«Οι μνήμες πληγώνουν και προδίδουν…»




«Οταν φέρνω στο μυαλό μου τα παιδικά μου χρόνια, ακόμη αναρωτιέμαι πώς κατάφερα να επιβιώσω… Ηταν μίζερα τα παιδικά μου χρόνια. Το ότι μεγάλωνα στην Ιρλανδία, και μάλιστα ως καθολικός, τα έκανε απλώς ακόμη πιο μίζερα». Με αυτά τα λόγια αρχίζει να γράφει για την παιδική του ηλικία ο συγγραφέας Φρανκ Μακ Κορτ στο βιβλίο του «Οι στάχτες της Αντζελα», για το οποίο πήρε το βραβείο Πούλιτζερ το 1997. Τον ίδιο τίτλο έδωσε ο σκηνοθέτης Αλαν Πάρκερ και στην ταινία που γύρισε με βάση την αυτοβιογραφία του Μακ Κορτ. Πρωταγωνιστές η Εμιλι Γουότσον («Δαμάζοντας τα κύματα»), η οποία υποδύεται την Αντζελα, τη γεμάτη θάρρος και αντοχή μητέρα του Φρανκ, και ο Ρόμπερτ Καρλάιλ, στον ρόλο του αλκοολικού πατέρα που εγκαταλείπει το σπίτι του, αδύναμος να «σηκώσει» τα οικογενειακά βάρη. Τρεις ηθοποιοί ερμηνεύουν τον ρόλο του Φρανκ. Παρακολουθούμε τον Φρανκ στην παιδική του ηλικία, όταν η οικογένειά του επιστρέφει στην Ιρλανδία από τις Ηνωμένες Πολιτείες, αργότερα έφηβο στο «μίζερο» Λίμερικ και, τέλος, νέο, ζώντας με το όνειρο να επιστρέψει στην Αμερική.


Ο Φρανκ Μακ Κορτ κατάφερε ωστόσο να γυρίσει στην Αμερική, όπου ζει ακόμη. Ο Αλαν Πάρκερ τον συνάντησε όταν ολοκλήρωσε το σενάριο και του έδωσε, όπως λέει, «τις σελίδες με τις σκηνές με μεγάλη αγωνία, όπως όταν δίνουν οι μαθητές το γραπτό τους στον δάσκαλο».


­ Να υποθέσουμε ότι του άρεσε;


«Ευτυχώς όλα πήγαν καλά. Το διάβασε και του άρεσε. Υπήρχε μάλιστα και η σκέψη να μας συνοδέψει ως το Λίμερικ, όπου θα κάναμε τα γυρίσματα. Τελικά μας είπε ότι δεν θα αισθανόταν άνετα και ότι ίσως επηρέαζε και το συνεργείο η παρουσία του. Μάλλον κάτι περισσότερο από εμάς ήξερε. Οι… Φρανκ της ταινίας θα επηρεάζονταν περισσότερο παίζοντας μπροστά στον πραγματικό Φρανκ. Είδε όμως την ταινία και ευτυχώς του άρεσε».


­ Στην ταινία υπάρχει η φωνή του αφηγητή…


«Είναι απαραίτητη για να διατηρηθούν η αθωότητα και το χιούμορ που βγαίνουν από την ανάγνωση του βιβλίου αλλά και για να συμπυκνώσει την πλοκή. Η ταινία βασίστηκε κυρίως στο βιβλίο, «διευρύναμε» μόνο κάποιους χαρακτήρες. Ολα είναι σύμφωνα με την αυτοβιογραφία του Φρανκ. Η μόνη «προδοσία» μας αφορά το Αγαλμα της Ελευθερίας, το οποίο στο βιβλίο υπάρχει μόνο στην αρχή ενώ στην ταινία υπάρχει και στο τέλος ­ ξέρετε, ως σύμβολο, ως φυλακτό που υπενθυμίζει στον Φρανκ τα δύσκολα χρόνια που πέρασε».


­ Στο Λίμερικ το βιβλίο έγινε αντικείμενο σκληρής κριτικής. Κάποιοι μάλιστα καταλόγισαν στον συγγραφέα ανακρίβειες και λάθη σχετικά με τη ζωή στην πόλη τη δεκαετία του ’30, όπου κυλάει η αφήγηση.


