» Ξαναζώ τα παιδικά μου χρόνια»





Ο γιός του μαέστρου Δημήτρη Χωραφά έγινε πλατύτερα γνωστός παίζοντας τον Χριστόφορο Κολόμβο δίπλα στον Μάρλον Μπράντο. Εδώ και χρόνια ακολουθεί καριέρα στο εξωτερικό, με βάση του τη Γαλλία. Κατά καιρούς, όπως ο ήρωας που υποδύεται στην ταινία «Peppermint», που ήδη προβάλλεται στις αίθουσες, επιστρέφει στην Ελλάδα για να συμμετάσχει σε εγχώριες κινηματογραφικές παραγωγές («Κουαρτέτο σε τέσσερις κινήσεις», «Η σφαγή του κόκορα»). Εχει παίξει και σε μια θεατρική παράσταση στο Ηρώδειο το 1980, την οποία πολλοί απ’ όσους την είδαν θα προτιμούσαν να την ξεχάσουν (ήταν ο αρκετά τολμηρός Οκταβιανός στο «Αντώνιος και Κλεοπάτρα», σε σκηνοθεσία Μιχάλη Κακογιάννη).


Στο «Peppermint» ο ρόλος του είναι μικρός. Ενσαρκώνει τον ξενιτεμένο Ελληνα που επιστρέφοντας στην πατρίδα του θυμάται τον εαυτό του παιδί. Οι εικόνες της ταινίας του Κώστα Καπάκα είναι οι αναμνήσεις τόσο του σκηνοθέτη όσο και του ήρωά του, του Γιώργου Χωραφά. Αναμνήσεις που στηρίζουν μια ολόκληρη ταινία μυθοπλασίας, καταγράφουν εποχές και δεν απέχουν από την καθημερινότητα.


Οταν ο Γιώργος Χωραφάς μιλάει ελληνικά, κάνει αρκετές παύσεις, απόρροια όχι μόνο της φυσικής συστολής του αλλά και της «σπασμένης» πια ελληνικής γλώσσας. Λατρεύει τα δύο παιδιά του, είναι εξαιρετικά ευγενής, έχει περάσει πολλά, δεν νιώθει πια και τόσο Ελληνας, αλλά και δεν ξεχνά τις ρίζες του.


Καπνίζει πούρα και είναι πολύ ευχάριστος στην κουβέντα.





­ Πώς θέλετε να μιλήσουμε;


«Στον ενικό φυσικά. Ελπίζω ότι παραμένω νέος».


­ Τι ήταν εκείνο που σου άρεσε περισσότερο στο «Peppermint» όταν το είδες για πρώτη φορά;


«Κατ’ αρχήν ικανοποιήθηκα που το σενάριο είχε πετύχει. Ενα σενάριο αρκετά καθημερινό, με στιγμές σημαντικές και ασήμαντες. Αυτό το μείγμα των αναμνήσεων έχει ουσία, βάρος. Αυτό που χάρηκα επίσης είναι ότι το χιούμορ είναι «διπλό». Είναι το χιούμορ που νιώθουμε εμείς, που μεγάλοι πια θυμόμαστε τα παλιά, αλλά και το χιούμορ του παιδιού που παρακολουθεί τους μεγάλους. Και που άλλα καταλαβαίνει, άλλα όχι. Δεν καταλαβαίνει το θέμα, αλλά καταλαβαίνει τη ματαιοδοξία, τον εγωισμό. Οταν τα καταλαβαίνεις αυτά σε μικρή ηλικία, ακόμη και αν δεν μπορείς να τα εξηγήσεις, σου φαίνονται κωμικοί οι μεγάλοι… Βρήκα αυτή την υπερβολή μέσα από το διαπεραστικό βλέμμα του παιδιού πολύ επιτυχημένη».


­ Εσύ ένιωσες κάτι τέτοιο ως παιδί;


«Για να αισθάνθηκα έτσι βλέποντας το «Peppermint», θα πρέπει να το είχα βιώσει. Θυμάμαι ότι παρ’ όλο που δεν ήθελα ποτέ να κρίνω το δίκιο και το άδικο, τον πατέρα μου και τις πράξεις του, πολλά πράγματα μου φαίνονταν υπερβολικά. Ηξερα ότι δεν μπορούσα να κρίνω. Παραδεχόμουν ότι δεν μπορούσα να καταλάβω, την πολιτική κτλ., αλλά όπως ο μικρός της ταινίας, όπως κάθε μικρός ίσως, αρνιόμουν να μπω στον κόπο να τα καταλάβω».


­ Ολα αυτά δεν έχουν να κάνουν με την «εποχή» αλλά με τη φύση του παιδιού. Παρ’ όλα αυτά το «Peppermint» είναι μια ταινία εποχής. Πώς βίωσες εσύ τις δεκαετίες στις οποίες αναφέρεται η ιστορία;


«Τα έζησα όλα από πολύ κοντά. Αυτή την Αθήνα γνώρισα και έζησα. Γνώρισα αυτόν τον κόσμο και την εποχή από «πρώτο» χέρι. Είναι ακριβώς η γενιά μου. Το ’60 ήμουν 10-11 ετών, ακριβώς όπως το παιδάκι της ταινίας. Είμαι άλλωστε συνομήλικος με τον Κώστα (σ.σ.: Καπάκα). Αυτά με τράβηξαν στην ταινία. Η μουσική, το μάμπο, το ροκ είναι κομμάτια από τις εμπειρίες μου. Το παιδί της ταινίας έχει τα πάθη του, με τις γυναίκες, με τα αεροπλάνα. Τα έζησα κι εγώ, με τον δικό μου τρόπο, με άλλα παιχνίδια…».


­ Πού εντοπίζεις την επιτυχία της ταινίας;


«Προκαλεί ανάμεικτα συναισθήματα σε ανάμεικτους θεατές. Οι παλαιότεροι μπορούν να θυμηθούν, οι νεότεροι να μάθουν. Ενα σημερινό παιδί 18 ετών που έχει ζήσει παρόμοιες καταστάσεις, διαφορετικού όμως περιεχομένου, ίσως θεωρήσει πολύ ενδιαφέρον να κάνει συγκρίσεις στις εποχές. Την ίδια στιγμή όμως η ταινία τού δίνει την ευκαιρία να ρίξει μια ματιά στην ιστορία των γονιών του. Πάντα έχουμε την περιέργεια για το «πώς ήταν τότε», να μάθουμε κάτι παραπάνω από αυτά που ξέρουμε ή που δεν τολμούσαμε να ρωτήσουμε. Είναι μια ωραία αφορμή για έναν εικοσάρη να «μπανίσει» το παρελθόν των γονιών του…».


­ Ποιες είναι οι διαφορές των βιωμάτων ενός παιδιού τότε από ένα παιδί σήμερα;


«Είναι τεράστιες. Ακόμη και όταν διάβαζα το σενάριο, νόμιζα ότι διάβαζα μια ιστορία εποχής. Εποχής; Μα ήταν η εποχή μου! Κι όμως έτσι ένιωθα. Το χάσμα που χώριζε το παιδί από τον γονέα τότε ήταν πολύ μεγάλο. Υπήρχε η τρυφερότητα, το ενδιαφέρον αλλά και ένα τεράστιο gap. Το οποίο δεν υπάρχει πια με τον ίδιο τρόπο».


­ Τι νομίζεις ότι έπαιξε τον βασικότερο ρόλο σε αυτή τη διαφοροποίηση;


«Μεσολάβησε το ’68, μια εποχή δηλαδή που η γενιά των σημερινών σαραντάρηδων γονέων έζησε την πολιτισμική επανάσταση του ’60 και του ’70 (σ.σ.: την αποκαλεί revolution culturel) και την ενδεχόμενη αλλαγή των σχέσεων. Αλλαξαν πολλά πράγματα όχι μόνο ανάμεσα στους άντρες και στις γυναίκες αλλά και ανάμεσα στους γονείς και στα παιδιά. Ανέκαθεν οι νέοι θέλουν να αισθάνονται ότι είναι «in» και ότι οι γονείς τους είναι «out». Αυτό φτιάχνει την ταυτότητα του ατόμου και ενδεχομένως μιας γενιάς. Η μεγάλη διαφορά είναι ότι σήμερα υπάρχει ο διάλογος που τότε δεν υπήρχε. Επίσης σήμερα δεν υπάρχουν πολλές απαγορεύσεις, τα παιδιά φοβούνται λιγότερο τους γονείς».


­ Οπως ο ήρωας της ταινίας, εσύ λίγο περισσότερο, ανήκεις στους κοσμογυρισμένους ηθοποιούς. Πάντα όμως (όπως και ο ήρωας) επιστρέφεις πίσω. Σου αρέσει να κρατάς την επαφή επειδή η Ελλάδα είναι η χώρα σου ή αυτό γίνεται απλώς για επαγγελματικούς λόγους; Και πάνω από όλα, τη θεωρείς ακόμη χώρα σου την Ελλάδα;


«Δεν ξέρω πώς να το χαρακτηρίσω. Χώρα μου, εντελώς, η Ελλάδα δεν είναι. Κάθε φορά που επιστρέφω τη βλέπω να αλλάζει. Κάθε χώρα έχει τη δική της εξέλιξη και δεν μπορώ να πω ότι συμμετέχω στην εξέλιξη της Ελλάδας. Ισως πιο πολύ χώρα μου να είναι η Γαλλία. Αλλά και η Γαλλία, εδώ που τα λέμε, δεν είναι ακριβώς χώρα μου, διότι δεν είμαι πάντα εκεί. Αυτό το κοσμογυρισμένος που λες, το διάσπαρτος, είναι μια κατηγορία στην οποία εντάσσεται όλο και πιο πολύς κόσμος. Γινόμαστε πιο «mobile». Κινούμενοι. Οσο ο χρόνος περνά η αίσθηση του «σπιτιού» μειώνεται. Δεν νομίζω όμως τελικά ότι επιστρέφω στην Ελλάδα μόνο για επαγγελματικούς λόγους».


­ Ως ηθοποιός έχεις παίξει στο Χόλιγουντ, στη Γαλλία και φυσικά στην Ελλάδα. Στο εξωτερικό υπάρχει ρατσισμός στο επάγγελμά σου; Το ότι είσαι Ελληνας τι ακριβώς σημαίνει στο κάστινγκ μιας ταινίας; Στο «Απόδραση από το Λος Αντζελες», λ.χ., του Τζον Κάρπεντερ έπαιξες έναν λατίνο ψευτοεπαναστάτη. Πολλοί ρόλοι Ελλήνων στο εξωτερικό είναι γραφικοί και υποβαθμισμένοι.


«Δεν ξέρω αν είναι ρατσισμός, πάντως ο βασικός κανόνας λέει ότι όταν σε έναν χώρο δεν σε ξέρουν, αυτομάτως σε τυποποιούν. Οταν πρωτοξεκινούσα στη Γαλλία, ήμουν περιορισμένος σε ρόλους Ελλήνων, Ιταλών, Κούρδων κτλ. Μόνο με την πάροδο του χρόνου άρχισα να παίζω Γάλλους. Στην αρχή ήταν αδιανόητο. Στην Αμερική μού προτείνουν ακόμη ξένους, από Αραβες ως Λατινοαμερικανούς, Σέρβους, Ρώσους. Ο,τι δεν είναι εντελώς αμιγώς αμερικανικό δηλαδή».


­ Και η ομορφιά; Παραμένει διαβατήριο επιτυχίας για έναν ηθοποιό και ποιον αφορά σήμερα περισσότερο, τους άντρες ή τις γυναίκες;


«Κατ’ αρχάς το διαβατήριο επιτυχίας σφραγίζεται από την ελκυστικότητα. Σε όλες τις σχέσεις υπάρχει μια πλάνη. Το να θέλεις να αρέσεις είναι το καθημερινό ψωμί όλου του κόσμου. Σε απασχολεί ακόμη και αν στην ουσία σε αφήνει αδιάφορο, διότι «παίζεις» με αυτό. Υπάρχουν πολλοί τρόποι για να αρέσεις. Το σινεμά φυσικά στηρίζεται στην εικόνα. Στη φωτογένεια. Στην αρχή του κινηματογράφου είχε μεγάλη σημασία για τις γυναίκες και τους άντρες ηθοποιούς να είναι όμορφοι. Από τη δεκαετία του ’70 όμως ως τις ημέρες μας ρόλος της, τουλάχιστον για τους άντρες, υποβαθμίστηκε. Στη Γαλλία μάλιστα για ένα διάστημα, σχεδόν ολόκληρη τη δεκαετία του ’80, θεωρείτο εμπόδιο το να είσαι όμορφος. Προσωπικά οι υπεύθυνοι των κάστινγκ δεν ήθελαν ούτε να με δουν στο γραφείο τους και οι ατζέντηδες με ανάγκαζαν να φωτογραφίζομαι «περίεργα», με «μούτες», για να φαίνομαι άσχημος. Το ίδιο χρονικό διάστημα μεγάλο εμπόδιο θεωρείτο να έχει κανείς παιδεία. Επρεπε να είχε κάτι από «τον δρόμο». Του τύπου Cafe Theatre. Βέβαια οι Γάλλοι καυχώνται ότι η πλάνη έχει σχέση με τον λόγο. Είναι όμως και πιο ικανοποιητικό για τη ματαιοδοξία του καθενός. Αν είσαι όμορφος και «ρίξεις» μια γυναίκα, δεν έκανες και τίποτε, ενώ αν δεν είσαι και τη ρίξεις με τον λόγο, έχεις πετύχει. Δείχνει μεγαλύτερη ικανότητα».


­ Τι ήταν εκείνο που απεκόμισες από τη συνεργασία σου με τον Μάρλον Μπράντο στον «Χριστόφορο Κολόμβο»;


«Οταν παίζεις στην ίδια ταινία με ένα από τα πρότυπά σου, νιώθεις κάτι παραπάνω από δέος. Ο Μπράντο όμως, ενώ το ξέρει, κατορθώνει να σου το αποβάλλει. Λέγοντας ιστορίες, κάνοντας αστεία. Νομίζω ότι αυτό είναι σπάνιο δείγμα συναδελφικότητας. Δίπλα του ένιωθα μια ανεξήγητη οικειότητα, μου εκμυστηρευόταν πράγματα που δεν έλεγε σε άλλους… Ο,τι και να πω θα είναι λίγο. Μια από τις μεγάλες απογοητεύσεις της καριέρας μου ήταν που δεν κατόρθωσα να συνεργαστώ μαζί του και στο «Νοστρόμο», το οποίο θα γυριζόταν αν δεν είχε πεθάνει ο σκηνοθέτης Ντέιβιντ Λιν».