Η υπόθεση των νέων ταυτοτήτων και συνακόλουθα της αναγραφής ή μη του θρησκεύματος σε αυτές έχει μία ιστορία δεκατεσσάρων ήδη ετών! Με το νόμο 1599/1986 «Σχέσεις κράτους-πολίτη, καθιέρωση νέου τύπου δελτίου ταυτότητας και άλλες διατάξεις» προβλέφθηκε η έκδοση νέου τύπου δελτίων ταυτότητας για όλους τους έλληνες πολίτες που κατοικούν ή διαμένουν προσωρινά στην Ελλάδα και έχουν συμπληρώσει το δωδέκατο έτος της ηλικίας τους.


Μεταξύ των στοιχείων που θα περιείχε το δελτίο ταυτότητας περιλαμβανόταν και το θρήσκευμα (άρθρ. 3 παρ. 1 στοιχ. ιβ ν. 1599)· το στοιχείο αυτό καταχωρίζεται όμως μόνον «εφόσον ζητηθεί από τον ενδιαφερόμενο» (άρθρ. 3 παρ. 2 ν. 1599).


Οι σχετικές με την έκδοση νέων ταυτοτήτων διατάξεις του νόμου 1599/1986 τροποποιήθηκαν με το νόμο 1988/1991 «Τροποποίηση διατάξεων του ν. 1599/1986 Σχέσεις Κράτους-Πολίτη, καθιέρωση νέου τύπου δελτίου ταυτότητας και άλλες διατάξεις». Στην πραγματικότητα ο νόμος αυτός αναδιατύπωσε όλες τις διατάξεις του τροποποιούμενου νόμου που αφορούσαν την έκδοση δελτίων ταυτότητας, μετέθεσε δε και το όριο ηλικίας για την έκδοση ταυτότητας στο δέκατο τέταρτο έτος.


Μεταξύ των στοιχείων που θα περιέχει το δελτίο ταυτότητας περιλαμβάνεται και πάλι το θρήσκευμα του κατόχου (άρθρ. 3 παρ. 1 στοιχ. ια)· η καταχώριση όμως του στοιχείου αυτού καθίσταται πλέον υποχρεωτική (άρθρ. 3 παρ. 2 εδ. α’ ν. 1988).


Προσπάθεια που έγινε επί κυβερνήσεως Νέας Δημοκρατίας τον Απρίλιο 1993, προκειμένου να τροποποιηθεί η διάταξη αυτή και να ορισθεί ότι η καταχώριση του θρησκεύματος στις νέες ταυτότητες δεν είναι υποχρεωτική, συνάντησε τη σθεναρή αντίδραση όχι μόνον της Εκκλησίας αλλά και βουλευτών όλων ανεξαιρέτως των εκπροσωπούμενων στη Βουλή κομμάτων. Τούτο ανάγκασε τον τότε υπουργό Εσωτερικών Ι. Κεφαλογιάννη να αποσύρει τη σχετική διάταξη.


Ηδη με τις δηλώσεις του νέου υπουργού Δικαιοσύνης καθηγητή Μ. Σταθόπουλου, εισάγεται ένα νέο στοιχείο στη συζήτηση. Πρόκειται για το νόμο 2472/1997 για την «προστασία του ατόμου από την επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα», σύμφωνα με τον οποίο απαιτείται συγκατάθεση του προσώπου για τη συλλογή και επεξεργασία των λεγόμενων «ευαίσθητων δεδομένων», μεταξύ των οποίων καταλέγονται και οι θρησκευτικές ή φιλοσοφικές πεποιθήσεις.


Είναι προφανές ότι η άποψη αυτή οδηγεί ερμηνευτικά στην καθιέρωση της προαιρετικής αναγραφής του θρησκεύματος στις νέες ταυτότητες, εφόσον ο νόμος 2472/1997 έχει τροποποιήσει τον παλαιότερο νόμο 1988/1991…


*Αναγραφή ή μη αναγραφή


Το ζήτημα της αναγραφής του θρησκεύματος στις ταυτότητες αναλύεται σε δύο ερωτήματα: το πρώτο είναι αν, κατ’ αρχήν, θα πρέπει να συγκαταλέγεται το θρήσκευμα μεταξύ των στοιχείων του κατόχου του δελτίου ταυτότητας.


Εάν ήθελε απαντηθεί καταφατικά το ερώτημα αυτό, το δεύτερο ερώτημα είναι αν η αναγραφή του θρησκεύματος θα πρέπει να είναι υποχρεωτική ή προαιρετική για τον κάτοχο του δελτίου.


