Αρχειοθέτης νοσηρών εμπειριών


«Οι περισσότερες ταινίες που ασχολούνται με κατά συρροήν δολοφόνους ακολουθούν μια συγκεκριμένη οδό: ο δολοφόνος που σκοτώνει, τα θύματα που αυξάνονται, ο αστυνομικός που ακολουθεί. Αν και έχουν υπάρξει εξαιρετικές τέτοιες ταινίες, στην πραγματικότητα δεν παύουν να ακολουθούν μια συγκεκριμένη φόρμουλα που εγώ τουλάχιστον βρίσκω συμβατική. Με «Το ταξίδι της Φελίσια» θέλησα να αναζητήσω τις υπόγειες παραμέτρους που εντοπίζονται στη σχέση ανάμεσα στον δολοφόνο και στο θύμα».


Υπόγειες παράμετροι. Λέξεις-κλειδιά στις ταινίες του Ατόμ Εγκογιάν που συνηθίζει να σκαλίζει σχολαστικά, υπομονετικά και επίπονα ψυχές διαταραγμένων ανθρώπων σε ενοχλητικές ταινίες φέρνοντάς μας αντιμέτωπους τελικά με τις προσωπικές φοβίες μας. Από το «Adjuster» ως το «Εξότικα» και από «Το γλυκό πεπρωμένο» ως την τελευταία ταινία του «Το ταξίδι της Φελίσια» (στις αίθουσες από την περασμένη Παρασκευή), η «μέθοδος Εγκογιάν» δεν απογοήτευσε ποτέ τους πιστούς οπαδούς του. Ο καναδοαρμένιος σκηνοθέτης μίλησε στο «Βήμα» τον περασμένο Μάιο, όταν η ταινία του, το σπαρακτικό εν κατακλείδι πορτρέτο ενός ανθρωπόμορφου τέρατος, διαγωνιζόταν στο επίσημο πρόγραμμα του Φεστιβάλ Καννών, από όπου δυστυχώς έφυγε χωρίς δάφνες.



­ Πώς αντιμετωπίσατε το πρωτότυπο υλικό της ταινίας, δηλαδή το ομότιτλο μυθιστόρημα του Γουίλιαμ Τρέβορ;


«Μου άρεσε η ιδέα ότι υπάρχουν άνθρωποι με διαφορετικές απόψεις για την αλήθεια. Ο Χίλντιτς (Μπομπ Χόσκινς), ο ψυχοπαθής δολοφόνος στο «Ταξίδι της Φελίσια», δεν μοιάζει και τόσο με ψυχοπαθή δολοφόνο. Είναι ένας άνθρωπος γεμάτος πλούσια συναισθήματα, ενδιαφέρεται για τους άλλους, είναι τρυφερός. Οπως όμως σταδιακά αντιλαμβανόμαστε, επί της ουσίας όχι μόνο δεν έχει επαφή με όλα αυτά αλλά βρίσκεται σε μια άρνηση διαρκείας. Και χρειάζεται ένα πρόσωπο με αγνά συναισθήματα κοντά του. Εκείνος ακολουθεί σκοτεινές ορμές ενώ η Φελίσια, το πρόσωπο που «εισβάλλει» στη ζωή του, είναι ένα κορίτσι που ακολουθεί την καρδιά της».


­ Τι ακριβώς σας γοήτευσε σε αυτόν τον «ήρωα»;


«Ανήκει στους ανθρώπους που θέλουν να προσφέρουν τη σωτηρία αλλά τη συνδυάζουν με τους προσωπικούς δαίμονες που τους στοιχειώνουν. Ενώ η εικόνα του είναι αυτή ενός παλαιομοδίτικου, εκτός εποχής ατόμου, στην πραγματικότητα είναι ένα τέρας του καιρού μας. Βασίζεται ολοκληρωτικά στον εαυτό του αλλά δεν τον έχει σχηματίσει. Είναι χαμένος σε μια προτηλεοπτική εποχή και κατά μια έννοια νομίζω πως πρόκειται για το πρώτο τέρας που κατασκευάστηκε από την τηλεόραση. Με άλλα λόγια, θέλω να πιστεύω ότι η ταινία μου είναι περισσότερο σύνθετη αναφορικά με τους ήρωές της. Ποτέ δεν σκέφτηκα ότι γυρίζω μια ταινία για έναν serial killer και, όταν δεν σκέφτεσαι έτσι, το αποτέλεσμα δεν θα σε προδώσει».


