» Βασανίζω τον εαυτό μου»





Την πρωτοείδαμε στο θέατρο «Καλουτά» το 1962 και στο «Τραγούδι του νεκρού αδερφού» του Μίκη Θεοδωράκη που ανέβηκε για παρθενική φορά τότε από το Λαϊκό Θέατρο του Μάνου Κατράκη. Στα χρόνια που ήρθαν τη συναντήσαμε στο Θέατρο Τέχνης του Καρόλου Κουν, στους θιάσους του Αλέκου Αλεξανδράκη και του Δημήτρη Μυράτ, στον Θεατρικό Οργανισμό Κύπρου, όπου εντάχθηκε το 1971 και παρέμεινε επί δυόμισι δεκαετίες, στα σχήματα του Γιάννη Φέρτη, του Γιάννη Βούρου, του Σταύρου Ντουφεξή και του Γιώργου Κιμούλη, καθώς και στο Σατιρικό Θέατρο Κύπρου, με το οποίο συνεργάζεται μετά την αποχώρησή της από τον ΘΟΚ. Ηταν η Αννετώ στην «Αυλή των θαυμάτων», η Ελισάβετ στη «Μαρία Στιούαρτ», η Μπερνάντα Αλμπα στο «Σπίτι της Μπερνάντα Αλμπα», η Μοντ στο «Χάρολντ και Μοντ», η Γερτρούδη στον «Αμλετ», αλλά και η Ατοσσα των «Περσών», η Αγαύη των «Βακχών», η Εκάβη των «Τρωάδων», η Ιοκάστη των «Φοινισσών»…


Τον εφετεινό χειμώνα η Δέσποινα Μπεμπεδέλη συναντήθηκε επί σκηνής με τη Μάνα Κουράγιο στην παράσταση που ανέβασε στο «Ανοιχτό Θέατρο» ο Γιώργος Μιχαηλίδης. Για δεύτερη φορά, έπειτα από 22 χρόνια…







«Για μένα ιστορική στιγμή είναι που χτύπησαν την κόρη μου στο μάτι. Είναι κιόλας μισός άνθρωπος, άντρα δεν πρόκειται να βρει κι έχει τρέλα για τα παιδιά. Και που είναι μουγκή πάλι ο πόλεμος φταίει, ένας στρατιώτης τής έχωσε κάτι στο στόμα, όταν ήταν μικρή. Τον Τυροκόμο δεν θα τον ξαναδώ, κι ένας Θεός ξέρει πού βρίσκεται ο Αϊλιφ. Ανάθεμα στον πόλεμο». Η μοναδική φορά που καταριέται η Μάνα Κουράγιο τον πόλεμο είναι την ώρα που παρακολουθεί την κηδεία του καθολικού στρατηγού Τίλι έξω από την πόλη Ινγκολσταντ της Βαυαρίας. Στις υπόλοιπες εικόνες του έργου η κατά κόσμον Αννα Φίρλινγκ τριγυρίζει με τον αραμπά της στα ρημαγμένα χωριά και στις έρημες πολιτείες της χώρας που σπαράσσεται από τον Τριακονταετή Πόλεμο, προμηθεύοντας τους στρατιώτες με άρβυλα, ρακί και ό,τι άλλο θελήσουν.


