«Γιατροί και φαρμακευτική βιομηχανία. Είναι ποτέ ένα δώρο απλώς ένα δώρο;». Αυτός είναι ο τίτλος άρθρου που δημοσιεύτηκε στο τεύχος της 19ης Ιανουαρίου 2000 της ιατρικής επιθεώρησης «Journal of the American Medical Association» (JAMA). Το άρθρο, το οποίο υπογράφει η γιατρός Ashley Wazana του Πανεπιστημίου MacGill του Καναδά, διαπραγματεύεται τη στενή σχέση που αναπτύσσεται ανάμεσα στους γιατρούς και στη φαρμακευτική βιομηχανία, η οποία στα πλαίσια προώθησης των φαρμάκων της «ξοδεύει κάθε χρόνο μεγάλα ποσά για τους γιατρούς σε δώρα, γεύματα, ταξίδια, επιχορηγούμενες διαλέξεις και συμπόσια».


Στόχος του άρθρου, το οποίο αποτελεί συνολική μελέτη 538 επί μέρους μελετών σχετικά με την αλληλεπίδραση γιατρών και φαρμακοβιομηχανίας, είναι να «καθοριστούν οι παράμετροι της σχέσης ανάμεσα στους γιατρούς και στη φαρμακοβιομηχανία, καθώς και η επίδραση αυτής της σχέσης στη γνώση, στη στάση και στη συμπεριφορά των γιατρών».


Από τα βασικότερα συμπεράσματα της μελέτης είναι το γεγονός ότι η ανάπτυξη στενών σχέσεων ανάμεσα στους γιατρούς και στις φαρμακοβιομηχανίες έχει άμεση επίδραση στη συνταγογράφηση, πράγμα που διαπιστώνεται από την ταχύτητα με την οποία υιοθετείται ένα νέο φάρμακο, το οποίο πιθανώς είναι ακριβότερο από τα υπάρχοντα χωρίς να παρέχει κανένα πλεονέκτημα σε σχέση με αυτά.


Η σχέση που αναπτύσσεται ανάμεσα στους γιατρούς και στις φαρμακευτικές εταιρείες είναι από τις πλέον αμφιλεγόμενες. Ενώ κανείς δεν αμφισβητεί την αναγκαιότητά της, τα όρια μέσα στα οποία αυτή θα πρέπει να αναπτύσσεται αποτελούν μόνιμη πηγή αντιπαράθεσης. Πρόκειται για μια σχέση που αναπτύσσεται πολύ νωρίς, όταν οι γιατροί είναι ακόμη φοιτητές, και συνεχίζεται σε όλη τη διάρκεια της καριέρας τους. Οι φαρμακοβιομηχανίες, μέσω των ιατρικών επισκεπτών, ενημερώνουν τους γιατρούς για τα προϊόντα τους. Το ερώτημα το οποίο γεννάται όμως είναι αν η απαραίτητη αυτή σχέση ξεπερνά τα όρια του θεμιτού και αποβαίνει σε βάρος των αρρώστων. Οι φαρμακοβιομηχανίες, στο πλαίσιο προώθησης των προϊόντων τους, προσφέρουν στους γιατρούς εκτός από ενημέρωση και μια σειρά από δώρα όπως ταξίδια, γεύματα, συμμετοχή σε συνέδρια.


Σύμφωνα με τα στοιχεία που παρατίθενται στο άρθρο του JAMA, περισσότερα από 11 δισ. δολάρια ξοδεύονται κάθε χρόνο από τις φαρμακευτικές εταιρείες για την προώθηση των προϊόντων τους, 5 δισ. δολάρια από τα οποία διανείμουν οι ιατρικοί επισκέπτες. Υπολογίζεται ότι ένα ποσό της τάξεως των 8.000 δολαρίων ως 13.000 δολαρίων ξοδεύεται ετησίως για κάθε γιατρό!


Πρόκειται αναμφίβολα για μια ακριβή σχέση, τουλάχιστον από την πλευρά των φαρμακευτικών εταιρειών. Οι οποίες, έχοντας ξοδέψει χρόνο και χρήμα για τη δημιουργία φαρμάκων, θα ήθελαν, δικαίως, να δουν τους κόπους τους να αμείβονται.


