχης αλλά και της υποχώρησης. Ορισμένοι υποστηρίζουν ότι ο Σεραφείμ απέφυγε την ανάμειξη στην πολιτική. Είναι μια άποψη που αμφισβητείται από πολλούς. Ο Σεραφείμ χρησιμοποιούσε άλλες μεθόδους, φροντίζοντας να διατηρεί πάντα ανοικτούς διαύλους επικοινωνίας με την εκάστοτε κυβέρνηση.


Ετσι, στηριζόμενος στη μεγάλη πνευματική (και όχι μόνο) δύναμη της Εκκλησίας, πετύχαινε να επιβάλλει τις θέσεις της σε κορυφαία θέματα στην ουσία τους, όπως είναι ο μη χωρισμός της από το Κράτος, η διατήρηση της μεγάλης της περιουσίας κτλ.


Ακόμη και τις στιγμές των μεγάλων εντάσεων, όπως το 1987 με το ζήτημα της μοναστικής περιουσίας, κρατήθηκε μακριά από τις τριβές και τη φθορά των καθημερινών αντεγκλήσεων, διαφοροποιήθηκε από τους «σκληρούς» της Ιεραρχίας και απέφυγε τους ανοικτούς «κομματικούς» χρωματισμούς.


Η εκλογή του διαδόχου του Σεραφείμ έγινε ­ για πρώτη φορά έπειτα από χρόνια ­ χωρίς ανοικτές πολιτικές παρεμβάσεις. Το γεγονός αυτό δημιούργησε ελπίδες ότι επιτέλους η Εκκλησία της Ελλάδος, απαλλαγμένη από την «ασφυκτική δουλεία» των πολιτικών πιέσεων, θα έμπαινε σε μια νέα εποχή. Μια ελπίδα που κινδυνεύει να διαψευστεί, ειδικά τις τελευταίες ημέρες.


Το χουντικό πραξικόπημα και τα Ανάκτορα


Τον Ιανουάριο του 1962, μετά τον θάνατο του Θεόκλητου, η εκλογή του διαδόχου του χρωματίστηκε έντονα από τις πολιτικές παρεμβάσεις και λίγο έλειψε να οδηγήσει σε εκκλησιαστικό διχασμό. Τα Ανάκτορα υποστήριξαν τον Μητροπολίτη Αττικής Ιάκωβο Βαβανάτσο παρά τις επιφυλάξεις της κυβέρνησης Καραμανλή. Η ψηφοφορία έγινε στις 13 Ιανουαρίου, ενώ γύρω από το κτίριο της Ιεράς Συνόδου στην οδό Αγίας Φιλοθέης εκατοντάδες αστυνομικοί προσπαθούσαν να συγκρατήσουν χιλιάδες οπαδούς εκκλησιαστικών οργανώσεων που κατηγορούσαν τον Ιάκωβο για ομοφυλοφιλία. Ο Ιάκωβος εξελέγη, όμως οι αντιδράσεις συνεχίστηκαν και τα επεισόδια στις εκκλησίες ήταν καθημερινά. Η κυβέρνηση Καραμανλή υποχρεώθηκε να παρέμβει ανοικτά και κάτω από την πίεσή της ο Αρχιεπίσκοπος παραιτήθηκε.


Τον διαδέχθηκε ο Μητροπολίτης Καβάλας Χρυσόστομος Χατζησταύρου, ο οποίος παρέμεινε στον αρχιεπισκοπικό θρόνο ως το πραξικόπημα του 1967. Οι απριλιανοί πραξικοπηματίες ­ οι περισσότεροι από τους οποίους είχαν αναπτύξει ισχυρούς δεσμούς με τις εκκλησιαστικές οργανώσεις, με χαρακτηριστικότερο παράδειγμα τον Στυλιανό Παττακό, που ανήκε στους κύκλους της «Ζωής» από το 1936 ­ σε στενή συνεργασία με τα Ανάκτορα έδειξαν από την πρώτη στιγμή ότι είναι αποφασισμένοι να επιβάλουν τον άμεσο έλεγχό τους στην Εκκλησία. Εκλεκτός τους ήταν ο Αρχιμανδρίτης Ιερώνυμος Κοτσώνης, πρωθιερέας των Ανακτόρων και στέλεχος της «Ζωής». Και το πέτυχαν εκπαραθυρώνοντας τον γηραιό και άρρωστο Αρχιεπίσκοπο Χρυσόστομο, που ηρνείτο να παραιτηθεί. Παράλληλα, συγκροτώντας Αριστίνδην Σύνοδο από οκτώ έμπιστους Μητροπολίτες, πέτυχαν την ανάδειξη στον αρχιεπισκοπικό θρόνο του Ιερωνύμου. Μάλιστα, για να είναι σίγουροι για το αποτέλεσμα της εκλογής, οι Παπαδόπουλος και Παττακός πήγαν στο αρχιεπισκοπικό μέγαρο και τόνισαν στον πρόεδρο της Συνόδου Μητροπολίτη Πατρών: «Αγιε Πρόεδρε, προχωρήσατε αδιστάκτως εις εκλογήν Ιερωνύμου».


Ο Ιερώνυμος σε συνεργασία με τη χούντα οικοδόμησε ένα αυταρχικό εκκλησιαστικό καθεστώς εναρμονισμένο με το σύνθημα «Ελλάς Ελλήνων Χριστιανών». Μια από τις πρώτες του ενέργειες ήταν η απομάκρυνση χωρίς απολογία πολλών μη αρεστών Μητροπολιτών και κατώτερων κληρικών, που παραπέμφθηκαν στα «εκκλησιαστικά ιεροδικεία» (όπως αποκλήθηκαν τα δικαστήρια που έστησε η χούντα με τον α.ν. 214/67), για παράβαση του «ιδιωνύμου» εκκλησιαστικού αδικήματος της «απώλειας της έξωθεν καλής μαρτυρίας».