Από τον ερχόμενο μήνα Μάιο αρχίζουν οι πάσης φύσεως εξετάσεις για μαθητές Γυμνασίου και Λυκείου, καθώς και για αποφοίτους Λυκείου. Ηδη η απερχόμενη ηγεσία του υπουργείου Παιδείας προγραμμάτισε τη διεξαγωγή των Γενικών Εξετάσεων αποφοίτων προηγουμένων ετών για τα μέσα Μαΐου (πιθανότατα 12-20.5), τις προαγωγικές εξετάσεις Γυμνασίου, Α’ Λυκείου και ΤΕΕ από 22 Μαΐου ως 6 Ιουνίου και τις πανελλαδικές εξετάσεις Β’ και Γ’ Ενιαίου Λυκείου, και όσων μαθημάτων Β’ κύκλου ΤΕΕ εξετάζονται πανελλαδικά, από την 1η ως και τις 24 Ιουνίου. Από τις εξετάσεις αυτές κρίσιμες θεωρούνται οι Γενικές Εξετάσεις του παλαιού συστήματος και οι πανελλαδικές εξετάσεις της Γ’ Λυκείου αλλά και του Β’ κύκλου ΤΕΕ, καθώς από αυτές θα κριθεί η εισαγωγή των υποψηφίων στα ιδρύματα της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης. Εξάλλου το βασικότερο κομμάτι της εκπαιδευτικής μεταρρύθμισης του πρώην υπουργού Παιδείας κ. Γερ. Αρσένη ήταν το άνοιγμα της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης με την ίδρυση πολλών νέων τμημάτων ΑΕΙ και ΤΕΙ, αλλά κυρίως με την περίφημη «ελεύθερη πρόσβαση» των υποψηφίων στα πανεπιστήμια και στα ΤΕΙ. Κάθε μεταρρύθμιση στην παιδεία όμως και κάθε αλλαγή που εφάρμοζε ένας υπουργός Παιδείας στη χώρα μας είχε συνήθως ως άξονα το σχολείο και τη σύνδεση ή τη μη σύνδεσή του με την εισαγωγή στην τριτοβάθμια εκπαίδευση.



Τα πρώτα χρόνια της ίδρυσης του ελληνικού κράτους δεν ετίθεντο σημαντικοί φραγμοί για την είσοδο στην τριτοβάθμια εκπαίδευση. Αντιθέτως, μάλιστα, καταβάλλονταν προσπάθειες προσέλκυσης των νέων στα τριτοβάθμια εκπαιδευτικά ιδρύματα. Χαρακτηριστικό είναι ότι η εισαγωγή στο πρώτο ελληνικό Πανεπιστήμιο των Αθηνών ήταν ελεύθερη σε όσους ήταν κάτοχοι απολυτηρίου Γυμνασίου. Η μόνη υποχρέωση που είχε ο κάτοχος αυτού του τίτλου, ο οποίος ήθελε να φοιτήσει στο πανεπιστήμιο, ήταν «να παρουσιασθή εις τον Πρύτανιν υφ’ ενός κτηματίου ή σταθερού κατοίκου Αθηνών, προς τον οποίον αι αρχαί του Πανεπιστημίου θέλουν διευθύνεσθαι οσάκις έχουν να πέμψουν εις τον φοιτητήν κοινοποιήσεως προσκλήσεις…» (Δ. 14/24.4.1837, άρθρο 11).


Οι απόφοιτοι άλλων σχολείων καθώς και οι «κατ’ οίκον διδαχθέντες» υποχρεούνταν να υποστούν εξετάσεις σε ένα από τα τρία δημόσια Γυμνάσια της χώρας (Αθηνών, Ναυπλίου, Σύρου). Η επιλογή της κατεύθυνσης σπουδών μέσα στο πανεπιστήμιο ήταν ελεύθερη, καθώς και η επιλογή των μαθημάτων. Ο μόνος έλεγχος των φοιτητών εκείνης της εποχής, όπως αναφέρεται στο βιβλίο των Μιχ. Κασσωτάκη και Δ. Παπαγγελή-Βουλιούρη «Η πρόσβαση στην ελληνική τριτοβάθμια εκπαίδευση», ήταν οι εξετάσεις, τις οποίες έπρεπε να υποστούν για να «αναβούν εις ακαδημαϊκόν βαθμόν και να λάβουν θέσιν δημόσιον…». Η παροχή πανεπιστημιακής εκπαίδευσης ήταν δωρεάν, κατάσταση η οποία επιβλήθηκε όχι μόνο από την προσπάθεια διάδοσης της ανώτατης παιδείας στο νεοσύστατο ελληνικό κράτος και την προσέλκυση φοιτητών στο Πανεπιστήμιο, αλλά και από την αδυναμία της πλειονότητας των φοιτητών της εποχής εκείνης να πληρώσουν δίδακτρα. Κατ’ εξαίρεση, οι αποφοιτούντες από το πανεπιστήμιο όφειλαν να καταβάλουν το ποσόν των 10 δραχμών για τη λήψη του πτυχίου τους.


