Κάθε χρόνο, μόλις μπει η άνοιξη, το Χοροθέατρο της Πίνα Μπάους δίνει πρεμιέρα στο Βούπερταλ, τη μικρή πόλη της Βόρειας Ρηνανίας-Βεστφαλίας που εδώ και 27 χρόνια έχει αναδειχθεί σε μια από τις καλύτερες διευθύνσεις στον κόσμο του χορού. Κάθε χρόνο η Πίνα Μπάους παρουσιάζει ένα καινούργιο έργο που δεν έχει ακόμη τίτλο, που δεν έχει πάρει καν την οριστική μορφή του την ημέρα της πρεμιέρας, που αξιοποιεί εναύσματα από την επίσκεψη και παραμονή σε κάποια πόλη του πλανήτη. Το περασμένο καλοκαίρι το χορευτικό συγκρότημα της Μπάους πέρασε λίγες εβδομάδες στη Βουδαπέστη, οι χορευτές αφέθηκαν στον ειρμό και στις εντυπώσεις της πολιτείας, επέστρεψαν στο επαρχιακό Βούπερταλ, άρχισαν τις πρόβες και πριν από λίγες ημέρες το νέο άτιτλο έργο παρουσιάστηκε στη σκηνή. Η ετήσια αυτή ιεροτελεστία, παρά τα στοιχεία της επανάληψης, δεν είναι μανιέρα, αλλά ένας ιδιότυπος τρόπος δουλειάς, δεύτερη φύση πια του συγκροτήματος. Το αποτέλεσμα έχει πάντα την εντελώς προσωπική σφραγίδα της Μπάους, είναι ένας συνδυασμός θεάτρου και χορού, ένα μείγμα καλοκαιρίας και θύελλας, γελωτοποιίας και νοσταλγίας, ερωτισμού και ζαβολιάς. Τα έργα της Πίνα Μπάους είναι σχόλια για την ανθρώπινη κατάσταση.



Στο βάθος της σκηνής ο Πέτερ Παμπστ έχει στήσει έναν κυκλώπειο βράχο γεμάτο βρύα και μούσκλια, μπροστά τρέχει ένα ρυάκι. «There is a river somewhere, flows through the live of everyone» τραγουδά η Σίντσελ Εντρεσεν και παρακολουθούμε τα λογής λογής θραύσματα ζωής και αισθημάτων που παρασύρει στον ρου του ο κοινός μας ποταμός: έρωτες και θυμούς, ζήλιες και χαρές. Στο δεύτερο μέρος του έργου η θεόρατη κοτρόνα του σκηνογράφου αναποδογυρίζει σιγά σιγά πάνω στη σκηνή με τη βοήθεια σκοινιών και μετατρέπεται σ’ ένα καταπράσινο ύψωμα, όπου θα εκτυλιχθούν διάφορα στιγμιότυπα της δράσης. «There is a smile in your eyes» τραγουδά τώρα σαν να ψιθυρίζει η Εντρεσεν, αλλά ανάμεσα στη χαμηλόφωνη παρουσία της σε όλο το έργο παρεμβάλλονται πορτογαλικά φάντο και τραγούδια του Πράσινου Ακρωτηρίου, βαλς και βαρκαρόλες, μπρέικ ντανς και τσιγγάνικες μελωδίες. Ανάστατη η σκηνή, ανάμεικτη η μουσική, ευμετάβλητη η διάθεση, τα πάντα στο Βούπερταλ μοιάζουν να ακολουθούν τα σκαμπανεβάσματα της ζωής στον ποταμό της μοίρας και όχι τις αυστηρές οδηγίες μιας χορογραφίας, που θα αποτελούσε ανάπτυξη μιας συγκεκριμένης ιδέας.


Η Πίνα Μπάους υπήρξε ανέκαθεν ευρηματική και ανεξάντλητη όταν ήθελε να υπομνηματίσει ειρωνικά ή να διαβρώσει και να υπονομεύσει τα στερεότυπα και τις αυταπάτες στις σχέσεις των δύο φύλων. Ετσι αποδραματοποιεί και απόψε την έλξη και την άπωση με στιγμιότυπα σαν σκηνικές μεταφορές τετριμμένων, συνηθισμένων φράσεων. «Ελα στην αγκαλιά μου» της λέει, την πλησιάζει κατακτητικά, αλλά το μόνο που της κάνει είναι να της ρίξει στο στόμα νερό από μια τρυπίτσα στον πάτο ενός πλαστικού μπουκαλιού. «Θα σε κρεμάσω» την απειλεί, αλλά την καθηλώνει απλώς στον τοίχο και τα δύο τσιγκέλια κάτω από τις μασχάλες της είναι τα πόδια ενός τρίτου χορευτή. «Ελα να παίξουμε» του κάνει ναζιάρικα, με νόημα. Του περνά σαν γάντια στα χέρια το καλσόν της, μετά αγγίζουν τα δάχτυλα των χεριών του τα δάχτυλα των ποδιών της κι αυτή περνά το καλσόν από την καλή στις μακριές της γάμπες. Η ερωτική πρόσκληση σήμαινε απλώς: «Βοήθησέ με να ντυθώ». Και σε ένα άλλο σημείο της παράστασης, αγνοώντας κάθε επιταγή του «φεμινιστικά ορθού», ο μαθουσάλας του συγκροτήματος Γιαν Μίναρικ εμφανίζεται πανηγυρικά με ημίψηλο, σέρνοντας με ένα σκοινί ένα κυλιόμενο, διπλό σεπαρέ, όπου έχουν ξαπλώσει καπνίζοντας με ηδυπάθεια δυο οδαλίσκες. Θύτης και θύματα είναι κατευχαριστημένοι με τους ρόλους τους.