Τι γίνεται όμως με τους αποδέκτες των προσφορών, στην περίπτωσή μας με τους γιατρούς; Είναι χαρακτηριστικό το γεγονός ότι μελέτη η οποία είχε δημοσιευθεί στην επιθεώρηση Journal of Medical Education αποκάλυπτε ότι το 85% των φοιτητών της ιατρικής πίστευαν ότι είναι ανήθικο οι πολιτικοί να λαμβάνουν δώρα, ενώ μόνο το 46% πίστευε ότι ήταν ανήθικο οι ίδιοι να λαμβάνουν δώρα ίσης αξίας από τις φαρμακευτικές εταιρείες…


Τι είναι αυτό που φαίνεται να μειώνει τις αντιστάσεις των υποψήφιων γιατρών; Πιθανώς η αίσθηση ότι έχουν δικαίωμα σε αυτό το δώρο, το οποίο συνήθως έχει τη μορφή συμμετοχής σε συνέδριο, σε επιμορφωτικό σεμινάριο και γενικότερα σε ό,τι σχετίζεται με την επιμόρφωσή τους.


Η ανάγκη συνεχούς επιμόρφωσης των γιατρών φαίνεται να είναι το κλειδί αυτής της σχέσης που αναπτύσσεται ανάμεσα σε δύο ομάδες ατόμων με διαφορετικά ενδιαφέροντα και συμφέροντα. Οι εταιρείες οφείλουν να προωθούν επιτυχώς τα προϊόντα τους και να είναι επικερδείς προκειμένου να επιβιώνουν. Στόχος των γιατρών οφείλει να είναι η καλή υγεία των ασθενών τους. Το συμφέρον των ασθενών, το οποίο οφείλουν να προασπίζονται οι γιατροί, απαιτεί αυτοί να είναι ενήμεροι για τις νέες τεχνολογίες και τα νέα φάρμακα.


Πράγμα που με τη σειρά του απαιτεί χρόνο αλλά και χρήμα. Το δεύτερο αυτό μέρος έρχεται να καλύψει η φαρμακοβιομηχανία, δεδομένου ότι οι παροχές από την πολιτεία είναι ανύπαρκτες.


Το φαινόμενο αυτό, της εκπλήρωσης του ρόλου της πολιτείας από τη φαρμακοβιομηχανία σε ό,τι αφορά τη συνεχή εκπαίδευση των γιατρών, είναι παγκόσμιο. Συνέπειά του είναι η ανάπτυξη όλο και στενότερων σχέσεων ανάμεσα στους γιατρούς και στις φαρμακοβιομηχανίες. Σχέσεις οι οποίες γεννούν εύλογες ανησυχίες σχετικά με την αντικειμενικότητα των γιατρών όταν επιλέγουν το καλύτερο δυνατό φάρμακο για τον ασθενή τους.


Υπάρχει τρόπος να αντιμετωπισθεί αυτό το φαινόμενο και να διασφαλισθεί η υγεία των πολιτών; Στο άρθρο του JAMA προτείνεται η θέσπιση κανόνων, οι οποίοι θα προκύψουν ύστερα από διάλογο ανάμεσα στις εταιρείες και στους γιατρούς και τονίζεται η ανάγκη όχι μόνο της θέσπισης, αλλά και της εφαρμογής αυτών των κανόνων.


Στο πλαίσιο ανάπτυξης αυτού του διαλόγου, «Το Βήμα» ζήτησε την άποψη γιατρών, εκπροσώπων της φαρμακοβιομηχανίας και των έντυπων ενημερωτικών μέσων που σχετίζονται με αυτήν.


Τι γίνεται στην Ελλάδα και πώς διασφαλίζονται η υγεία και το συμφέρον των ασθενών από τη λανθασμένη συνταγογράφηση Δ. Α. ΣΙΔΕΡΗΣ (καθηγητής Καρδιολογίας στο Πανεπιστήμιο των Ιωαννίνων)


«Η ιατρική έρευνα και εκπαίδευση στηρίζονται σε μεγάλο βαθμό σε εταιρείες φαρμάκων και ιατρικών μηχανημάτων. Οφείλουμε ευγνωμοσύνη σε αυτές τις χορηγούς εταιρείες, γιατί χωρίς αυτές η επιστημονική εκπαίδευση και έρευνα θα έμεναν σε χαμηλό επίπεδο. Ωστόσο, οι εταιρείες έχουν ως νόμιμο στόχο τους το κέρδος, που μπορεί να συμπίπτει, αλλά και να μη συμπίπτει πάντοτε με το συμφέρον του αρρώστου. Για παράδειγμα, η έρευνα και η εκπαίδευση στρέφονται σε μεγάλο βαθμό γύρω από θέματα, από τη γνώση των οποίων οι εταιρείες προσδοκούν κάποιο κέρδος. Ετσι όμως παραμελούνται σοβαρά προβλήματα υγείας που δεν ενδιαφέρουν τις εταιρείες, όπως το κάπνισμα, η ρύπανση, τα τροχαία ατυχήματα κ.ά. Εξάλλου, με ποικίλους έμμεσους τρόπους μπορεί η εταιρεία να επηρεάσει τα αποτελέσματα χωρίς να ψεύδονται οι ερευνητές. Χρηματοδοτείται, για παράδειγμα, για κάποιο χρονικό διάστημα μια έρευνα για το φάρμακο. Στο τέλος αυτού του χρόνου, αν τα αποτελέσματα δεν είναι σαφή, η χρηματοδότηση ανανεώνεται και συνεχίζεται εφόσον τα ως τότε ευρήματα τείνουν προς ένα θετικό αποτέλεσμα, αλλά διακόπτεται αν τείνουν προς αρνητικό. Εξάλλου, πιο εύκολα δημοσιεύεται μια εργασία που δείχνει ότι ένα φάρμακο κάνει καλό σε μια νόσο, παρά μια εργασία που δείχνει ότι το φάρμακο δεν κάνει τίποτε.