* Η αύξηση των φοιτητών


Σιγά σιγά όμως τα πράγματα άλλαξαν. Η αύξηση του αριθμού όσων εγγράφονταν στο πανεπιστήμιο άρχισε να προχωρεί με πολύ γρήγορο ρυθμό. Μέσα σε μία δεκαετία (1837-1847) ο φοιτητικός πληθυσμός υπερδιπλασιάσθηκε. Αυτή η ραγδαία αύξηση υπήρξε, μεταξύ των άλλων, συνέπεια της προσπάθειας επέκτασης της δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης, με τη δημιουργία νέων Γυμνασίων, καθώς και της πολιτικής των διευκολύνσεων όσων επιθυμούσαν να φοιτήσουν στο πανεπιστήμιο. Η ταχεία αύξηση του αριθμού των φοιτητών δέχθηκε τότε επικριτικά σχόλια, γεγονός που ανάγκασε το 1864 τον υπουργό Παιδείας Α. Κουμουνδούρο να συγκαλέσει σύσκεψη ειδικών για τη λήψη μέτρων, με στόχο τον περιορισμό της ευκολίας με την οποία εκδίδονταν τα απολυτήρια του Γυμνασίου αλλά και την αναβάθμιση του επιπέδου της εκπαίδευσης. Ωστόσο σημαντικοί φραγμοί για την πρόσβαση στο πανεπιστήμιο δεν τίθενται ως το 1922.


Ο φόβος του υπερπληθυσμού των πανεπιστημίων αλλά και η αδυναμία της ελληνικής αγοράς εργασίας να απορροφήσει μεγάλο αριθμό πτυχιούχων δεν είναι σύγχρονο φαινόμενο, καθώς ενισχύθηκε μετά το 1922! Μάλιστα είχε ως αποτέλεσμα τη σταδιακή καθιέρωση φίλτρου επιλογής κατά την είσοδο στις ανώτατες σχολές. Σύμφωνα με τον Ν. 2905/1922 «Περί Οργανισμού του Αθήνησιν Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου», πρώτη προϋπόθεση για την εισαγωγή ήταν το Απολυτήριο Δημοσίου Γυμνασίου ή του Πρακτικού Λυκείου Αθηνών ή της Ριζαρείου Εκκλησιαστικής Σχολής. Δεύτερη προϋπόθεση ήταν η επιτυχία σε δοκιμασία που όρισε επιτροπή η οποία αποτελούνταν από καθηγητές του πανεπιστημίου. Οσοι προέρχονταν από το Πρακτικό Λύκειο Αθηνών ή άλλο ομοειδές εκπαιδευτήριο μπορούσαν να εγγραφούν στην Ιατρική Σχολή ή στη Σχολή Φυσικών και Μαθηματικών Σπουδών. Οι απόφοιτοι της Ριζαρείου είχαν το δικαίωμα εγγραφής στη Θεολογική Σχολή.