«Ξέρετε, πολύς κόσμος από εκείνα τα χρόνια δεν θέλει να θυμάται ότι υπήρχαν δρόμοι χωρίς φως και νερό, ενώ δεκάδες οικογένειες έκαναν αγώνα για την επιβίωσή τους, στριμωγμένες γύρω από το μοναδικό αποχωρητήριο της περιοχής. Το βιβλίο αναμοχλεύει μνήμες και οι μνήμες πληγώνουν, προδίδουν… Σημειωτέον μάλιστα ότι οι Ιρλανδοί είναι πολύ υπερήφανοι άνθρωποι, σπάνια θα ακούσεις να κριτικάρουν τη χώρα τους. Η ταινία βασίστηκε κυρίως στις φωτογραφίες εποχής αλλά και στις εναλλαγές του άσπρου-μαύρου μέσα από τις οποίες δίνεται και η «μίζερη» ζωή του ήρωα, μια πραγματικότητα που προσπάθησα να δώσω «σβήνοντας» τα χρώματα από την ταινία. Να φανταστείτε, το πιο έντονο χρώμα στην οθόνη θα είναι το κόκκινο παλτό της Αντζελα».


­ Πώς σας υποδέχθηκε αλήθεια η πόλη;


«Φιλόξενα, θα έλεγα, καθώς το βιβλίο όπως και το βραβείο είχαν φέρει ήδη αρκετούς τουρίστες. Υπάρχουν άνθρωποι που έρχονται από όλο τον κόσμο, ιδίως από την Ιαπωνία, για να δουν τον τόπο όπου έζησε ο Φρανκ, τον δρόμο όπου έπαιζε, το σχολείο του, το σπίτι του, ακόμη και την παμπ όπου ο πατέρας του μεθούσε. Υπάρχει μάλιστα και ένα site στο Internet όπου παρουσιάζονται τα μέρη από τα γυρίσματα της ταινίας. Μόνο η Καθολική Εκκλησία έφερε κάποιες αντιρρήσεις».


­ Δηλαδή;


«Απλώς οι σύγχρονες καθολικές εκκλησίες δεν συμπεριφέρονται με τη χριστιανική γενναιοδωρία, θα έλεγα… Το βιβλίο είναι αρκετά καυστικό όσον αφορά αυτό το ζήτημα. Και τελικά δεν μας άφησαν να κάνουμε γυρίσματα στους χώρους γύρω από την εκκλησία του Λίμερικ. Απαγορεύτηκε μάλιστα από τον ίδιο τον επίσκοπο του Δουβλίνου».


­ Ποιο από τα στοιχεία του βιβλίου σάς εντυπωσίασε περισσότερο;


«Η Αντζελα, βέβαια, που είναι καταπληκτική. Μια γυναίκα που έζησε τόσο πόνο, τον μεγαλύτερο που μπορεί να ζήσει μια μάνα ­ εννοώ τον θάνατο του παιδιού της ­, αλλά και την εγκατάλειψη αργότερα από τον άντρα της, ενώ δεν έχασε ποτέ το κουράγιο και την αισιοδοξία της, τη διάθεσή της για ζωή. Μπορεί σήμερα να μη μας προκαλεί καμία εντύπωση, αλλά για σκεφθείτε τη θέση αυτής της γυναίκας στην καθολική κοινωνία τόσες δεκαετίες πριν. Ενδιαφέρουσα είναι ακόμη η σχέση των παιδιών με τον πατέρα τους, τα οποία δεν παύουν να εκδηλώνουν την αγάπη τους γι’ αυτόν παρά το ότι τα εγκατέλειψε».


­ Ο Φρανκ Μακ Κορτ έχει ξαναδεί τον πατέρα του;


«Μου διηγήθηκε σχετικά με αυτό ότι πήγε ο πατέρας του Malachy και τον βρήκε στη Νέα Υόρκη, αλλά η συνάντηση ήταν μια… καταστροφή. Ο πατέρας του Φρανκ είχε παρουσιαστεί επίσης και σε μια τηλεοπτική εκπομπή, στη βρετανική τηλεόραση, όπου ο δημοσιογράφος τον είχε ρωτήσει αν θα ήθελε να πει κάτι στον γιο του και εκείνος είχε απαντήσει: «Πείτε του ότι τον αγαπώ». Αλλά, όπως και στο βιβλίο, έτσι και στις δικές μας συζητήσεις ο Φρανκ μιλούσε με αγάπη και τρυφερότητα για τον πατέρα του».


­ Στο βιβλίο τον πατέρα του Φρανκ τον αντιμετωπίζουν με καχυποψία, εκτός των άλλων, επειδή είναι από τη Βόρεια Ιρλανδία.


«Η οικογένεια της Αντζελα δεν τον αποδέχθηκε ποτέ γιατί είχε διαφορετική προφορά και βέβαια του καταλόγιζαν και επαρχιώτικη νοοτροπία. Ηταν ένα είδος ρατσισμού. Σήμερα η Ιρλανδία είναι μια ευρωπαϊκή χώρα, τέτοια θέματα έχουν εκλείψει, πολύ δε περισσότερο ανάμεσα στους νέους, που δεν κάνουν πια τέτοιες διακρίσεις».