­ Νομίζετε ότι αυτό θα περάσει στον κόσμο;


«Δεν ξέρω, αλλά φοβάμαι ότι ο περισσότερος κόσμος δεν θα σκεφθεί έτσι. Και όμως η καλύτερη εμπειρία που προσφέρει αυτή η ταινία είναι η διαδικασία αναγνώρισης ενός ανθρώπου που δεν μπορεί να αναγνωρίσει τον εαυτό του».


­ «Το ταξίδι της Φελίσια» διακρίνεται μεν από τα σκοτεινά χαρακτηριστικά όλων των προηγούμενων ταινιών σας, έχει όμως την εικόνα μιας ταινίας που κοιτά προς τη μεριά του Χόλιγουντ. Είναι έτσι;


«Δεν νομίζω. Είναι αλήθεια ότι στηρίχθηκε από ένα μεγάλο στούντιο, την Icon, το οποίο όμως υπήρξε συνεπές στη συμφωνία μας. Ποτέ δεν δεσμεύθηκα σε μια καλλιτεχνική «καθοδήγηση». Το φιλμ γυρίστηκε χωρίς παρεμβάσεις, ακριβώς όπως το ήθελα. Για την ακρίβεια δεν περίμενα ότι θα είχα τόση ελευθερία. Οσο για τη δομή της παραγωγής, ελάχιστη σχέση είχε με αυτήν που εννοούμε για μια ταινία-προϊόν του Χόλιγουντ. Δεν έγιναν δοκιμαστικές προβολές για το κοινό ούτως ώστε να φανεί αν ο κόσμος την αποδέχεται, δεν άλλαξα τίποτε από την αρχική μορφή. Οπως όλες οι ταινίες μου, η «Φελίσια» παραμένει οικεία σε εμένα, είναι μια προσωπική δημιουργία. Αν θα τη χαρακτηρίζαμε περισσότερο εμπορική από τις υπόλοιπες είναι επειδή πραγματεύεται έναν τομέα, την ψυχοπαθολογία, τον οποίο το κοινό αναγνωρίζει εύκολα στον κινηματογράφο. Και πάλι όμως αυτό θα κριθεί από το κοινό».


­ Το υπολογίζετε;


«Δεν θα μπορούσα να το αρνηθώ, αλλά ποτέ δεν σκέφτομαι έτσι όταν σκηνοθετώ. Και φυσικά ποτέ δεν πίστεψα ότι οι ταινίες μου απευθύνονται σε ένα πλατύ κοινό».


­ Ποια είναι η πιο δύσκολη «αποστολή» για έναν σκηνοθέτη σήμερα σε ό,τι έχει σχέση με τον θεατή;


«Να διατηρήσει την υπομονή του θεατή σε ένα ανεκτό επίπεδο, χωρίς ποτέ να εξαντλήσει τα όριά της. Να τον διατηρεί κοντά στην ταινία χωρίς ποτέ να του την επιβάλει. Χρειάζεται μαεστρία».


­ Ας περάσουμε λίγο στην αισθητική της ταινίας. Μια πρόχειρη ανάγνωση και κάποιες συγκεκριμένες σκηνές, όπως αυτή στη σκάλα με το γάλα, παραπέμπουν στον Αλφρεντ Χίτσκοκ. Ηταν στις προθέσεις σας;


«Σε γενικές γραμμές ο Χίτσκοκ, ναι, βρισκόταν στο μυαλό μου. Πολλές φορές, όμως, όταν ο σκηνοθέτης εργάζεται σε μια ταινία λειτουργεί με το ένστικτο. Δεν καταλαβαίνει τι ακριβώς πρόκειται να βγει στην οθόνη. Παρασύρεται, παθιάζεται από εικόνες που έχει στο μυαλό του. Οσο μεγαλώνεις τόσο αυξάνεται η ποικιλία των ταινιών γύρω σου. Βλέποντας την ταινία αφότου τη γύρισα αντιλαμβάνομαι ότι περιέχει πράγματι σκηνές που είναι πιθανόν να βρεθούν σε προγενέστερες ταινίες. Είναι οφθαλμοφανές. Από «Το ταξίδι της Φελίσια» δεν λείπει η «Πεντάμορφη και το Τέρας» του Ζαν Κοκτό, δεν αρνούμαι επίσης ότι το «Peeping Tom» του Μάικλ Πάουελ με έχει επηρεάσει αφάνταστα. Αυτό όμως που κυρίως με ενδιαφέρει είναι η ιδέα των ανθρώπων που ορίζουν τη ζωή τους μέσα από την αρχειοθέτηση στιγμών και εμπειριών. Διότι υπάρχει πάντα ο φόβος της απώλειας. Αν οι στιγμές αυτές χαθούν, η επιστροφή τους μπορεί να γίνει βασανιστική».