* Τα εγκαίνια των διαγωνισμών


Παρ’ όλα αυτά η συστηματική εφαρμογή του θεσμού των εισαγωγικών εξετάσεων υλοποιήθηκε το 1924-25 για το Χημικό Τμήμα και το 1926-27 για τις άλλες σχολές. Η μετατροπή όμως των εισαγωγικών εξετάσεων σε διαγωνισμούς για την επιλογή περιορισμένου αριθμού σπουδαστών γενικεύθηκε μετά το 1930. Συγκεκριμένα, η πιο συστηματική προσπάθεια καθορισμού κλειστού αριθμού εισακτέων στα Πανεπιστήμια Αθηνών και Θεσσαλονίκης γίνεται αυτή τη δεκαετία. Με νόμο του 1930 ορίζεται ότι ο αριθμός των εισακτέων στα δύο πανεπιστήμια θα καθορίζεται από το Υπουργικό Συμβούλιο, ύστερα από εισήγηση του αρμόδιου υπουργού και μετά τη γνώμη της Συγκλήτου. Το μέτρο εφαρμόζεται αρχικά στις σχολές όπου εμφανίζεται πληθώρα υποψηφίων και σταδιακά επεκτείνεται. Για παράδειγμα, το 1930 ο κλειστός αριθμός εισακτέων εφαρμόζεται στη Νομική και στην Ιατρική Σχολή (από τότε ήταν περιζήτητες) και στο Οδοντιατρικό Σχολείο του Πανεπιστημίου Αθηνών, καθώς και στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης. Οι απόφοιτοι της Μέσης Εκπαίδευσης πάντως μπορούσαν τότε να είναι υποψήφιοι για διάφορες σχολές και συμμετείχαν, αν το επιθυμούσαν, περισσότερες από μία φορές στις εξεταστικές δοκιμασίες που πραγματοποιούνταν κατά σχολή.


* Τα πανεπιστήμια της Κατοχής


Στην πράξη όμως η αυστηρή τήρηση του κλειστού αριθμού εισακτέων δεν επιτεύχθηκε. Παρά το γεγονός ότι το 1939 η πολιτική αυτή γενικεύθηκε σε όλα τα ΑΕΙ της χώρας, κατά την περίοδο της γερμανικής κατοχής διάφορες ευεργετικές διατάξεις υπέρ των φοιτητών μείωσαν την αυστηρότητα της εφαρμογής της. Κατά τα ακαδημαϊκά έτη 1942-43 και 1943-44 έγινε δεκτή η εγγραφή στο πανεπιστήμιο των επιλαχόντων στις εισιτήριες εξετάσεις παρελθόντων ετών. Παράλληλα επιτράπηκε το1942-43 η εγγραφή χωρίς εξετάσεις σε όλα τα ανώτατα εκπαιδευτικά ιδρύματα, εκτός του Πολυτεχνείου. Αυτή η μετατροπή δημιούργησε προβλήματα που φάνηκαν περισσότερο τη δεκαετία 1940-1950. Επί υπουργού Παιδείας Α. Γεροκωστόπουλου οι εξετάσεις μετατράπηκαν το 1954 σε διαγωνισμό, ο οποίος πραγματοποιούνταν κατά σχολές μία φορά τον χρόνο, με στόχο την αυστηρότερη εφαρμογή του κλειστού αριθμού εισακτέων. Παρά τη μεταρρυθμιστική προσπάθεια του 1954, τα εκπαιδευτικά προβλήματα που σχετίζονταν με τη μετάβαση από τη μέση στην ανώτατη εκπαίδευση εξακολούθησαν να υπάρχουν. Η «εφάπαξ» εξέταση των υποψηφίων άφηνε πολλά περιθώρια στον παράγοντα «τύχη». Πολλοί αποτυχόντες επανέρχονταν στις εξετάσεις, ενώ η φυγή στο εξωτερικό για σπουδές άρχισε να εμφανίζεται ήδη από αυτή την εποχή!


Η Επιτροπή Παιδείας του 1958 ασχολήθηκε και με το ζήτημα της πρόσβασης στην ανώτατη εκπαίδευση, διαπιστώνοντας σοβαρές ελλείψεις σε υλικοτεχνική υποδομή, αναχρονιστικά προγράμματα στα σχολεία, κακή διάρθρωση του εκπαιδευτικού συστήματος, κλειστό αριθμό εισακτέων στα ΑΕΙ κτλ. Η αναμενόμενη μείωση της στροφής προς τα πανεπιστήμια διαμόρφωνε από τότε την προοπτική μελλοντικής κατάργησης των εισαγωγικών εξετάσεων. Ωστόσο, παρά τις προτάσεις που διατυπώθηκαν από την Επιτροπή του 1958, καμία αξιόλογη μεταβολή δεν επήλθε στο σύστημα εισαγωγής στην ανώτατη εκπαίδευση ως το 1963. Λίγο πριν από τη μεταρρύθμιση του 1963-64 τα προβλήματα που σχετίζονταν με τη μετάβαση από τη δευτεροβάθμια στην τριτοβάθμια εκπαίδευση εμφανίζονταν συσσωρευμένα. Τα ΑΕΙ δεν ήταν σε θέση να απορροφήσουν τον μεγάλο αριθμό υποψηφίων, παρά την προσπάθεια αύξησης του αριθμού εισακτέων.