Τα επιχειρήματα αυτών που υποστηρίζουν ότι το θρήσκευμα δεν πρέπει να συγκαταλέγεται μεταξύ των στοιχείων του κατόχου εντοπίζονται κυρίως στη φύση της ταυτότητας. Η ταυτότητα είναι έγγραφο της πολιτείας με το οποίο βεβαιώνονται ορισμένα στοιχεία του εικονιζόμενου σε αυτό προσώπου, τα οποία κρίνονται αναγκαία για την αποφυγή πλαστοπροσωπίας και για τη νομιμοποίηση του προσώπου στις συναλλαγές. Περισσότερα στοιχεία δεν χρειάζεται να υπάρχουν ούτε όμως και πρέπει να υπάρχουν, διότι τότε η ταυτότητα κινδυνεύει να μεταβληθεί σε βιογραφικό σημείωμα στο οποίο ο καθένας θα μπορεί ή θα κληθεί να προσθέσει εντελώς αδιάφορα για την πολιτεία στοιχεία, όπως οι παντός είδος προτιμήσεις του, οι επιδόσεις του, η σταδιοδρομία του κ.ο.κ.


Συνεπώς το θρήσκευμα του πολίτη δεν χρειάζεται να καταλέγεται στα στοιχεία του δελτίου ταυτότητας διότι δεν αφορά την πολιτεία, αφορά τις επί μέρους θρησκευτικές κοινότητες, οι οποίες βεβαίως δικαιούνται να εκδίδουν δελτία ταυτότητας των μελών τους.


*Υποχρεωτική ή μη υποχρεωτική


Εάν κανείς δεχθεί ότι στα στοιχεία του δελτίου ταυτότητας θα πρέπει να συγκαταλέγεται και το στοιχείο του θρησκεύματος τίθεται πλέον το ερώτημα αν η συμπλήρωση του στοιχείου αυτού θα πρέπει να είναι υποχρεωτική ή προαιρετική για τον κάτοχο του δελτίου.


Η υποχρεωτική αναγραφή του στοιχείου του θρησκεύματος στα δελτία ταυτότητας υποστηρίζεται ότι αντιβαίνει κυρίως στο θεμελιώδες δικαίωμα της ελευθερίας της θρησκευτικής συνειδήσεως (άρθρ. 13 παρ. 1 Συντάγματος), όπως επίσης στα δικαιώματα του σεβασμού και της προστασίας της αξίας του ανθρώπου (άρθρ. 2 παρ. 1 Συντάγματος), της ισότητας και απαγορεύσεως των διακρίσεων (άρθρ. 4 Συντάγματος), της ελεύθερης αναπτύξεως της προσωπικότητας (άρθρ. 5 παρ. 1 Συντάγματος) και του απαραβιάστου της ιδιωτικής (άρθρ. 9 Συντάγματος). Συνεπώς συνιστά προφανή αντισυνταγματικότητα.


Προσθέτως, τυχόν υλοποίηση της υποχρεωτικής αναγραφής δημιουργεί προβλήματα συμμορφώσεως με διεθνείς συμβάσεις, τις οποίες η χώρα μας έχει κυρώσει και αποτελούν, κατά συνέπεια, εσωτερικό δίκαιο, ιδίως την Οικουμενική Διακήρυξη των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (άρθρ. 18) και τη Σύμβαση της Ρώμης (άρθρ. 9).


Η υποχρεωτική αναγραφή του θρησκεύματος είναι και από καθαρώς πρακτική άποψη άνευ αντικειμένου. Ακριβώς επειδή η συνταγματικώς κατοχυρωμένη ελευθερία της θρησκευτικής συνειδήσεως περιλαμβάνει και το δικαίωμα να μεταβάλλει ή να αποβάλλει κανείς οποτεδήποτε τις θρησκευτικές του πεποιθήσεις, η δήλωση του θρησκεύματος δεν δεσμεύει τον δηλούντα παρά μόνον κατά τη στιγμή της δηλώσεως. Τυχόν δε καθιέρωση υποχρεώσεως αλλαγής ταυτότητας σε περίπτωση μεταβολής θρησκεύματος παραβιάζει κατάφωρα το δικαίωμα να αποσιωπά κανείς τις θρησκευτικές του πεποιθήσεις.