­ Αξιοσημείωτη επίσης είναι η έλλειψη αίματος στην ταινία. Οι φαν των ταινιών τρόμου μάλλον θα απογοητευθούν, δεν νομίζετε;


(γελάει κουνώντας καταφατικά το κεφάλι του) «Πιστεύω ότι όταν φτιάχνεις μια ταινία πρέπει να κοιτάς μέσα από τα μάτια των ηρώων της, να σκέφτεσαι μέσα από το πρίσμα των εμπειριών τους. Ο Χίλντιτς είναι τέρας αλλά δεν το πιστεύει. Δεν σκέφτεται ως δολοφόνος. Η μόνη γραφική σκηνή βίας βρίσκεται μέσα στο νοσοκομείο και είναι τυχαία (ένα ρεπορτάζ στην τηλεόραση). Η βία προέρχεται από το οικογενειακό περιβάλλον του, από τη μητέρα του που τον καταπιέζει να φάει ενώ δεν θέλει. Το ίδιο ισχύει και για τη Φελίσια που γίνεται ρεζίλι από τον πατέρα της στη μικρή κοινωνία του χωριού το οποίο εγκαταλείπει. Ολα αυτά όμως λειτουργούν υπογείως. Δεν θα ήταν συνετό να παρουσιάσω τον Χάουαρντ να πράττει αυτό που υποτίθεται ότι πράττει. Οι γυναίκες-θύματα είναι η προσωπική συλλογή του. Παραδέχομαι ότι η απεικόνιση της βίας είναι απαραίτητη για την καλλιτεχνική έκφραση των δημιουργών, θέλω όμως οι δικοί μου θεατές να είναι υπεύθυνοι του τι παρακολουθούν».


­ Ο Τέρενς Σταμπ δήλωσε εδώ στις Κάννες ότι κάποτε τον ρωτήσατε πώς προσέγγισε τον ήρωα που ενσάρκωσε στο «Θεώρημα» του Παζολίνι. Οι ταινίες σας δίνουν την εντύπωση ότι έχετε βαθιά εκτίμηση στους ηθοποιούς σας. Είναι όντως έτσι;


«Οι ηθοποιοί είναι τελικά η μοναδική μαγεία που δημιουργείται στον κινηματογράφο. Αυτό που βλέπουμε και μας μαγεύει στην οθόνη είναι κυρίως αυτό που εκφράζουν οι ηθοποιοί της ταινίας. Τους θεωρώ όπλα μου αλλά επειδή δεν καταλαβαίνω την τέχνη τους. Τέχνη κάνουν και οι υπόλοιποι συνεργάτες, αυτή όμως είναι κατανοητή. Καταλαβαίνω τον ήχο, τους φωτισμούς, τα σκηνικά, οι ηθοποιοί όμως με αφήνουν πάντα με ερωτήματα. Πώς και γιατί κάνουν ό,τι κάνουν; Αναφερθήκατε στο «Θεώρημα» του Παζολίνι, μια αγαπημένη ταινία. Υπάρχει μια σκηνή στην οποία ο Τέρενς Σταμπ βάζει τα πόδια στους ώμους του. Η έκφρασή του έχει κάτι συγκλονιστικά συγκινητικό. Αν τον ρωτήσετε πώς το έκανε ίσως έχει την απάντηση, ίσως όχι. Να το μυστήριο. Η χημεία που δημιουργείται ανάμεσα στον φακό της κάμερας και στο πρόσωπο του ηθοποιού δεν έχει ακόμη εξηγηθεί και δεν νομίζω πως πρόκειται να εξηγηθεί».


­ Τι νομίζετε ότι νιώθουν οι ηθοποιοί στα γυρίσματα μιας ταινίας;


«Φόβο. Και ο σκηνοθέτης είναι εν μέρει υπεύθυνος γι’ αυτόν διότι ορίζει τη δουλειά τους. Ο ηθοποιός είναι τρωτός, γι’ αυτό και έχει κάθε δικαίωμα αμφισβήτησης. Θέλει να ρωτήσει, θέλει τη σιγουριά ότι θα είσαι εκεί για να τον ή την προστατεύσεις. Οι σκηνοθέτες καταπιάνονται με πραγματικότητες και κάθε ταινία έχει τη δική της πραγματικότητα. Οι ηθοποιοί όμως είναι που της δίνουν σάρκα και οστά και ο σκηνοθέτης οφείλει να οικοδομήσει μια σχέση σεβασμού ανάμεσα στον ίδιο και σε εκείνους».