* Στόχος η ισότητα


Βασική επιδίωξη της μεταρρύθμισης του 1963-64 ήταν ο εκδημοκρατισμός του εκπαιδευτικού συστήματος και η προώθηση του αιτήματος της ισότητας ευκαιριών. Οι επιδιώξεις αυτές υπηρετούνταν κυρίως από την καθιέρωση της δωρεάν παιδείας σε όλες τις βαθμίδες, τη διαίρεση του εξατάξιου Γυμνασίου σε δύο κύκλους και τη θέσπιση του ακαδημαϊκού απολυτηρίου. Μια παραλλαγή του ακαδημαϊκού απολυτηρίου εφαρμόσθηκε για πρώτη φορά το 1963-64. Οι ανώτατες σχολές διαιρέθηκαν σε τέσσερις ομάδες και κάθε υποψήφιος είχε το δικαίωμα να διαγωνισθεί για δύο ομάδες σχολών. Οι εξετάσεις γίνονταν πάνω σε κοινή εξεταστέα ύλη στις έδρες των Γενικών Επιθεωρήσεων και συντονίζονταν από κεντρική επιτροπή υπό την προεδρία του γενικού γραμματέα του υπουργείου Παιδείας. Οι βαθμοί των τάξεων του Γυμνασίου δεν επηρέαζαν τη συνολική βαθμολογία, ενώ κατοχύρωση βαθμολογίας δεν υπήρχε. Αντίθετα υπήρχαν συντελεστές βαρύτητας για τα εξεταζόμενα μαθήματα.


Με νόμο του 1964 το απολυτήριο του Γυμνασίου επικύρωνε την αποφοίτηση από τη δευτεροβάθμια εκπαίδευση, δεν παρείχε όμως το δικαίωμα φοίτησης στα ΑΕΙ. Η πρόσβαση σε αυτά ήταν δυνατή με την απόκτηση, ύστερα από εξετάσεις, του ακαδημαϊκού απολυτηρίου, το οποίο ήταν δύο τύπων: Α και Β. Ο ένας τύπος ίσχυε για την εισαγωγή στις σχολές θετικών επιστημών και ο άλλος για τις σχολές θεωρητικών επιστημών. Σε ορισμένες σχολές κοινωνικών επιστημών η εισαγωγή ήταν δυνατή και από τους δύο τύπους. Για τον καθορισμό του γενικού βαθμού, με βάση τον οποίο γινόταν η εισαγωγή στα ΑΕΙ, λαμβανόταν υπόψη, εκτός από τις επιδόσεις στις εξετάσεις του ακαδημαϊκού απολυτηρίου, και ο βαθμός των δύο τελευταίων τάξεων του Γυμνασίου με συντελεστή 6. Ετσι, ο αριθμός των εισακτέων παρέμεινε περιορισμένος και οι εισαγωγικές εξετάσεις δεν έπαψαν να λειτουργούν, έστω και σε μικρότερο βαθμό, υπέρ των κοινωνικά προνομιούχων. Ηδη από τότε το φαινόμενο της παραπαιδείας εμφανίζεται ενισχυμένο.