Οι μεγάλες στιγμές ωστόσο στο καινούργιο έργο της Μπάους είναι τα πέντε εντυπωσιακά σόλο των ανδρών. Ο Ντομινίκ Μερσί χορεύει την εξομολόγηση ενός εσωστρεφούς αποκαλύπτοντας όλες τις εσωτερικές του αναπηρίες. Ο Ράινερ Μπερ σαν γουδοχέρι που κοπανιέται στο γουδί, ο Φερνάντο Σουέλς σαν αγαθό στοιχειό, ο Φαμπιάν Πριοβίλ σαν ύπουλος, φιλήδονος αίλουρος, ο ημέτερος Δάφνις Κόκκινος σαν αγχωτικό νευρόσπαστο.


Σε αυτό το παζλ των ιδιοσυγκρασιών και των εκλάμψεων δεν υπάρχουν πολλά περιθώρια για θέατρο, η όψιμη Μπάους φαίνεται να επιστρέφει στον καθαρό χορό. Οπου ωστόσο σχηματίζονται αδρά οι αρμοί, αν όχι μιας πλοκής, τουλάχιστον μιας οργανωμένης δράσης, το νήμα κινούν οι γυναίκες. Η Ελενά Πικόν είναι αυτή που διηγείται μια μεσαιωνική ιστορία από την πατρίδα της, τη Γαλλία: είχε πέσει μέγας λιμός και φοβερό θανατικό στη χώρα, οι άνθρωποι έτρεχαν απεγνωσμένοι στα δάση για να βρουν κάτι να φάνε, οι κάτοικοι μιας πόλης κατάφεραν όντως να βρουν σ’ ένα ξέφωτο μια ξεχασμένη αγελάδα και από τη χαρά άρχισαν έναν τρελό χορό. Σαν τα τρελά πουλιά αρχίζουν τώρα να τιτιβίζουν και να αναδεύονται στην αιώρα της σκηνής οι χορευτές της Μπάους, το σύνθημα της ευωχίας έχει δοθεί. Πετούν στο κοινό φρούτα και γλυκά, και στη συνέχεια κάθονται οι ίδιοι σ’ ένα στρωμένο τραπέζι για το μεγάλο φαγοπότι με υπόκρουση μια παραλλαγή του Frere Jacques. Το δείπνο καταλήγει σε διονυσιακή έκσταση, αλλά όχι στην καταστροφή. Το ίδιο παιχνίδι με τη χαρά και στο τέλος του πρώτου και του δεύτερου μέρους, όταν οι άνδρες χύνουν νερό από τον έναν κάδο στον άλλο, οι γυναίκες είναι καθισμένες στη γη καπνίζοντας αρειμανίως, το νερό τρέχει κυριολεκτικά σε απόσταση αναπνοής από τη μύτη και το τσιγάρο τους.


Οι μεγάλες δραματικές συνθέσεις λείπουν από το εφετινό έργο της Πίνα Μπάους που αρχίζει σε λίγο την περιοδεία του ανά τον κόσμο. Σκηνές όπως ο εράσμιος χορός του Ορέστη και του Πυλάδη μπροστά στον κίνδυνο στην «Ιφιγένεια εν Ταύροις» (1974) ή ο χορός της αναπνοής μιας κατά τα άλλα ακίνητης, σακατεμένης γυναίκας χωρίς χέρια υπό ένα εκκωφαντικό βαλς στον «Βίκτορ» (1986) φαίνεται να ανήκουν στο παρελθόν. Σε προϊούσα φάση βρίσκεται επίσης η από χρόνια αισθητή αδυναμία της Μπάους να υποτάξει τον καταιγισμό των ιδεών και των ευρημάτων της σε μια συνεκτική, θεατρική ροή. Και παρ’ όλα αυτά οι πιστοί της συρρέουν απ’ όλον τον κόσμο στο Βούπερταλ για να αποτίσουν τα σέβη και τον θαυμασμό τους σε μια μεγάλη καλλιτέχνιδα. Και εφέτος η παράσταση έκλεισε όπως πάντα, με τη μικρόσωμη, ντυμένη στα μαύρα Μπάους αγκαλιά με τους χορευτές της να δρέπει standing ovations. Δεν υπέκυψε ποτέ στα κελεύσματα μιας άνευρης και αφηρημένης πρωτοπορίας, που στο μεταξύ κατέληξε ούτως ή άλλως στον αυτισμό και μαράζωσε. Η Πίνα Μπάους περισυλλέγοντας από την καθημερινότητα το τετριμμένο και φαινομενικά δευτερεύον ανασυνθέτει στη σκηνή τη ζωή. Γι’ αυτό δεν μας κουράζει ποτέ, επειδή μας αφορά πάντα άμεσα.