«Η Φίρλινγκ είναι ένα αντιφατικό και αρνητικό κατά βάση πλάσμα» λέει η Δέσποινα Μπεμπεδέλη και τονίζει: «Πρόσωπο ακατάλληλο προς μίμηση, αρνείται τα παιδιά της χάριν της επιβίωσης και του κέρδους. Μπορεί σε ήπιες στιγμές να είναι τρυφερή μαζί τους, να καλλιεργεί για παράδειγμα την τιμιότητα του Σβάιτσερκαζ ή να νοιάζεται να μην κρυώσει ο Αϊλιφ, όμως η ίδια παραμένει πανούργα». Για τη γνωστή ηθοποιό η Μάνα Κουράγιο βρίσκεται εγγύτερα στην κακή πλευρά του χαρακτήρα της, έτσι τουλάχιστον όπως αυτή υπογραμμίστηκε με έμφαση από τον Μπρεχτ έπειτα από την αντίδραση του συγκινημένου κοινού στην πρώτη παράσταση του έργου με την Τερέζα Γκίζε στο Σάουσπιλχάουζ της Ζυρίχης. «Η παράδοση που φέρει βέβαια ο ρόλος είναι βαριά. Και δεν αναφέρομαι μόνο στην Ελενε Βάιγκελ της ιστορικής σήμερα παράστασης του Βερολίνου αλλά και στις ελληνίδες ηθοποιούς, την Κυβέλη, την Κατίνα Παξινού, τη Λίνα Λαμπράκη, τη Νέλλη Αγγελίδου, την Αννα Βαγενά… Με εξαίρεση όμως μια παράσταση της «Μάνας Κουράγιο» στη Βαϊμάρη το 1976, σας βεβαιώνω ότι δεν έχω δει καμία άλλη ­ τη Βάιγκελ μάλιστα απέφυγα επιμελώς να τη δω. Αναμφίβολα, κανείς δεν μπορεί να διαγράψει την ιστορία του ρόλου. Τώρα όμως που δεν είμαι πια μικρή, έχω μια ηλικία και μια πορεία, δεν μπορώ να «φορτωθώ» τα στερεότυπα που ακολουθούν συνήθως τους μεγάλους ρόλους».


Αντίστροφη πορεία


Πόσο μάλλον όταν αυτή είναι η δεύτερη φορά που η πρωταγωνίστρια αναμετράται επί σκηνής με την μπρεχτική ηρωίδα. «Οταν την πρωτοέπαιξα το 1977 στον Θεατρικό Οργανισμό Κύπρου, σε σκηνοθεσία του Ανατολικογερμανού Χανς Ούβε Χάουζ, είχα βέβαια άγχος αν και δύο χρόνια νωρίτερα είχα παίξει τη Γρούσα στον «Κύκλο με την κιμωλία». Το είχα τολμήσει, έστω και αν δεν είχα φθάσει στην πλήρη ωριμότητα, την πνευματική, την εκφραστική ή την τεχνική, αν θέλετε. Είχα περάσει πολλές ημέρες… θρήνων και οδυρμών, για παράδειγμα, προκειμένου να φέρω σε πέρας εκείνη την περίφημη σκηνή της αναγνώρισης του νεκρού γιου της Μάνας Κουράγιο. Τώρα που μπαίνω για δεύτερη φορά στην ίδια δοκιμασία διαπιστώνω ότι υπάρχουν κάποιοι ρόλοι που αξίζει να τους επαναλάβεις, γιατί με το πέρασμα του χρόνου ανακαλύπτεις κάποιες κρυφές πτυχές που είναι αδύνατο να συλλάβεις στην πρώτη συνάντησή σου μαζί του, ακόμη κι αν έχεις τη βοήθεια ενός πολύ σημαντικού σκηνοθέτη. Στην Αννα Φίρλινγκ παίζεις τις αντιφάσεις της από σκηνή σε σκηνή. Το ζήτημα είναι όμως σε πόσο βάθος μπορείς να εισχωρήσεις σε αυτές. Το βάθος είναι πάντα ανάλογο με τις εμπειρίες και τις ώρες άσκησης που έχουν συσσωρευτεί πάνω σου με τα χρόνια. Κι εγώ έχω δουλέψει πολύ. Είμαι εργατική. Πεισματικά και βασανιστικά. Βασανίζω τον εαυτό μου, ευτυχώς δεν βασανίζω τους άλλους. Η συνεχής άσκηση σου χαρίζει εφόδια και έτσι όταν συναντάσαι με μεγάλους ρόλους έχεις τη δυνατότητα να «αναμετρηθείς» μαζί τους και σε μεγάλο βαθμό να τους νικήσεις. Εχω την εντύπωση ότι τη Μάνα Κουράγιο την έχω πια δαμάσει».