Τα συστήματα της δικτατορίας



Η δικτατορία του 1967 κατήργησε τη μεταρρύθμιση του 1963-64, αλλά διατήρησε τη διεξαγωγή των εισαγωγικών εξετάσεων από το υπουργείο Παιδείας. Το δικτατορικό καθεστώς κατένειμε τις διάφορες σχολές σε κύκλους συγγενών επιστημών, ο αριθμός των οποίων πέρασε από τους έξι αρχικά στους 13 αργότερα. Για κάθε κύκλο σπουδών οι υποψήφιοι εξετάζονταν στα λειτουργούντα εξεταστικά κέντρα σε ορισμένο αριθμό μαθημάτων. Με βάση την επίδοσή τους στα μαθήματα αυτά γινόταν και η επιλογή τους. Ο βαθμός του εξατάξιου Γυμνασίου δεν λαμβανόταν υπόψη, ως το 1970, παρά μόνο σε περιπτώσεις ισοβαθμίας. Από το 1971 όμως ως το 1979 ο βαθμός του απολυτηρίου προσετίθετο στο άθροισμα των βαθμών των εξετάσεων. Με αυτόν τον τρόπο ο βαθμός του απολυτηρίου του Γυμνασίου συμμετείχε στα κριτήρια επιλογής κατά 11%. Κατοχύρωση βαθμολογίας δεν υπήρχε ούτε κατά την περίοδο αυτή, ενώ οι συντελεστές βαρύτητας των διαφόρων μαθημάτων καταργήθηκαν. Ο αριθμός των εισακτέων παρέμεινε περιορισμένος. Χαρακτηριστικό μάλιστα είναι ότι, αν οι υποψήφιοι δεν συμπλήρωναν ορισμένη βαθμολογική βάση, οι διαθέσιμες θέσεις παρέμεναν κενές.


Στις αρχές της δεκαετίας του 1970 ο αριθμός των εισακτέων άρχισε να καθορίζεται αυθαίρετα από το υπουργείο Παιδείας. Οι προτάσεις των ΑΕΙ δεν τηρούνται πια με ακρίβεια, με αποτέλεσμα ο αριθμός των εισακτέων να είναι μεγαλύτερος από αυτόν που προτείνουν τα πανεπιστήμια. Το θέμα των εισαγωγικών εξετάσεων γίνεται τις τελευταίες δεκαετίες όλο και περισσότερο κυρίαρχο θέμα της ελληνικής κοινωνίας. Μάλιστα η όξυνση των εκπαιδευτικών προβλημάτων οδήγησε στη συγκρότηση ειδικής Επιτροπής Παιδείας το 1971 υπό την προεδρία του Α. Κοντόπουλου, η οποία ανέλαβε και το έργο της εξέτασης των διαδικασιών επιλογής για τα ΑΕΙ. Ως προς τις εισαγωγικές εξετάσεις πρότεινε να αντικατασταθούν από ένα νέο σύστημα που θα λάμβανε υπόψη την επίδοση των υποψηφίων κατά τα τρία τελευταία έτη της φοίτησης στο εξατάξιο Γυμνάσιο και τους βαθμούς που θα προέρχονταν από δύο ετήσιες εξετάσεις (στο τέλος της Ε’ και Στ’ τάξης). Τελικά κατάργηση των εισαγωγικών εξετάσεων δεν έγινε, αλλά αρκετές από τις ιδέες που διατυπώθηκαν τότε υλοποιήθηκαν αργότερα στο πλαίσιο των μεταρρυθμίσεων που έγιναν κατά τη διάρκεια της μεταπολίτευσης.


Ο περιπέτειες των υποψηφίων


Μετά την πτώση της δικτατορίας η κυβέρνηση της ΝΔ επανέφερε, με κάποιες διαφοροποιήσεις, το λειτουργικό παράδειγμα της εκπαιδευτικής μεταρρύθμισης του 1963-64. Οσον αφορά τη μετάβαση των μαθητών από τη δευτεροβάθμια στην τριτοβάθμια εκπαίδευση, συνεχίσθηκε ο συγκεντρωτικός τρόπος επιλογής των φοιτητών και η λογική του περιορισμένου αριθμού εισακτέων. Ετσι καθιερώθηκε ένας μηχανισμός εισαγωγικών εξετάσεων στα Λύκεια ούτως ώστε ο αριθμός αυτών που θα εισάγονταν στα Γενικά Λύκεια να μην είναι κατά πολύ μεγαλύτερος από αυτόν που θα απορροφούσαν τα ΑΕΙ. Οι αποκλειόμενοι από τα Γενικά Λύκεια θα φοιτούσαν στα νεοδημιουργηθέντα τότε Τεχνικά Επαγγελματικά Λύκεια (ΤΕΛ) και στις νέες Τεχνικές και Επαγγελματικές Σχολές. Για την εισαγωγή στην τριτοβάθμια εκπαίδευση θεσπίσθηκε το σύστημα των πανελληνίων εξετάσεων στις δύο τελευταίες τάξεις του Λυκείου, τα μαθήματα των οποίων χωρίσθηκαν σε κορμού και επιλογής. Στα μαθήματα επιλογής διενεργούνταν πανελλήνιες εξετάσεις, οι οποίες άρχισαν το 1978-79 στη Β’ Λυκείου.