Οι ιατροί συχνά δέχονται τα «χάδια» των εταιρειών με διάφορες μορφές που προάγουν την επιστημονική εξέλιξή τους. Για παράδειγμα δέχονται οικονομική βοήθεια για την έρευνα και τη συνεχιζόμενη εκπαίδευσή τους. Αυτά είναι επιστημονικές ανάγκες τους. Οι απολαβές των ιατρών είναι τελείως ανεπαρκείς για να καλύψουν αυτές τις ανάγκες. Το τίμημα, ωστόσο, είναι ότι οι ιατροί υφίστανται και κάποια πλύση εγκεφάλου.


Πιστεύω ότι οι ιατροί γενικά, κάτω από τον επηρεασμό των εταιρειών, δεν κάνουν τίποτε σε βάρος των αρρώστων τους. Μπορεί όμως να αναγράψουν μια ακριβότερη αγωγή, έναντι μιας άλλης που θα μπορούσε να κάνει την ίδια δουλειά. Η διαφορά τιμής μπορεί να είναι τεράστια και μάλιστα σε αυτό το σημείο οι εταιρείες έχουν σύμμαχο τον ασθενή που επειδή πληρώνει το ταμείο, και όχι ο ίδιος, απαιτεί να του δοθεί η ακριβή θεραπεία. Βέβαια έτσι ο ιατρός δεν ενεργεί σε βάρος του αρρώστου του, αλλά σε βάρος του ταμείου και σε τελική ανάλυση της κοινωνίας που υπηρετεί.


Η άμυνα που μπορεί να προβάλει ο μεμονωμένος ιατρός είναι ασήμαντη, γιατί αν αρνηθεί, ελάχιστες εναλλακτικές δυνατότητες διαθέτει να διατηρήσει το επίπεδο των γνώσεων και των ικανοτήτων του, όταν οι δυνατότητες της επιστήμης αυξάνονται με ιλιγγιώδη ρυθμό. Συλλογικά όργανα όμως μπορούν να προβάλλουν άμυνα. Το κράτος, η τοπική αυτοδιοίκηση, καθώς και υπερκρατικοί οργανισμοί, όπως η ΕΕ, θα όφειλαν να είναι γενναιόδωρα για την έρευνα και την εκπαίδευση, ώστε ο ιατρός να μην έχει ανάγκη τις εταιρείες. Επιστημονικές εταιρείες εξάλλου είναι λιγότερο ευάλωτες στις πιέσεις των φαρμακευτικών εταιρειών. Μπορούν να παίρνουν χορηγίες από ιδιώτες και να τις διαθέτουν κατά την κρίση τους, σύμφωνα με τις επιστημονικές, ερευνητικές και εκπαιδευτικές ανάγκες που υπηρετούν. Τέλος, φορείς ιδιωτών, τέως και μελλοντικά ασθενών, θα μπορούσαν να ιδρύονται και να κάνουν ανάλογο έργο, να συλλέγουν χρήματα και να τα διαθέτουν σύμφωνα με τις επιστημονικές ανάγκες των ιατρών και τις ανάγκες της υγείας τους». Αθ. Ν. ΨΥΛΛΑΚΗΣ (διευθυντής μάρκετινγκ πολυεθνικής φαρμακευτικής εταιρείας)


«Η ενημέρωση που πρέπει να δίδουν σήμερα οι φαρμακευτικές εταιρείες είναι η σημαντικότερη υπηρεσία που μπορούν να προσφέρουν, μαζί βεβαίως με την ανακάλυψη νέων φαρμάκων. Στο πανεπιστήμιο οι ιατροί μαθαίνουν τα φάρμακα «αναφοράς», δηλαδή εκείνα που χρησιμοποιούνται ως τη στιγμή που θα ολοκληρώσουν τις σπουδές τους. Λόγω όμως της ταχύτατης εξέλιξης των δεδομένων στην έρευνα των φαρμάκων και στη θεραπεία των ασθενειών, οι ιατρικοί επισκέπτες παραμένουν μια από τις πιο ισχυρές πηγές πληροφόρησης των ιατρών.