Πρόπλασμα για την μπρεχτική ηρωίδα αποτέλεσε, σύμφωνα με τη Δέσποινα Μπεμπεδέλη, η Σελεστίνα στο ομώνυμο έργο του Φερνάντο ντε Ρόχας, το οποίο ανέβασε το 1997 ο Σταύρος Ντουφεξής: «Η Σελεστίνα είναι, θα έλεγα, η προγιαγιά της Φίρλινγκ. Ανήκει στη χορεία των προξενητρών και των μαστροπών, σε εκείνα τα γριάδια που τα πρωτοσυναντήσαμε στους Μίμους και στους Φλύακες, στον Μένανδρο και στον Πλαύτο… Ηλικιακά οι δύο ηρωίδες έχουν κάποια διαφορά, τις ενώνουν όμως το πολυμήχανο του μυαλού τους και αυτή η εκπληκτική ικανότητά τους να συνδυάζουν το αγοραίο με το λόγιο. Οταν έπαιξα την ηρωίδα του Ρόχας, είχα ανατρέξει στη Μάνα Κουράγιο. Φέτος η πορεία επαναλήφθηκε αντιστρόφως». Ωστόσο το «όχημα» με το οποίο προσέγγισε τον ρόλο η ηθοποιός ήταν βέβαια η περίφημη μπρεχτική μέθοδος. «Την υπερασπίζομαι τη μέθοδο αυτή μέχρις εσχάτων, χωρίς από την άλλη αυτό να σημαίνει ότι είμαι τυφλά υποταγμένη σε αυτήν ­ και πώς θα ήταν άλλωστε δυνατόν. Και η παράσταση άλλωστε του Γιώργου Μιχαηλίδη ακολουθεί την μπρεχτική αντίληψη, προτείνοντας μια «τοποθέτηση» αφηγηματική, και την ίδια στιγμή αποφεύγει να μείνει δογματικά προσκολλημένος σε αυτήν, αίροντας τη γραμμικότητα των χαρακτήρων του έργου. Οσον αφορά την υποκριτική μου προσέγγιση, κάθε φορά που αρχίζω να μελετώ έναν ρόλο έχω εγγράψει, όπως είναι φυσικό, στη μνήμη μου και στον ψυχισμό μου όλα αυτά τα τραγικά γεγονότα που συμβαίνουν γύρω μας, έχω δει ήδη τόσες Εκάβες και Ιφιγένειες. Η «Μάνα κουράγιο» γράφτηκε τις παραμονές του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, σήμερα που παίζεται έχουμε δίπλα μας ένα Κοσσυφοπέδιο, μια Τσετσενία… Δεν θεωρώ ότι η μπρεχτική μέθοδος είναι πλέον ένας μύθος που έχει καταρριφθεί. Πιστεύω μάλιστα ότι είτε μπορείς να παίξεις έτσι είτε δεν μπορείς. Η αποστασιοποίηση υπονομεύεται όταν δεν μπορεί να αποδοθεί σωστά και αν εκλείψει εντελώς μεταβάλλει τα θεατρικά έργα του Μπρεχτ σε μελοδράματα. Θα μου πείτε ότι σήμερα η θεωρία του Μπρεχτ να μην αφήσει τον θεατή να νικηθεί από το αίσθημά του και να θέσει σε λειτουργία το μυαλό του μοιάζει ίσως απλοϊκή. Υπάρχει όμως ένας ιδιαίτερος υποκριτικός μηχανισμός όταν παίζεις Μπρεχτ. Πάλλεσαι και πάλι, ανεβαίνει η αδρεναλίνη σου, αλλά ξέρεις ότι δεν θα μπορούσες ποτέ να παίξεις με αυτόν τον τρόπο έναν Ιψεν, για παράδειγμα, ή έναν Τσέχοφ».


Μήδεια στην Αμερική


Αποφεύγει τους θεωρητικούς ορισμούς ­ «δεν είμαι καλή σε αυτά» επαναλαμβάνει κάθε τόσο. «Πώς να σας μιλήσω για τα μονοπάτια που επιλέγω για να φθάσω κάθε φορά σε έναν μπρεχτικό ρόλο ­ σε έναν οποιοδήποτε ρόλο; Να σας πω ότι στην τραγωδία οι διαδικασίες που ακολουθώ είναι περισσότερο ψυχοπνευματικές ενώ στην περίπτωση της Φίρλινγκ είχα να κάνω με μια ηρωίδα κατά βάση πραγματιστική, χωρίς από την άλλη η υλικότητα αυτή να αναιρεί την τραγικότητά της, αφού τα βάζει με τον πόλεμο, μια δύναμη δηλαδή που μπορεί να μην έχει σχέση με τους θεούς είναι όμως ανίκητη; Θα σας φανούν φλυαρίες… Εκείνο που έχει ίσως σημασία να επισημάνω είναι ότι ποτέ δεν προσάρμοσα έναν ρόλο στις ευκολίες μου. Προσπάθησα να φθάσω εγώ στον ρόλο και όχι να φέρω εκείνον σε μένα. Αν φέρνεις κάθε ρόλο στα μέτρα σου δεν μπορείς παρά να είσαι ο ίδιος εαυτός σε κάθε έργο ­ και αυτό το βλέπουμε συχνά στις σύγχρονες σκηνές, έτσι δεν είναι; Σε αυτή τη μεταμόρφωση, σε αυτή τη μετουσίωση, βρίσκεται για μένα το ενδιαφέρον της υποκριτικής. Αυτή είναι η μαγεία και ταυτόχρονα το επικίνδυνο της φύσης της, αλλά η επικινδυνότητα δεν ενέχει πάντα την ομορφιά;».


Ρίσκα άλλωστε παίρνει κάθε φορά που ερμηνεύει έναν ρόλο. «Δεν ξεκινάω ποτέ εκ του ασφαλούς. Τίποτα δεν κάνω εύκολα ή μάλλον τίποτα δεν αφήνω τον εαυτό μου να το κάνει εύκολα. Οσο περνάνε τα χρόνια διαπιστώνεις ότι οι ευκολίες σου αυξάνονται ολοένα, όμως αν τις αφήσεις να κυριαρχήσουν δεν μπορείς να υποκριθείς. Κάθε στιγμή οφείλεις να ανακαλύπτεις το δύσκολο και να παλεύεις με το δύσκολο. Αρκεί να σας πω ότι όταν αυτοσχεδιάζοντας στην πρόβα πετυχαίνω κάτι με την πρώτη και βλέπω ευχαριστημένο τον σκηνοθέτη, ανησυχώ. Σκέφτομαι ότι για να το κάνω τόσο γρήγορα, δεν μπορεί, θα άνοιξα το «κουτάκι» με τις ευκολίες μου. Αρχίζω λοιπόν να ταλαιπωρώ τον εαυτό μου, να γίνομαι εχθρός του, ώσπου στο τέλος συμφιλιώνομαι σιγά σιγά μαζί του».


Μας αποχαιρετά με τη σκέψη της στο καλοκαίρι, όταν θα γυρίσει επιτέλους στην Κύπρο, κοντά στην οικογένειά της, αλλά και στο ταξίδι που ετοιμάζει με ενθουσιασμό για τον ερχόμενο χειμώνα: «Θα παίξω Μήδεια, στα ελληνικά, με θίασο αμερικανών ηθοποιών και σκηνοθέτη τον Χανς Ούβε Χάουζ στη Φιλαδέλφεια των Ηνωμένων Πολιτειών. Ξέρετε, δούλευα για πολλά χρόνια με τους ίδιους συναδέλφους στον Θεατρικό Οργανισμό Κύπρου και αυτό ήταν πολύ σημαντικό. Εξίσου σημαντικό είναι όμως να δουλεύεις με συνεργάτες που γνωρίζεις για πρώτη φορά, να αντικρίζεις μια άλλη ματιά, να ακούς έναν άλλο ήχο φωνής ­ πόσο μάλλον όταν αυτοί μιλούν και άλλη γλώσσα!».


Η ΤΑΥΤΟΤΗΤΑ


Η «Μάνα Κουράγιο» του Μπρεχτ παίζεται στο Ανοιχτό Θέατρο (Κάλβου 70 και Γκύζη) σε μετάφραση Πέτρου Μάρκαρη, σκηνοθεσία Γιώργου Μιχαηλίδη, μουσική Πάουλ Ντεσάου και σκηνικά-κοστούμια Αγνής Ντούτση. Παίζουν: Δέσποινα Μπεμπεδέλη, Ντίνα Μιχαηλίδη, Λουκάς Ζήκος, Νίκος Καραγεώργος, Δημήτρης Γιαννόπουλος, Θόδωρος Μπογιατζής, Δήμητρα Καλπάκη κ.ά. Στις 9 μ.μ.