Η στενή εξάρτηση του Λυκείου από το σύστημα εισαγωγής στα τριτοβάθμια ιδρύματα έδωσε σε αυτό (Μιχ. Κασσωτάκης, «Η πρόσβαση στην ελληνική τριτοβάθμια εκπαίδευση») τον χαρακτήρα της φροντιστηριακής προπαρασκευής των υποψηφίων για τις πανελλήνιες εξετάσεις. Επιπλέον η παραπαιδεία ενισχύθηκε, ενώ η διάκριση των μαθημάτων σε μαθήματα κορμού και επιλογής προκάλεσε έντονα αρνητικές κριτικές. Η κυβέρνηση του Ανδρέα Παπανδρέου το 1983 καθιέρωσε με νόμο το σύστημα των Γενικών Εξετάσεων, γνωστό και ως σύστημα των δεσμών, το οποίο βάσει της εκπαιδευτικής μεταρρύθμισης Αρσένη αναμένεται να καταργηθεί οριστικά το 2001, οπότε οι απόφοιτοι του παλαιού τύπου Λυκείου (Γενικού) θα συμμετάσχουν για τρίτη φορά στις Γενικές Εξετάσεις για να εισαχθούν στην τριτοβάθμια εκπαίδευση. Ωστόσο, ενώ τα πρώτα χρόνια της εφαρμογής του συστήματος ο βαθμός του απολυτηρίου Λυκείου, και συγκεκριμένα ο βαθμός της Γ’ Λυκείου, έπαιζε ρόλο στην εισαγωγή στην τριτοβάθμια εκπαίδευση, από το 1988 το Λύκειο αποδεσμεύθηκε από την εισαγωγή στα ΑΕΙ και ΤΕΙ, καθεστώς που ίσχυσε ως και το σχολικό έτος 1998-1999.


Το ισχύον εκπαιδευτικό σύστημα της μεταρρύθμισης Αρσένη άλλαξε τα πράγματα, όμως, παρά τις περί αντιθέτου εξαγγελίες για ενδυνάμωση του ρόλου του Λυκείου και αποδέσμευσή του από την εισαγωγή στα τριτοβάθμια εκπαιδευτικά ιδρύματα. Επανήλθαν οι εξετάσεις και μάλιστα πανελλαδικού τύπου σε 14 μαθήματα στη Β´ και στην Γ´ Λυκείου, ενώ «εισιτήριο» για την εισαγωγή των υποψηφίων του νέου συστήματος στα ΑΕΙ και ΤΕΙ είναι πλέον μόνο το απολυτήριο του Ενιαίου Λυκείου. Βεβαίως με διάφορες ευνοϊκές ρυθμίσεις του πρώην υπουργού Παιδείας δίδεται η δυνατότητα στους μαθητές να αξιοποιήσουν τον βαθμό στη Β´ Λυκείου μόνον αν είναι προς όφελός τους (μεγαλύτερος ή ίσος με αυτόν της Γ´ Λυκείου), ενώ καταργήθηκαν οι Γενικές Εξετάσεις στα τέσσερα μαθήματα των δεσμών (οι τελευταίες αντικαταστάθηκαν από πέντε επιστημονικά πεδία). Παράλληλα οι μαθητές μπορούν πλέον με βαθμό απολυτηρίου 9,5 να εισάγονται σε σχολές (χαμηλών βάσεων) της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης. Ωστόσο η διεξαγωγή πανελλαδικών εξετάσεων σε 14 μαθήματα, και μάλιστα στις δύο τελευταίες τάξεις του Λυκείου, ξεσήκωσε τη γνωστή θύελλα αντιδράσεων επί υπουργίας Αρσένη ενώ η αποδέσμευση του Λυκείου από την εισαγωγή στα πανεπιστήμια είναι, σύμφωνα με την εκπαιδευτική κοινότητα και τους μαθητές, πλασματική, αφού ο βαθμός του απολυτηρίου είναι πλέον το μοναδικό κριτήριο για αυτήν.