Η φιλοσοφία που πρέπει να επικρατεί σήμερα στις φαρμακευτικές εταιρείες είναι η υποστήριξη της συνεχιζόμενης επιστημονικής ανάπτυξης των ιατρών διαμέσου της συμμετοχής τους με κλινικές μελέτες σε διεθνή και τοπικά συνέδρια και σε πρωτότυπη έρευνα. Η συμμετοχή αυτή πρέπει να είναι πάντοτε εναρμονισμένη με το πλαίσιο της ευρωπαϊκής και ελληνικής νομοθεσίας του ΕΟΦ. Αυτό δεν σημαίνει ότι υπάρχει δέσμευση για τους ιατρούς να συνταγογραφήσουν τα σκευάσματα μιας συγκεκριμένης εταιρείας. Η συνταγογραφία πρέπει να καθορίζεται από τη γνώση, την κρίση και την πείρα κάθε ιατρού». Χρ. ΓΚΙΚΑΣ (εκδότης ιατρικών περιοδικών)


«Πιστεύω ότι ακόμη και αν εφαρμόζονται συγκεκριμένες τεχνικές από πλευράς φαρμακευτικών εταιρειών για την προώθηση των προϊόντων τους, ο ιατρός διαθέτει τις απαιτούμενες επιστημονικές γνώσεις που του επιτρέπουν να αποφασίζει κριτικά για το αν οι προσφερόμενες πληροφορίες είναι επιστημονικά ορθές. Οι φαρμακευτικές εταιρείες προσφέρουν ως επί το πλείστον σωστή ιατρική ενημέρωση. Οι ιατροί οφείλουν να θέτουν την ενημέρωση αυτή υπό κρίση και θέλω να πιστεύω ότι αυτό κάνει η πλειονότητα. Οσοι δεν το κάνουν αντιβαίνουν την ιατρική δεοντολογία και τον όρκο που έδωσαν.


Αρκετοί ιατροί πηγαίνουν σε συνέδρια στο εξωτερικό μέσω κάποιας φαρμακευτικής εταιρείας, αφού το υπάρχον σύστημα υγείας δεν προβλέπει δαπάνη χρημάτων για συνεχιζόμενη εκπαίδευση, ενημέρωση και παρακολούθηση των εξελίξεων της επιστήμης. Αυτό βεβαίως δεν σημαίνει ότι ο ιατρός θα προωθήσει τα φάρμακα της συγκεκριμένης εταιρείας. Θεωρώ ότι σε σπάνιες περιπτώσεις αυτά που προσφέρονται μπορεί να επηρεάσουν τη συνταγογράφηση. Κατά τον ίδιο τρόπο θα μπορούσαμε να πούμε ότι οι ιατροί επηρεάζονται στην επιλογή των φαρμάκων και από τα δημοσιεύματα των εφημερίδων. Αλλωστε τα φάρμακα δοκιμάζονται και καταξιώνονται ή απορρίπτονται μέσα από τη συνεχή χρήση τους». Π. ΒΑΡΔΑΣ (καθηγητής Καρδιολογίας στην Ιατρική Σχολή του Πανεπιστημίου Κρήτης, πρόεδρος της Ελληνικής Καρδιολογικής Εταιρείας)


«Τα τελευταία 30 τουλάχιστον χρόνια στις βιομηχανικά ανεπτυγμένες κοινωνίες υπάρχει αναμφισβήτητα μια πολύπλευρη σχέση μεταξύ ιατρών και εταιρειών που παράγουν διαγνωστικά και θεραπευτικά προϊόντα. Το είδος και η ποιότητα αυτής της σχέσης, η ηθική της αλλά και η νομιμότητά της έχει συχνά απασχολήσει κρατικές αρχές, επιτροπές δεοντολογίας, αλλά και επί μέρους συνδικαλιστικά όργανα. Αναμφίβολα στο φάσμα αυτής της σχέσης υπάρχουν ακραία σημεία. Το εξαιρετικά αρνητικό είναι ασφαλώς εκείνο που ενδεχομένως ο ιατρός θα χρηματιστεί άμεσα ή έμμεσα για να χρησιμοποιήσει προϊόντα συγκεκριμένης εταιρείας. Το ενδεχόμενο αυτό είναι ασφαλώς απαράδεκτο.