Επομένως η υποχρεωτική αναγραφή του θρησκεύματος στις νέες ταυτότητες είναι βέβαιο ότι, πέραν και ανεξαρτήτως της ασυμφωνίας της με το Σύνταγμα, δημιουργεί και πρόβλημα εναρμονίσεως με διεθνείς συμβάσεις και τούτο είναι δυνατόν να δημιουργήσει σοβαρά ζητήματα στη χώρα μας, ως εκ της αυξημένης ευαισθησίας της διεθνούς κοινότητας σε θέματα προστασίας των ατομικών δικαιωμάτων.


Χαρακτηριστικό εν προκειμένω είναι το Ψήφισμα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου της 21ης Ιανουαρίου 1993, με το οποίο, αφού αποδοκιμάζεται η απόφαση να καταστεί η δήλωση του θρησκεύματος υποχρεωτική, πράγμα που θεωρείται ότι αποτελεί μέτρο περιοριστικό της ατομικής ελευθερίας, καλείται η ελληνική κυβέρνηση να ανακαλέσει την απόφασή της αυτή…


Αλλά και η διάταξη που θα καθιέρωνε την προαιρετική αναγραφή του θρησκεύματος κρίνεται ότι θα αντέβαινε στο Σύνταγμα. Και τούτο διότι όποιος αρνηθεί να δηλώσει σε ποιο θρήσκευμα ανήκει αποκαλύπτει εμμέσως την αρνητική τοποθέτησή του έναντι της θρησκείας, τεκμαίρεται ότι δεν θρησκεύει και συνεπώς διαφοροποιείται σε σχέση με όσους δηλώνουν το θρήσκευμά τους.


Αυτήν όμως τη διαφοροποίηση, την οποία δικαιούται να μην αποκαλύψει, εξαναγκάζεται να αποκαλύψει, εμμέσως, με την έκδοση της ταυτότητάς του, πράγμα που ευθέως προσβάλλει την ελευθερία της θρησκευτικής συνειδήσεως.


*Η θέση της Εκκλησίας


Θεμελιώδης θέση της Εκκλησίας είναι η υποχρεωτική αναγραφή του θρησκεύματος στα δελτία ταυτότητας, υποχωρούσα όμως στις πιέσεις που ασκήθηκαν προέκρινε, σύμφωνα με την υπ’ αριθ. 2548 της 1ης Απριλίου 1993 Εγκύκλιο της Ιεράς Συνόδου, «την προαιρετικήν αναγραφήν του θρησκεύματος εις τας νέας υπό έκδοσιν ταυτότητας».


Η Εκκλησία ανασκευάζει τις αντιρρήσεις που έχουν διατυπωθεί και θεωρεί ότι το δικαίωμα να μην αποκαλύπτει κανείς τις θρησκευτικές του πεποιθήσεις αργεί, όταν κανείς καλείται να δηλώσει τις θρησκευτικές του πεποιθήσεις όχι προκειμένου να υποβληθεί σε κάποια μορφή διώξεως αλλά για λόγους στατιστικής ή εφόσον από τη δήλωση αυτή εξαρτώνται δικαιώματα και υποχρεώσεις.


Θεωρεί επίσης ότι στη χώρα μας ουδέποτε η πολιτεία αντιμετώπισε με μισαλλοδοξία τις θρησκευτικές μειονότητες και αν υπήρξαν κάποιες εξαιρέσεις οφείλονταν στον υπερβάλλοντα ζήλο συγκεκριμένων οργάνων της εξουσίας.


Η Εκκλησία, συνελόντι ειπείν, βλέπει πίσω από την προσπάθεια να μην αναγράφεται το θρήσκευμα στις ταυτότητες ένα σύνδρομο μειονεξίας έναντι των ξένων και την επιδίωξη να μετατραπεί η Ελλάδα σε λαϊκό ευρωπαϊκό κράτος που δεν θα έχει θρησκεία και δεν θα αναγνωρίζει την Ορθόδοξη Εκκλησία ως επικρατούσα. Φοβάται δε ότι το επόμενο βήμα θα είναι να παύσει να αναγράφεται στις ταυτότητες και το στοιχείο της εθνικότητας.


Για τους λόγους αυτούς η Εκκλησία, με την ίδια Εγκύκλιό της, έχει καλέσει τους πιστούς της να επιμείνουν «μετά πάθους» στην αναγραφή του θρησκεύματος στις ταυτότητες και να δώσουν με τον τρόπο αυτόν «ένα ακόμη μάθημα ελληνοπρέπειας και ελληνορθοδοξίας» όπως συνέβη και με τον «καταποντισμόν» του πολιτικού γάμου.


Ο κ. Ι. Μ. Κονιδάρης είναι καθηγητής της Νομικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών.