Ακόμη και από τις πωλήσεις των δίσκων γίνεται φανερό ότι είμαστε «έθνος ανάδελφον», ακολουθώντας τον δικό μας δρόμο, που δεν συντονίζεται με τις διεθνείς εξελίξεις στον κλάδο. Οι χρονιές ’95 και ’96 έδειξαν εκτεταμένη πτώση των πωλήσεων σε παγκόσμιο επίπεδο, την ίδια στιγμή που η ελληνική δισκογραφία γνώριζε ημέρες δόξας. Η μουσική των «ελληνάδικων» υπήρξε μεγάλος τροφοδότης για υψηλές πωλήσεις και έτσι δεν καταλάβαμε την κρίση των διεθνών αγορών. Η ίδια τάση ήταν αυτή που εξώθησε στο περιθώριο την ξένη μουσική, η οποία πριν από δύο-τρία χρόνια καταλάμβανε το 30% των πωλήσεων, από το 50% που είχε πριν από μία δεκαετία.


Αντίθετα η μουσική σκηνή της Αγγλίας, ύστερα από ημέρες μεγάλης δόξας στις αρχές της τρέχουσας δεκαετίας, έδειξε σημάδια κάμψης στα μέσα της ίδιας περιόδου, όταν ξεφούσκωσε το μπαλόνι της britpop, επηρεάζοντας και τις ευρωπαϊκές αγορές (αφού η μουσική βιομηχανία της χώρας είναι η τρίτη μεγαλύτερη σε κύκλο εργασιών, με πολύ μεγάλες εξαγωγές). Στις ΗΠΑ τα πράγματα δεν ήταν πολύ καλύτερα. Ερευνες διαπίστωναν αδιαφορία των νεότερων ηλικιών για τα μουσικά προϊόντα, που δεν ήταν πια στις προτεραιότητες των αγορών τους, οι οποίες κατευθύνονταν σε αθλητικά προϊόντα, computer games, κινηματογράφο και άλλες μορφές διασκέδασης. Ηταν καιρός για μια συνολική αναδίπλωση της μουσικής βιομηχανίας, που ο τζίρος της αγγίζει τα 13 δισ. δολάρια τον χρόνο σε παγκόσμιο επίπεδο αλλά πριν από μερικά χρόνια είχε κατρακυλήσει σχεδόν στα 10 δισ. Με δεδομένη την αδιαφορία των νέων για τη μουσική (εξ ου και η πτώση των πωλήσεων των CD singls) και τη συνεχή υποχώρηση στις πωλήσεις κασετών (που σώζονται μόνο και μόνο επειδή οι κατασκευαστές αυτοκινήτων συνεχίζουν να τοποθετούν κασετόφωνα σε 26 εκατομμύρια αυτοκίνητα ετησίως), στόχος έγιναν οι μεγαλύτεροι σε ηλικία ακροατές. Ετσι η ανάκαμψη των δύο τελευταίων χρόνων προήλθε από τα CD, τα μουσικά βίντεο και την αντικατάσταση δίσκων βινυλίου και κασετών από CD (πράγμα που εξηγεί και την εκτεταμένη επανακυκλοφορία παλαιών δίσκων σε CD) αλλά και από τις αυξημένες πωλήσεις των σάουντρακ δημοφιλών ταινιών, φαινόμενο που έχει πάρει μεγάλη ­ και σωτήρια για τη μουσική βιομηχανία ­ έκταση τα τελευταία χρόνια.


Στην Ελλάδα ένα καινούργιο σκηνικό έχει αρχίσει να διαμορφώνεται τον τελευταίο καιρό, αλλάζοντας πάλι τις ισορροπίες. Το ελαφρολαϊκό ρεπερτόριο που δημιούργησε την τάση των «ελληνάδικων» και ανέβασε «όλα τα μωρά στις μπάρες» ξεφούσκωσε γρήγορα, αφήνοντας όμως μια μεγάλη τρύπα στα έσοδα των εταιρειών.


Το λεγόμενο «έντεχνο» ελληνικό τραγούδι, που κερδίζει συνεχώς έδαφος, δεν φαίνεται ικανό, τουλάχιστον στο άμεσο μέλλον, να φράξει πλήρως την τρύπα, ενώ μέρος των απωλειών προσπαθεί να καλύψει και το ξένο ρεπερτόριο που επανέρχεται στο προσκήνιο, βελτιώνοντας διαρκώς τη θέση του. Ενδεικτικά αναφέρουμε ότι οι πωλήσεις δίσκων ελληνικού ρεπερτορίου ήταν τον Οκτώβριο του περασμένου χρόνου 293.000 κομμάτια και τον αντίστοιχο μήνα εφέτος 202.000, ενώ ανάλογη είναι η εικόνα και για τους περισσότερους μήνες του χρόνου, πράγμα που σημαίνει ότι και το 1999 δεν θα είναι καλή χρονιά για την ελληνική δισκογραφία, αντίθετα με ό,τι συμβαίνει διεθνώς. Με δεδομένο ότι η ελληνική μουσική πραγματικότητα βρίσκεται σε μεταβατικό στάδιο και ένα μέρος των εν δυνάμει ακροατών της στράφηκαν πάλι προς το ξένο ρεπερτόριο, δεν έχουμε παρά να περιμένουμε για να δούμε αν τελικά θα εναρμονισθούμε κι εμείς με τις διεθνείς εξελίξεις, τουλάχιστον όσον αφορά τις πωλήσεις. Παρ’ ότι τα δεδομένα δεν είναι ενθαρρυντικά, τρεις τουλάχιστον καινούργιες δισκογραφικές εταιρίες ετοιμάζονται για τη νέα χιλιετία, ανεβάζοντας τον πήχη του ανταγωνισμού στην ελληνική δισκογραφική πραγματικότητα, που ο τζίρος της για το 1999 θα πλησιάσει τα 12 δισ.