Στο άλλο άκρο είναι τα ερευνητικά κονδύλια, τα εκπαιδευτικά σεμινάρια και η αγορά ιατρικών μηχανημάτων που οι εταιρείες μπορούν να προσφέρουν. Ιδανικά ασφαλώς όλα τα τελευταία θα έπρεπε να προσφέρονται από μία κεντρικά οργανωμένη οντότητα, όπως λόγου χάρη Κεντρικό Συμβούλιο Υγείας, Κεντρικό Συμβούλιο Ιατρικής Ερευνας κ.ά. Δυστυχώς οι δαπάνες είναι τεράστιες και τουλάχιστον στη δική μου γνώση, αντίστοιχα επαρκή κονδύλια δεν είναι διαθέσιμα. Ετσι, σήμερα στην πράξη το μέγιστο μέρος της μεταπτυχιακής ιατρικής συνεχιζόμενης ενημέρωσης στηρίζεται στην οικονομική υποστήριξη των εταιρειών. Η υποστήριξη αυτή, παρά τους ενδεχόμενους σημαντικούς κινδύνους που εγκυμονεί, έχει συμβάλλει καθοριστικά στην εξέλιξη της ελληνικής ιατρικής και της καρδιολογίας επί μέρους. Αν έχουμε σήμερα τόσο υψηλή καρδιολογία στη χώρα μας, οφείλεται ασφαλώς και στην αμέριστη συμπαράσταση των εταιρειών. Πέρα από την ιατρική εκπαίδευση, η εφαρμοσμένη ιατρική έρευνα, κυρίως στο εξωτερικό, είναι άμεσα συνδεδεμένη με τις εταιρείες. Οταν μάλιστα τα νέα προϊόντα χρειάζονται αξιολόγηση ως προς την αποτελεσματικότητα και την έλλειψη παρενεργειών, γίνεται εύκολα αντιληπτό πόσο λεπτές είναι οι ισορροπίες μεταξύ εταιρειών και ιατρών. Εδώ ακριβώς χρειάζονται ισχυροί μηχανισμοί κρατικής παρέμβασης, ώστε να διασφαλισθεί η εξέλιξη της έρευνας χωρίς να σημειώνεται διαπλοκή συμφερόντων.


Οπωσδήποτε τα τελευταία χρόνια πολλά βελτιώνονται προκειμένου να καταστήσουν περισσότερο διαφανείς τις σχέσεις. Είναι σαφές όμως ότι το τεράστιο αντικείμενο της εκπαίδευσης και της έρευνας, σε όλο το φάσμα του και ανεξάρτητα αν αφορά τον ιδιώτη ιατρό ή τα μεγάλα νοσοκομειακά συγκροτήματα, χρειάζεται τη συνεχή και γενναία κρατική υποστήριξη γιατί διαφορετικά μένουν ευάλωτα στις κάθε είδους δελεαστικές προτάσεις». Φ. ΜΑΓΓΑΛΟΥΣΗΣ (γενικός διευθυντής του Συνδέσμου Φαρμακευτικών Επιχειρήσεων Ελλάδος)


«Η λειτουργία των φαρμακευτικών εταιρειών στην Ελλάδα διέπεται από την ειδική νομοθεσία που για αυτόν τον σκοπό έχει θεσπίσει η πολιτεία. Τα μέλη του Συνδέσμου Φαρμακευτικών Επιχειρήσεων Ελλάδος την αποδέχονται και έχουν προσαρμόσει τη δραστηριότητά τους σε αυτό το πλαίσιο.


Θα πρέπει να σημειωθεί ότι στη χώρα μας η συνεχιζόμενη ιατρική εκπαίδευση είναι ελλιπής ως ανύπαρκτη. Το κενό αυτό της επιστημονικής ενημέρωσης των ιατρών στις σύγχρονες ιατρικές εξελίξεις καλύπτουν σε μεγάλο βαθμό οι φαρμακευτικές επιχειρήσεις με την οικονομική ενίσχυση της διοργάνωσης σημαντικών επιστημονικών συνεδρίων στην Ελλάδα ή την αποστολή ιατρών στα πλέον σημαντικά διεθνή συνέδρια.


Θεωρώ ότι η συνεισφορά των φαρμακευτικών εταιρειών στον τομέα αυτό είναι ουσιαστική και οδηγεί στην αναβάθμιση των υπηρεσιών υγείας που προσφέρονται στη χώρα μας».